Για τη συναυλία με τη Συμφωνική Ορχήστρα Τσαϊκόφσκι υπό τη διεύθυνση του Vladimir Fedoseyev, η οποία παρουσιάστηκε στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Της Χρύσας Στρογγύλη
Λόγω της εξάντλησης των εισιτηρίων για τη συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας Τσαϊκόφσκι στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού βρεθήκαμε εκεί στην έκτακτη συναυλία της 26ης Ιουνίου, που παρά λίγο να ακυρωθεί λόγω της αστάθειας του καιρού. Παρουσιάστηκαν αποκλειστικά έργα Τσαϊκόφσκι με μαέστρο τον Βλαντιμίρ Φεντοσέγιεφ και τη ρωσίδα πιανίστα Βαρβάρα Νεπομνύσκαγια σολίστ στο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ.1, έργο 23.
Ρομαντική πανδαισία
Η ταλαντούχα και πολυβραβευμένη πιανίστρια Βαρβάρα Νεπομνύσκαγια φάνηκε να μην επηρεάζεται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και μας χάρισε μια μοναδική, παθιασμένη εκτέλεση αυτού του έργου που γράφτηκε στο αποκορύφωμα του ρομαντισμού και είναι γεμάτο από συναισθήματα και εικόνες.
Η συναυλία ξεκίνησε με το Ιταλικό Καπρίτσιο, σύνθεση του 1880, μια συρραφή από παραδοσιακούς ιταλικούς σκοπούς και μελωδίες που ο συνθέτης άκουσε στους δρόμους της Ρώμης κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο καρναβάλι εκείνης της χρονιάς. Συμπεριέλαβε ακόμα και ένα σάλπισμα κοντινής στρατιωτικής φρουράς. Θα έλεγε κανείς πως η ερμηνεία του έργου ήταν ελαφρώς υποτονική, χωρίς υπερβολικές χρωματικές εξάρσεις, «στρογγυλοποιημένη» και εκτελεσμένη «εκ του ασφαλούς», ενώ συντηρητική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η διεύθυνση του μαέστρου. Ενδεχομένως να δικαιολογείται η διάθεση αυτή λόγω της ανασφάλειας για μια επικείμενη νεροποντή.
Στη συνέχεια, η ορχήστρα εκτέλεσε το Κοντσέρτο για Πιάνο και Ορχήστρα αρ.1 σε σι ύφεση ελάσσονα. Το δημοφιλές, αριστουργηματικό αυτό έργο του σπουδαίου Ρώσου αποτελείται από τρία μέρη: είναι χαρακτηριστική η εισαγωγή του πρώτου μέρους (Allegro non troppo e molto maestoso – allegro con spirito) με τα κόρνα σε πρώτο πλάνο και στη συνέχεια με τις εντυπωσιακές συγχορδίες του πιάνου. Λέγεται πως τη βασική μελωδία αυτού του μέρους την άκουσε ο συνθέτης από έναν τυφλό ζητιάνο σε κάποιον δρόμο του Κιέβου. Το δεύτερο μέρος (Αndantino semplice – prestissimo) βασίζεται σε μια ρώσικη ήρεμη λαϊκή μελωδία και σε ένα παλιό γαλλικό τραγούδι που τραγουδιόταν από τα μέλη της οικογένειας Τσαϊκόφσκι. Στο τρίτο μέρος (Αllegro con fuoco) η μελωδία εξελίσσεται πάνω σε ένα λαϊκό ουκρανικό τραγούδι και καταλήγει σε έναν επιβλητικό ύμνο με χορευτικά στοιχεία. Η ταλαντούχα και πολυβραβευμένη πιανίστρια Βαρβάρα Νεπομνύσκαγια φάνηκε να μην επηρεάζεται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και μας χάρισε μια μοναδική, παθιασμένη εκτέλεση αυτού του έργου που γράφτηκε στο αποκορύφωμα του ρομαντισμού και είναι γεμάτο από συναισθήματα και εικόνες. Παρά την αρτιότητα της εκτέλεσης, η ορχήστρα πλαισίωσε την σολίστ με μετρημένη εκφραστικότητα.
Αποσπάσματα μπαλέτου
Ο μαέστρος έδινε την εντύπωση ότι διευθύνει ορχήστρα που συνοδεύει μπαλέτο, με συγκρατημένα tempi, χωρίς ιδιαίτερη τόλμη ή πρωτοτυπία στην εκτέλεση και χωρίς τη συγκρότηση και τον δυναμισμό που θα έπρεπε να έχει η εκτέλεση ενός αμιγώς συμφωνικού έργου.
Το προγραμματισμένο διάλειμμα δεν πραγματοποιήθηκε και η ορχήστρα αμέσως πέρασε στο δεύτερο μέρος, εκτελώντας αποσπάσματα από τα μπαλέτα Καρυοθραύστης, Ωραία Κοιμωμένη και Η λίμνη των κύκνων. Μια έκτακτη βροχή διήρκησε για λίγα λεπτά αλλά η ορχήστρα συνέχισε να παίζει, παρά το ορατό ενδεχόμενο πρόκλησης ζημιάς στα μουσικά όργανα. Η διεύθυνση του Φεντοσέγιεφ ήταν λακωνική και υπαινικτική. Ο μαέστρος έδινε την εντύπωση ότι διευθύνει ορχήστρα που συνοδεύει μπαλέτο, με συγκρατημένα tempi, χωρίς ιδιαίτερη τόλμη ή πρωτοτυπία στην εκτέλεση και χωρίς τη συγκρότηση και τον δυναμισμό που θα έπρεπε να έχει η εκτέλεση ενός αμιγώς συμφωνικού έργου.
Το γεγονός ότι επιλέχθηκαν τόσο λαοφιλή και πολυπαιγμένα έργα ίσως να μην αποτέλεσε ιδιαίτερη πρόκληση για μια ορχήστρα τόσο σπουδαία και τόσο δραστήρια. Η αμηχανία της ατμόσφαιρας αποτυπώθηκε και στην όλη συμπεριφορά της ορχήστρας, που δεν φαινόταν αποφασισμένη σχετικά με το αν θα συνέχιζε ή όχι τη συναυλία. Υπήρχαν αναλαμπές ταμπεραμέντου και έντονης κινητικότητας, αλλά η γενική αίσθηση που αναδιδόταν ήταν νωχελική. Ευτυχώς που οι ονειρικές και εμπνευσμένες μελωδίες του Τσαϊκόφσκι μαγεύουν και συγκινούν υπό οιεσδήποτε συνθήκες τους λάτρεις του.
Μια ιστορική ορχήστρα, ένας ξεχωριστός μαέστρος
Τόλμησε αρκετές φορές να εντάξει στους κόλπους της λαϊκά και παραδοσιακά όργανα, με μεγάλη επιτυχία, δεδομένου του ότι ο ίδιος σπούδασε μπαγιάν στο Λένινγκραντ και ακορντεόν στη Μόσχα.
Η Συμφωνική Ορχήστρα Τσαϊκόφσκι της Μόσχας ιδρύθηκε το 1930 και ήταν η πρώτη συμφωνική ορχήστρα της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και η πρώτη που ερμήνευσε διεθνές ρεπερτόριο εκτός ΕΣΣΔ. Πολλοί σπουδαίοι συνθέτες τής έχουν εμπιστευτεί την πρώτη εκτέλεση των έργων τους (Χατσατουριάν, Προκόφιεβ, Σοστακόβιτς, Σβιρίντοφ) ενώ πλέον η φήμη της για την ξεχωριστή μέριμνα των έργων του Τσαϊκόφσκι είναι διεθνής.
Καλλιτεχνικός διευθυντής της ορχήστρας από το 1974 –όταν ονομαζόταν Ορχήστρα της Σοβιετικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης– μέχρι σήμερα παραμένει ο Βλαντιμίρ Φεντοσέγιεφ. Γεννημένος το 1932 στο Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη), ο σπουδαίος μαέστρος ανέλαβε τα ηνία της ορχήστρας και μέσω του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης την κατέστησε αμέσως δημοφιλή. Τόλμησε αρκετές φορές να εντάξει στους κόλπους της λαϊκά και παραδοσιακά όργανα, με μεγάλη επιτυχία, δεδομένου του ότι ο ίδιος σπούδασε μπαγιάν στο Λένινγκραντ και ακορντεόν στη Μόσχα, στο Ωδείο της οποίας έκανε και μεταπτυχιακές σπουδές στη διεύθυνση ορχήστρας. Έδωσε συναυλίες σε πολλές πόλεις της Ρωσίας και επέλεξε μουσικούς από μικρές και απομακρυσμένες πόλεις που δεν είχαν οικονομική άνεση, δίνοντάς τους την ευκαιρία να ενταχθούν στην ορχήστρα. Ο Φεντοσέγιεφ συνεργάζεται με πολλές όπερες του εξωτερικού. Από το 1997 έως το 2005 υπήρξε ο κύριος μαέστρος της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βιέννης, ενώ από το 1997 είναι μόνιμος προσκεκλημένος μαέστρος στην όπερα της Ζυρίχης. Υπήρξε ο Πρώτος Μόνιμος Φιλοξενούμενος Μαέστρος της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Τόκιου ενώ διετέλεσε και καλλιτεχνικός διευθυντής της Σκάλας του Μιλάνου.
* Η ΧΡΥΣΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ είναι μουσικός και εκπαιδευτικός.