
Παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα του μιούζικαλ Ερωτόκριτος σε σύνθεση Δημήτρη Μαραμή, σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου και παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, την Πέμπτη 5 Μαΐου 2017 στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ).
Του Φραγκίσκου Κοντορούση
Μπλουζ και ροκ στην υπηρεσία του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου
Ο κ. Δημήτρης Μαραμής αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το πρωτότυπο κείμενο του Κορνάρου, μη ακολουθώντας την αυστηρή γραμμική εξέλιξη της πλοκής, αλλά επιλέγοντας σκόρπιους στίχους και δημιουργώντας σκηνές που δεν υπάρχουν στο πρωτότυπο, προκειμένου να δημιουργηθούν ντουέτα, τρίο και κουαρτέτα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το αριστούργημα των δέκα χιλιάδων στίχων του Βιντσέντζου Κορνάρου μελοποιείται και παρουσιάζεται, είτε επί σκηνής είτε ηχογραφημένα. Καταγράφονται, ήδη από το 1929, τουλάχιστον οκτώ διαφορετικές οπερατικές και θεατρικές διασκευές του. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στην ιστορική παράσταση του 1965 από το Ελληνικό Χορόδραμα σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη, χορογραφία Ραλλούς Μάνου και σκηνικά/κοστούμια Δημήτρη Μυταρά. Το 1976, ο σπουδαίος Νίκος Ξυλούρης ολοκληρώνει τη (δημοφιλέστατη μέχρι σήμερα) ηχογράφηση του «Ερωτόκριτου» σε ενορχήστρωση Χριστόδουλου Χάλαρη.
Ο κ. Δημήτρης Μαραμής αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το πρωτότυπο κείμενο του Κορνάρου, μη ακολουθώντας την αυστηρή γραμμική εξέλιξη της πλοκής, αλλά επιλέγοντας σκόρπιους στίχους και δημιουργώντας σκηνές που δεν υπάρχουν στο πρωτότυπο, προκειμένου να δημιουργηθούν ντουέτα, τρίο και κουαρτέτα. Δεν διαφοροποίησε ωστόσο τη θεματική του έργου και την εξέλιξη του μύθου. Οι επιλογές που έγιναν παρήγαγαν ένα «νέο» έργο, αυτόνομο στη δομή και την εξέλιξή του.
Επενδύοντας μουσικά τους στίχους που επέλεξε ή δημιούργησε, ο κ. Μαραμής ακολούθησε εντελώς διαφορετική προσέγγιση σε σχέση με την πολύ γνωστή, ρυθμικά και μελωδικά, παραδοσιακή μελοποίηση. Η Α’ πράξη του έργου βασίστηκε κυρίως στην πεντατονική κλίμακα και στη ρυθμική αγωγή και αρμονία των μπλουζ. Η πράξη έκλεισε με το ντουέτο του αποχωρισμού, το μοναδικό απόσπασμα του μιούζικαλ που διακριτικά «κλείνει το μάτι» στην παραδοσιακή μελοποίηση και το οποίο οδηγεί μουσικά στη Β’ πράξη, απαρτισμένη κυρίως από στοιχεία της παραδοσιακής ελληνικής αλλά και της ροκ μουσικής.
Η μουσική προσέγγιση του κ. Μαραμή αποδείχθηκε λειτουργική κυρίως στη Β’ πράξη, αφού ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, τουλάχιστον στην αντίληψη του ελληνικού κοινού, αποζητά εκ των πραγμάτων το ακανόνιστο μέτρο των 5/8 και 7/8, ενώ η ενσωμάτωση των ροκ στοιχείων λειτούργησε ως υφολογική συμβολή στο νεαρό της ηλικίας των ηρώων αλλά και στη συνολική «εφηβική» διάθεση του έργου. Αντίθετα, ο μπλουζ χαρακτήρας της Α’ πράξης, αν και έδεσε απρόσμενα καλά με την κρητική εκφορά του λόγου, δεν υποστήριξε ικανοποιητικά το νόημα του κειμένου και την ατμόσφαιρα που επέλεξε ο σκηνοθέτης της παράστασης.
Το έργο ανέδειξε τις ενορχηστρωτικές ικανότητες του συνθέτη, καθώς και τον επαρκέστατο χειρισμό των πλούσιων αρμονικών και ρυθμικών ιδεών. Ωστόσο, η στατικότητα των μελωδικών γραμμών και η συχνή επανάληψή τους μάλλον κούρασαν, ιδίως στο Α΄ μέρος.
Άρτια παράσταση, φρέσκα πρόσωπα
Ο κ. Ρήγος έστησε ένα λιτό, σκοτεινό, εξαιρετικά λειτουργικό σκηνικό, με σκάλες και πλατφόρμες που κινούνταν στις δύο διαστάσεις της σκηνής, αναδομώντας συνεχώς τον χώρο.
Ο κ. Ρήγος έστησε ένα λιτό, σκοτεινό, εξαιρετικά λειτουργικό σκηνικό, με σκάλες και πλατφόρμες που κινούνταν στις δύο διαστάσεις της σκηνής, αναδομώντας συνεχώς τον χώρο. Έδωσε στους σολίστ και στους χορωδούς εντολές για συνεχείς αντιστικτικές κινήσεις, που δεν κούρασαν το κοινό, αν και οι τοποθετήσεις των χορωδών ενίοτε αποδυνάμωναν την έντασή τους καλύπτοντας το τραγούδι πίσω από τον όγκο της ορχήστρας. Ευφυές εύρημα αποδείχθηκε η ζωντανή χρήση κάμερας για την διαρκή προβολή στο φόντο της σκηνής των δρώμενων και, κυρίως, των εκφράσεων των πρωταγωνιστών.
Τα κοστούμια του κ. Σαγρεδάκη, σύγχρονα αλλά με στοιχεία του παρελθόντος, υπηρέτησαν τη συνολική σκηνοθετική σύλληψη. Ευθεία αναφορά στα δημοφιλέστατα μιούζικαλ του παλιού ελληνικού κινηματογράφου αποτέλεσανι επιλογές κστουμιών του Ρήγα και της Νένας. Έξοχοι οι φωτισμοί του κ. Τζιόγκα.
Ο κ. Βουτσικάκης (Ερωτόκριτος) και ο κ. Βελισσάρης (Πολύδωρος) υποστήριξαν τον ρόλο τους, βασισμένοι κυρίως στη δροσιά του νεανικού τους παρουσιαστικού και στις τονικά σωστές τους τοποθετήσεις. Η κα. Σάττι (Αρετούσα) μας έδειξε ότι διαθέτει και υποκριτικό ταλέντο, εκτός από σωστή φωνή, αφού κατάφερε να συγκινήσει το κοινό θρηνώντας τον Ερωτόκριτο. Η κα. Φόρτη (Νένα) ήταν ίσως η μουσικά πιο στέρεη παρουσία, στηριζόμενη στην σημαντική της εμπειρία, ενώ ο κ. Μαυρογένης (Ρήγας) υπηρέτησε με επιτυχία ίσως τον πιο αμήχανο και μουσικά ασαφή ρόλο του έργου. Αξίζει πάντως να σχολιάσουμε πως ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός των μιούζικαλ που ανεβαίνουν, καταδεικνύει την ανάγκη να συστηματοποιηθούν και στη χώρα μας οι σπουδές στο συγκεκριμένο θεατρικό είδος.
Τέλος, τα δύο σύνολα (φωνητικό και οργανικό) λειτούργησαν με εξαιρετικό συγχρονισμό, χωρίς λάθη και με αρκετό κέφι. Συνολικά, μια τεχνικά άρτια παράσταση, ένα φρέσκο σε ιδέες και πρωταγωνιστές μιούζικαλ, μια καλή αρχή για την Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο ΚΠΙΣΝ.
Ποιο είναι το genre;
Το να παραμείνεις πιστός σε ένα λογοτέχνημα δεν σημαίνει εξ ορισμού πως θα προδώσεις την τέχνη της μουσικής σύνθεσης, κάθε άλλο, ωστόσο η άντληση πρώτης ύλης από διαφορετικά είδη και στυλ κατά κανόνα παράγει ένα δυνατό σκηνικό αποτέλεσμα, που δημιουργεί μια εγχώρια παράδοση σ’ αυτό το νέο είδος.
Το σημείωμα του συνθέτη στο πρόγραμμα της παράστασης μας επισημαίνει οπερατικά στοιχεία που συναντώνται στο έργο: «Μιούζικαλ με δομή όπερας», «λάιτμοτίφ», «λιμπρέτο». Γνώμη μας είναι ότι η, έστω και έμμεση, προσπάθεια να μεταβαπτισθεί το μιούζικαλ σε όπερα καταλήγει στο να το αδικεί. Συνθέτες εκτός «πεδίου» όπερας σε όλον τον κόσμο συχνά δανείζονται το μελοδραματικό στοιχείο και το πομπώδες ύφος από έργα του λυρικού θεάτρου, χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν το γεγονός πως η όπερα βασίζεται κυρίως στη μουσική, ενώ το μουσικό θέατρο κυρίως στον λόγο. Έτσι, με ένα λιμπρέτο αρκετά περίπλοκο και λογοτεχνικά καταξιωμένο (όπως είναι η περίπτωση του «Ερωτόκριτου» ή της «Φόνισσας» , φερ’ ειπείν), μεταφέρουν σε διαφορετικό ύφος τις επιρροές τους από την όπερα και αφηγούνται τη γνωστή από τη λογοτεχνία ιστορία με πιο ακαδημαϊκό τρόπο. Εξ ορισμού κανένα από τα δυο είδη δεν είναι ανώτερο, άρα το ζήτημα δεν είναι η ιεράρχηση: για παράδειγμα, η «Κάρμεν» του Μπιζέ ή οι «Παλιάτσοι» του Λεονκαβάλο αγαπήθηκαν από ευρύ και αμφιβόλως μουσικά καλλιεργημένο κοινό, ενώ πάλι κάποια μιούζικαλ παρέμειναν δύσληπτα και προϋπέθεταν υψηλό ποσοστό μουσικής παιδείας. Ούτε, από την άλλη, ο περίπλοκος χαρακτήρας της μουσικής σύνθεσης αποτελεί προνόμιο της όπερας, όπως θα το αποδείκνυε περίτρανα το παράδειγμα του Άντριου Λόιντ Ουέμπερ ή του Μπέρνσταϊν. Ή ίδια η φύση των στίχων, το μουσικό ύφος των τραγουδιών, το θεματολογικό περιεχόμενο, η ενορχήστρωση και η περιπλοκότητα της όλης σύνθεσης μάλλον θα έπρεπε να είναι τα κριτήρια ποιότητας, και όχι το genre. Το να παραμείνεις πιστός σε ένα λογοτέχνημα δεν σημαίνει εξ ορισμού πως θα προδώσεις την τέχνη της μουσικής σύνθεσης, κάθε άλλο, ωστόσο η άντληση πρώτης ύλης από διαφορετικά είδη και στυλ (παραδοσιακή μουσική, σύγχρονη κλασική μουσική, ατονάλ μοντερνισμός, πανκ, κ.ο.κ. ) κατά κανόνα παράγει ένα δυνατό σκηνικό αποτέλεσμα, που δημιουργεί μια εγχώρια παράδοση σ’ αυτό το νέο είδος. Ας μην ξεχνάμε πως και τα δύο (όπερα και μουσικό θέατρο) είναι σκηνικά δρώμενα και κρίνονται ως τέτοια. Τηρουμένων των αναλογιών, λοιπόν, το διασκεδαστικό και δροσερό μιούζικαλ του κύριου Μαραμή όπερα σαφώς δεν είναι. Και θα ήταν άδικο για το ίδιο να κριθεί ως τέτοια.
* Ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΚΟΝΤΟΡΟΥΣΗΣ είναι καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών της Μουσικής.