Για την όπερα του George Friderick Händel «Αλτσίνα», με την ορχήστρα «Οι Μουσικοί της Καμεράτας» σε σκηνοθεσία και μουσική διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου, η οποία παρουσιάστηκε στις 6 Ιουλίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Η όπερα θα παρουσιαστεί ξανά την Παρασκευή 12 Ιουλίου στον ίδιο χώρο.
Της Χρύσας Στρογγύλη
Φωτογραφίες © Θωμάς Δασκαλάκης
Το καλοκαιρινό μας ραντεβού με την ορχήστρα «Οι Μουσικοί της Καμεράτας» πραγματοποιήθηκε και αυτή τη χρονιά, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού το Σάββατο 6 Ιουλίου.
Ο πολυτάλαντος και καλλιτεχνικά ανήσυχος διευθυντής της Καμεράτα Γιώργος Πέτρου –σε ρόλο όχι μόνο μαέστρου αλλά και σκηνοθέτη– μετά το ανέβασμα των μιούζικαλ "Kiss me Kate", "West Side Story", "Sweeney Todd" και "Company" αποφάσισε να επιστρέψει στο είδος που τόσο καλά γνωρίζει, την όπερα του 18ου αιώνα.
Η Καμεράτα ερμήνευσε την όπερα Αλτσίνα (1735) του Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ, με μαέστρο τον Γιώργο Πέτρου και με την παγκοσμίου φήμης σοπράνο Μυρτώ Παπαθανασίου στον κεντρικό ρόλο.
Ο πολυτάλαντος και καλλιτεχνικά ανήσυχος διευθυντής της Καμεράτα Γιώργος Πέτρου –σε ρόλο όχι μόνο μαέστρου αλλά και σκηνοθέτη– μετά το ανέβασμα των μιούζικαλ Kiss me Kate, West Side Story, Sweeney Todd και Company αποφάσισε να επιστρέψει στο είδος που τόσο καλά γνωρίζει, την όπερα του 18ου αιώνα. Επέλεξε την Αλτσίνα, έργο που ανέβηκε για πρώτη φορά το 1735 στο Λονδίνο με μεγάλη επιτυχία, αλλά δεν παρουσιάστηκε ξανά από το 1738 μέχρι το 1928, όταν ανακαλύφθηκε στη Λειψία της Γερμανίας. Ο Γιώργος Πέτρου έκανε πετυχημένη επιλογή και φάνηκε πως κατέχει το είδος αυτό σε βάθος. Έχει κερδίσει πολλά διεθνή βραβεία, ενώ από το 2021 θα αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Διεθνούς Φεστιβάλ Χέντελ του Γκέτινγκεν, στη Γερμανία.
Μια… μπαρόκ υπόθεση
Η υπόθεση της όπερας εκτυλίσσεται πάνω στο νησί της Αλτσίνα, μιας μάγισσας η οποία σαγηνεύει τους ιππότες που φτάνουν εκεί και στη συνέχεια τους μεταμορφώνει σε ζώα, πέτρες, βράχους, φυτά. Ένας νεαρός, ο Ομπέρτο, ψάχνει τον πατέρα του Αστόλφο. Αργότερα αποκαλύπτεται πως είναι ένας από τους ιππότες που η μάγισσα έχει μεταμορφώσει σε λιοντάρι. Η Αλτσίνα έχει ερωτευτεί τον Ρουτζέρο, ένα πολεμιστή που, μαγεμένος από τα ξόρκια της, έχει ξεχάσει το στρατιωτικό του καθήκον και έχει εγκαταλείψει την αγαπημένη του Μπρανταμάντε. Η Μπρανταμάντε, μεταμορφωμένη σε άντρα με το όνομα Ρικάρντο, μαζί με τον Μελίσσο, αναζητούν τον Ρουτζέρο. Πέφτουν όμως στα ερωτικά δίχτυα της αδερφής της Αλτσίνα, της Μοργκάνα, η οποία ερωτεύεται τον Ρικάρντο, εγκαταλείποντας τον προηγούμενο εραστή της, Ορόντε. Η Μπρανταμάντε, μεταμφιεσμένη σε Ρικάρντο, ανταποκρίνεται στην Μοργκάνα ελπίζοντας ότι θα την βοηθήσει να έχει πρόσβαση στον Ρουτζέρο. Όμως, με το μαγικό ξόρκι του Μελίσσο, ο Ρουτζέρο συνειδητοποιεί την πραγματικότητα και απελευθερώνεται από την επιρροή της Αλτσίνα. Μπρανταμάντε, Μελίσσο και Ρουτζέρο σχεδιάζουν όχι μόνο την απόδρασή τους αλλά και την απελευθέρωση των μεταμορφωμένων ιπποτών. Οι μαγικές δυνάμεις της Αλτσίνα την εγκαταλείπουν και τα πνεύματα του Κάτω Κόσμου της αρνούνται την υπακοή τους. Όλα τα προηγούμενα θύματά της ανακτούν την αρχική τους μορφή, ο μικρός Ομπέρτο βρίσκει τον πατέρα του Αστόλφο, το νησί ερημώνει και η Αλτσίνα μένει μόνη, εγκαταλελειμμένη από όλους.
Το παρελθόν και το παρόν μέσα σε κατάφυτο σκηνικό
Ενώ το έργο προχωρά και η Αλτσίνα και η Μοργκάνα χάνουν τις μαγικές δυνάμεις τους, κι εκείνες πλέον εμφανίζονται στη σκηνή με λιγότερο μεγαλοπρεπή ρούχα, που θα μπορούσαν να είναι σημερινά.
Το σκηνικό της όπερας ήταν σταθερό και αποτελούνταν από μια κεντρική μεγάλη θύρα –από την οποία έμπαιναν κι έβγαιναν στη σκηνή οι κεντρικοί χαρακτήρες– και από διάσπαρτα καταπράσινα αληθινά φυτά και δέντρα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της όπερας, δεξιά κι αριστερά από τη σκηνή έβγαιναν καπνοί που χρησιμοποιήθηκαν προφανώς για να δώσουν μυστηριακή ατμόσφαιρα δάσους, όμως στην πραγματικότητα συχνά δυσκόλευαν τους θεατές στην ανάγνωση των υπερτίτλων.
Ο σκηνοθέτης μαζί με τη σκηνογράφο/ενδυματολόγο Γεωργίνα Γερμανού οδηγήθηκαν σε έντονα συμβολικές ενδυματολογικές επιλογές και πάντρεψαν δύο εποχές, το χθες με το σήμερα, όχι χάριν εντυπωσιασμού ή πρωτοτυπίας, αλλά με σαφή στοχοθεσία. Οι χαρακτήρες που κατοικούσαν στο νησί, δηλαδή η Αλτσίνα και ο εραστής της Ρουτζέρο, η Μοργκάνα και ο εραστής της Ορόντε, φορούσαν ρούχα εποχής και κινούνταν στυλιζαρισμένα με μπαρόκ θεατρική κινησιολογία. Οι αιχμάλωτοι μεταμορφωμένοι ιππότες της Αλτσίνα φορούσαν μαύρες κελεμπίες και είχαν μάσκες, ανάλογα με τη μεταμόρφωσή τους, ιδέα ιδιαίτερα έξυπνη. Η μεγάλη αντίθεση όμως φάνηκε στις ενδυματολογικές επιλογές των επισκεπτών του νησιού, Μπρανταμάντε και Μελίσσο, που επεδίωκαν να σώσουν τον Ρουτζέρο. Ήταν ντυμένοι με στολή κομάντο, σαν σημερινοί στρατιώτες επικίνδυνων αποστολών, με σύγχρονα όπλα. Όταν ο Ρουτζέρο «ξυπνά» από τον λήθαργό του και συνεργεί μαζί τους για την απόδρασή τους, απαλλάσσεται από τα μπαρόκ ρούχα του και μετατρέπεται και αυτός σε σύγχρονο στρατιώτη. Ενώ το έργο προχωρά και η Αλτσίνα και η Μοργκάνα χάνουν τις μαγικές δυνάμεις τους, κι εκείνες πλέον εμφανίζονται στη σκηνή με λιγότερο μεγαλοπρεπή ρούχα, που θα μπορούσαν να είναι σημερινά. Το εφεύρημα αυτών των ενδυματολογικών επιλογών δεν ήταν ούτε άσκοπο, όμως, το να εκτυλίσσονται οι διαμάχες επάνω στη σκηνή με σπαθί και με πιστόλι ταυτόχρονα, φάνηκε αλλόκοτο.
Μια Αλτσίνα πολλών αποχρώσεων
Τεχνικά άψογη, με εξαιρετικό έλεγχο των δυναμικών της και με έκταση ισχυρή τόσο στις χαμηλές όσο και στις υψηλές φωνητικές της περιοχές. [...] Ειδικά στο δεύτερο μέρος της όπερας η Μυρτώ Παπαθανασίου ήταν σαν να έπαιρνε τους θεατές από το χέρι, με την αιθέρια φωνή της, και τους έβαζε στον κόσμο της Αλτσίνα, μετατρέποντάς τους σε μαγεμένους «υπηκόους» της.
Ό,τι κι αν πει κανείς για τα σκηνικά, τα κοστούμια ή τη σκηνοθεσία, γεγονός είναι πως η απαράμιλλη ερμηνεία της Μυρτώς Παπαθανασίου είναι εγγύηση επιτυχίας και η συγκίνηση που μετέδιδε επισκιάζει κάποιες αντιρρήσεις στο στήσιμο της παράστασης. Η μοναδική αυτή ερμηνεύτρια συγκλόνισε στον ρόλο της μάγισσας Αλτσίνα. Οι φωνητικές της αρετές είναι αδιαμφισβήτητες. Τεχνικά άψογη, με εξαιρετικό έλεγχο των δυναμικών της και με έκταση ισχυρή τόσο στις χαμηλές όσο και στις υψηλές φωνητικές της περιοχές. Η ερμηνευτική της δεινότητα οφείλεται σε μελέτη της κάθε λεπτομέρειας. Φωνητικά ήταν ποικιλμένη με πολλές αποχρώσεις: άλλοτε δαιμόνια, γητεύτρα, εκδικητική, και άλλοτε πληγωμένη, ερωτευμένη και ευαίσθητη. Συγκλονιστική στην άρια «Ah! miocor», στο τέλος του πρώτου μέρους και στην άρια «Mi restano le lagrime», όταν πια νιώθει πληγωμένη και νικημένη. Ειδικά στο δεύτερο μέρος της όπερας η Μυρτώ Παπαθανασίου ήταν σαν να έπαιρνε τους θεατές από το χέρι, με την αιθέρια φωνή της, και τους έβαζε στον κόσμο της Αλτσίνα, μετατρέποντάς τους σε μαγεμένους «υπηκόους» της.
Στον ρόλο του Ρουτζέρο απολαύσαμε τη διακεκριμένη μέτζο σοπράνο Μαίρη Έλεν Νέζη, σε ρόλο αντρικό που γράφτηκε για τον θρυλικό καστράτο Γκαρεστίνι. Υποκριτικά η Νέζη ενσωματώθηκε πλήρως με τον αντρικό ρόλο του ερωτευμένου, μαγεμένου στρατιώτη και εντυπωσίασε με τη μεστή φωνή της, ειδικά στις χαμηλές. Απολαύσαμε επίσης στον ρόλο της Μοργκάνα τη γνωστή σοπράνο Μυρσίνη Μαργαρίτη, με την οποία ο Γιώργος Πέτρου έχει συνεργαστεί πολλές φορές στο παρελθόν. Η γλυκιά της χροιά, η σχολαστική διαχείριση της φωνής, ανέδειξε τις πιο λεπτές αποχρώσεις του ρόλου της, καθώς και η ιδιοσυγκρασιακή ερμηνεία της ερωτοτροπούσας Μοργκάνα, άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Εξαιρετική και υπερευαίσθητη στην άρια «Credete al mio dolore». Η Μπενεντέτα Ματσουκάτο στο ρόλο της Μπρανταμάντε ήταν αρκετά καλή, ενώ ο Γιάννης Καλύβας στον ρόλο του Ορόντε είχε αστάθειες και κάποιες αρρυθμίες στον συντονισμό του με την ορχήστρα. Εντυπωσιακή η στεντόρεια φωνή του βαρύτονου Πέτρου Μαγουλά στον ρόλο του Μελίσσο και εξαιρετική η Θεοδώρα Μπάκα στο ρόλο του Ομπέρτο.
Η Καμεράτα στην αγαπημένη της εποχή: το μπαρόκ
Στα γρήγορα μέρη είχε έντονο ρυθμό και σφρίγος, στα αργά μέρη περίσσια ευαισθησία.
Η ορχήστρα «Οι Μουσικοί της Καμεράτας» έπαιζε μέσα στα δικά της «χωρικά ύδατα». Ορχήστρα εξειδικευμένη στο μπαρόκ, αν και εντυπωσίασε στο παρελθόν ερμηνεύοντας σύγχρονα μιούζικαλ, ξεχωρίζει πολύ περισσότερο κάθε φορά που καταπιάνεται με έργο της μπαρόκ εποχής – είναι το στιλ που ξέρει καλύτερα και της ταιριάζει. Μάλιστα, υπό την μπαγκέτα του Γιώργου Πέτρου, κάνει θαύματα. Παίζοντας με όργανα εποχής, απέδωσε μοναδικά την όπερα του Χέντελ, μεταφέροντάς μας νοερά στην αυλή ενός παλατιού του 18ου αιώνα. Στα γρήγορα μέρη είχε έντονο ρυθμό και σφρίγος, στα αργά μέρη περίσσια ευαισθησία, επιλέγοντας ίσως μια πιο ρομαντική και αιθέρια ερμηνεία από όσο αρμόζει στην εποχή αλλά ιδανική για να προκαλέσει στο κοινό της εποχής μας ρίγη συγκίνησης.
* Η ΧΡΥΣΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ είναι μουσικός και εκπαιδευτικός.