
Για την ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή «Το καλοκαίρι της Κάρμεν». Τολμηρό φιλμ που όμως δεν πέφτει σε κλισέ και ανούσια δράματα.
Γράφει η Φανή Χατζή
«Το Καλοκαίρι της Κάρμεν» είναι η απόλυτα καλοκαιρινή ταινία, ιδανική για ένα χαλαρό βραδάκι σε κάποιο αγαπημένο θερινό σινεμά. Εντάσσοντας το κουίρ στοιχείο τόσο στην πλοκή της όσο και στη δομή της, χωρίς να είναι ωστόσο το θέμα της, η ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή φέρνει μια φρεσκάδα και πολυχρωμία που συχνά λείπει από τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο.
Μια ταινία μέσα σε μια ταινία
Ο Δημοσθένης και ο Νικήτας είναι δύο καλοί φίλοι που έχουν επισκεφτεί τα Λιμανάκια της Βάρκιζας για να περάσουν μια δροσερή μέρα στη θάλασσα μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού. Ο Νικήτας, πρώην ηθοποιός που έγινε σκηνοθέτης, πασχίζει να γράψει ένα σενάριο που του παρήγγειλε ένας Γάλλος παραγωγός και ο Δημοσθένης, άλλοτε συμφοιτητής του Νικήτα στη θεατρική σχολή και νυν δημόσιος υπάλληλος, προτίθεται να τον βοηθήσει. Όσο λιάζονται στο βραχώδες σκηνικό, προσπαθώντας να βρουν μια ιδέα που να υπηρετεί το «άρωμα ελληνικού καλοκαιριού» που ζητήθηκε, τους έρχεται η ιδέα να βασιστούν στα πραγματικά γεγονότα ενός περασμένου καλοκαιριού.
Καθώς οι δύο κολλητοί οραματίζονται το ενδεχόμενο σενάριο, αυτό «ζωντανεύει» μπροστά μας και βλέπουμε τις σκηνές που θα αποτελούσαν το κινηματογραφικό Καλοκαίρι της Κάρμεν. Η ταινία που παρεμβάλλεται έχει ως πρωταγωνιστή τον Δημοσθένη, ο οποίος εκείνο το καλοκαίρι χώρισε με τον Πάνο μετά από μια μακροχρόνια σχέση. Μετά τον χωρισμό τους, ο Δημοσθένης χρειάστηκε να κάνει babysitting στο σκυλάκι του πρώην του, την Κάρμεν, την οποία κατέληξε να υιοθετεί. Εκείνο ήταν και το καλοκαίρι στο οποίο ο Δημοσθένης και ο Νικήτας θα συνέγραφαν ένα σενάριο, τις Αδερφές, κάτι που πήγε πίσω λόγω της ασθένειας του πατέρα του Δημοσθένη.
Κανένα κυκλαδίτικο νησί, και καθόλου λευκό και μπλε δεν στολίζει το σκηνικό της εγκιβωτισμένης ταινίας. Η πλοκή εκτυλίσσεται στο αστικό πεδίο, στις τσιμεντένιες γωνιές της Αθήνας και στο εσωτερικό τριών σπιτιών.
«Άρωμα καλοκαιριού»
Το καλοκαίρι που αποφασίζουν να μετουσιώσουν σε σενάριο δε θυμίζει σε τίποτα το τυπικό «κινηματογραφικό» ελληνικό καλοκαίρι. Κανένα κυκλαδίτικο νησί, και καθόλου λευκό και μπλε δεν στολίζει το σκηνικό της εγκιβωτισμένης ταινίας. Η πλοκή εκτυλίσσεται στο αστικό πεδίο, στις τσιμεντένιες γωνιές της Αθήνας και στο εσωτερικό τριών σπιτιών, το γεμάτο φυτά μοντέρνο σπίτι του Δημοσθένη, το ασφυκτικά γεμάτο με βιβλία κλασικό σπίτι του Πάνου και το «μαμαδίστικης» αισθητικής σπίτι των γονιών του Δημοσθένη.
Μολονότι η υποθετική ταινία που δημιουργείται ενώπιόν μας εμφανίζει ενδιαφέρον, ο πραγματικός παλμός της ταινίας χτυπά στο αφηγηματικό παρόν, όσο ο Δημοσθένης και ο Νικήτας τη φαντάζονται και τη συγγράφουν. Και είναι αυτό το παρόν που ειρωνικά βρίσκει τους δύο επίδοξους «σεναριογράφους» σε ένα άκρως καλοκαιρινό σκηνικό, σε μια παραλία γυμνιστών. Τα Λιμανάκια, ένα τοπόσημο για την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα της Αθήνας, καθώς και η ενδιαφέρουσα ανθρωπογεωγραφία τους, με τους ηδονοβλεψίες, τα ζευγαράκια, το «ψωνιστήρι» και τις καλτ φιγούρες καθίσταται διαρκώς αντικείμενο σχολιασμού από τους δύο πρωταγωνιστές, που δίνουν πραγματικό ρεσιτάλ ατάκας.
Ο Φιλντ και το κουίρ
Σύμμαχος (αλλά και αυστηρός κριτής) στην πορεία συγγραφής του σεναρίου είναι το βιβλίο του Φιλντ, το οποίο έχει φέρει ο Νικήτας στην παραλία για να τον καθοδηγεί. Ο λόγος, φυσικά, για το Σενάριο: Η τέχνη και η τεχνική (Οι βάσεις της σεναριογραφίας) (μτφρ Πολύκαρπος Πολυκάρπου, εκδ. Κάλβος), τη «βίβλο» των σεναριογράφων. Με βάση αυτό χωρίζουν την ταινία τους ώστε να ανταποκρίνεται στα στάδια του σεναρίου που ο Φιλντ υπαγορεύει. Στην προσπάθειά του να ακολουθήσει κατά γράμμα τις οδηγίες, ο ήρωας οδηγείται σε απανωτά αδιέξοδα και επιτρέπει στον Μαυροειδή ένα σχόλιο για τα αυστηρά όρια της σεναριακής δομής.
«Λες αυτό να είναι το plot point one;» αναρωτιέται ξανά και ξανά ο Νικήτας, αδυνατώντας να βρει τα κομβικά σημεία που κάθε ταινία χρειάζεται. Αργότερα θα αναρωτηθεί εάν ο ήρωάς τους αλλάζει, όπως πρέπει να συμβαίνει πάντα σε μια ταινία. Όσο βαθαίνει η συναισθηματική εμπλοκή του με την ιστορία που αφηγείται, τόσο μεγαλώνουν οι αμφιβολίες του περί του αν καταφέρνει να κινηθεί στις ράγες του εγχειριδίου που κρατάει στα χέρια του. Τα ευθύβολα ερωτήματα που θέτει ο Φιλντ απλώνουν ένα πέπλο αβεβαιότητας γύρω από την προσπάθεια του Νικήτα, που προσπαθεί παράλληλα να λαμβάνει υπόψη και τις ρητές απαιτήσεις του παραγωγού.
Οι δύο δημιουργοί προσπαθούν να «χωρέσουν» και το κουίρ στοιχείο μέσα στην ταινία, διερωτώμενοι εάν αυτό είναι κάτι εφικτό. Ενώ η ταινία τους ξεκινά με τον χωρισμό, η ανασφάλεια τους οδηγεί στην εναλλακτική οδό της έναρξης με ένα πλάνο από το πανηγυρικό κλίμα του pride. Σε ένα άλλο σημείο οι ήρωες αναρωτιούνται εάν θα μπορούσε η ταινία τους να έχει πολύ γκέι σεξ και μέχρι ποιο βαθμό θα ήταν ανεκτό. Με έντονο χιούμορ και αυτοαναφορικότητα, ο Μαυροειδής σχολιάζει τα κακώς κείμενα της δημιουργικής διαδικασίας αλλά και τα τυχόν εμποδία που ορθώνονται για ένα ποιοτικό κουίρ σινεμά όταν η κινηματογραφική «γλώσσα» και οι «κανόνες» του σινεμά είναι τόσο ετεροκανονικά προσδιορισμένοι.
Τρυφερό σινεμά
Ο Μαυροειδής πάντως, δημιουργώντας δύο ισότιμους ήρωες στη δική του ταινία, ξεφεύγει από τον κανόνα που θέλει έναν κεντρικό ήρωα σε κάθε σενάριο. Κάποιες συμβάσεις όμως είναι αξιοποιήσιμες. Η πλοκή, επομένως, θα κινηθεί με τις συγκρούσεις, ένα ακόμα κομβικό στοιχείο κάθε είδους αφήγησης. Ο Νικήτας και ο Δημοσθένης διαφωνούν και οι ερμηνείες τους σχετικά με το παρελθόν αποκλίνουν. Καθώς κλιμακώνουν και οι δύο «ταινίες», ο νοηματικός πυρήνας και των δύο αποκαλύπτεται, προσφέροντας συγκινήσεις και στα δύο επίπεδα.
Η ταινία του Μαυροειδή καταφέρνει να διαρρήξει τα κλισέ, αποφεύγει τα δράματα και τις εξομολογήσεις και υμνεί με τον πιο τρυφερό τρόπο την ανδρική γκέι φιλία.
Μπορεί ο φιλόδοξος Νικήτας να αναζητά στον Ξαβιέ Ντολάν το πρότυπό του και η μουσική σκηνή που παρεμβάλλεται στην αφήγηση να παραπέμπει στο σινεμά του Πέδρο Αλμοδόβαρ, όμως το σενάριό που γράφει (μέσα στο σενάριο που επεξεργάζεται στο παρόν της αφήγησης) συνομιλεί με αυτούς τους σημαντικούς γκέι δημιουργούς και θεματικά, καθώς περιστρέφεται γύρω από την έννοια της απώλειας, της εγκατάλειψης και του τραύματος.
Η ταινία του Μαυροειδή, από την άλλη, καταφέρνει να διαρρήξει τα κλισέ, αποφεύγει τα δράματα και τις εξομολογήσεις και υμνεί με τον πιο τρυφερό τρόπο την ανδρική γκέι φιλία. Οι δύο ηθοποιοί, μάλιστα, ο Γιώργος Τσιαντούλας και ο Ανδρέας Λαμπρόπουλος είναι τόσο ταιριαστοί που είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι δεν ερμηνεύουν βασισμένοι στη δική τους φιλία. «Το Καλοκαίρι της Κάρμεν» είναι ένα ζωντανό και πηγαία διασκεδαστικό έργο, που δε φοβάται να αναμείξει την ευαισθησία του με μια φρέσκια και απελευθερωμένη καλλιτεχνική ματιά.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.