Για το μυθιστόρημα του Μόχσιν Χαμίντ «Έξοδος προς δυσμάς» (μτφρ. Αυγούστος Κορτώ, εκδ. Ψυχογιός).
Του Μιχάλη Πιτένη
Η ερωτική ιστορία δύο νέων ανθρώπων, της Νάντιας και του Σαΐντ στο μυθιστόρημα Έξοδος προς δυσμάς του Μόχσιν Χαμίντ ξεκινά σε μια πόλη που δεν βρίσκεται ακόμα σε εμπόλεμη κατάσταση, αλλά που δεν θα αργήσει να μπει, και εξελίσσεται ενόσω ένας εμφύλιος πόλεμος φουντώνει σκορπώντας θύματα και δημιουργώντας κύματα προσφύγων που την εγκαταλείπουν. Το ίδιο θα κάνουν κι οι δύο νέοι, ξεκινώντας το δικό τους ταξίδι προς τη Δύση.
Για τον Χαμίντ το ζητούμενο δεν είναι μια ακόμα περιγραφή της μαρτυρικής πορείας των ξεριζωμένων, αλλά το να δείξει την εσωτερική μετάλλαξη των ηρώων του καθώς βιώνουν στο πετσί τους τις βίαιες και απότομες αλλαγές του κόσμου μέσα στον οποίο κινούνται και λειτουργούν.
Η Νάντια και ο Σαΐντ περνούν με χαρακτηριστική ευκολία από την πόλη τους σε νέα ασφαλή μέρη, όπως και όλοι οι άλλοι πρόσφυγες, χάρη στις φανταστικές πόρτες που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να μεταφέρει τους ήρωές του μέσα σε μια στιγμή μόνο από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη. Και το κάνει καθώς για τον Χαμίντ το ζητούμενο δεν είναι μια ακόμα περιγραφή της μαρτυρικής πορείας των ξεριζωμένων, αλλά το να δείξει την εσωτερική μετάλλαξη των ηρώων του καθώς βιώνουν στο πετσί τους τις βίαιες και απότομες αλλαγές του κόσμου μέσα στον οποίο κινούνται και λειτουργούν.
Μια μετάλλαξη που αρχίζει απ’ τις πρώτες μέρες του πολέμου, όταν αρχικά διαταράσσεται η καθημερινότητα και τα αυτονόητα παύουν να ισχύουν, για να ακολουθήσει η απώλεια συγγενικών προσώπων και η αναπόφευκτη φυγή. Σε όλες τις περιπτώσεις, από την αδυναμία τηλεφωνικής επικοινωνίας μεταξύ τους σε μια πόλη που καταρρέει και αποσυντίθεται έως τον τραγικό χαμό της μητέρας του Σαΐντ που πέφτει νεκρή την ώρα που πασχίζει να μαζέψει ένα σκουλαρίκι της απ’ το κάθισμα του αυτοκινήτου, οι ήρωες δείχνουν να πορεύονται μες στο σκοτάδι, φοβούμενοι πως το επόμενο βήμα τους ίσως είναι ένα βήμα στο κενό. Δεν έχουν όμως την πολυτέλεια να μείνουν ακίνητοι καθώς η μόνη επιλογή τους είναι να πάνε μπροστά, παρόλο που αυτό το «μπροστά» είναι γι’ αυτούς παντελώς άγνωστο και αχαρτογράφητο.
Ο Πακιστανός συγγραφέας, που τα μισά χρόνια της ζωής του τα έζησε στην Αγγλία και τις ΗΠΑ, αποφεύγει να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία για την πόλη όπου συναντιούνται οι δύο νέοι. Δεν χωρά όμως αμφιβολία πως πρόκειται για μια πόλη της Ανατολής, μία απ’ τις πολλές που διαλύθηκαν και ανασκάφτηκαν εξαιτίας κάποιου εμφύλιου πολέμου. Όπως δεν αναφέρει και χρονικό διάστημα. Ούτε η μία ούτε η άλλη πληροφορία θα είχαν να προσθέσουν κάτι το ουσιαστικό. Η ιστορία που αφηγείται είναι μια ιστορία που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά από τότε που υπάρχει ο κόσμος αυτός. Ωστόσο, είναι σημαντικό το ότι εστιάζει στο πώς όλα αυτά τα συνταρακτικά γεγονότα, ο πόλεμος, η απώλεια, η προσφυγιά, η εγκατάσταση σ’ έναν ξένο, άγνωστο τόπο, επηρεάζουν και καθορίζουν τον άνθρωπο.
Αν η Νάντια και ο Σαΐντ παρέμεναν στη γενέτειρά τους και έφτιαχναν εκεί τη ζωή τους, θα ήταν μια άλλη ζωή απ’ αυτή που τους οδηγούν οι συνθήκες να φτιάξουν τελικά. Στην πρώτη περίπτωση θα υπήρχαν και επιλογές. Στη δεύτερη υπάρχει μόνο μια ανάγκη. Η ανάγκη της επιβίωσης. Μια επιβίωση που δεν επιτυγχάνεται χωρίς κάποιο τίμημα και για τους δύο. Αυτό το τίμημα προσπαθεί να αναλύσει ο Χαμίντ καθώς ξεδιπλώνει την ιστορία του, και το πώς καθορίζει τελικά τους ήρωές του σε κάθε τους βήμα. Και το κάνει περιγράφοντας μικρές αλλά χαρακτηριστικές στιγμές της νέας καθημερινότητάς τους, που λειτουργούν σαν τις ψηφίδες που θα συνθέσουν την πλήρη εικόνα τους.
Οι φανταστικές πόρτες του Χαμίντ ανοιγοκλείνουν παντού, στα πιο απίθανα μέρα, ανά πάσα ώρα και στιγμή, φέρνοντας πρόσωπο με πρόσωπο ανθρώπους που, ενώ δεν έχουν κανένα απολύτως κοινό στοιχείο, θα υποχρεωθούν να συμβιώσουν για να επιβιώσουν.
Σ’ αυτήν την εικόνα όμως υπάρχει κάτι αξιοπρόσεκτο. Κάποια απ’ τα βασικά χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών δεν έχουν αλλάξει. Είναι εκείνα που αποκαλύπτουν την πραγματική τους σχέση με τον τόπο που αναγκάστηκαν ν’ αφήσουν, που για τον καθένα είναι εντελώς διαφορετικά. Άλλα για τη γυναίκα και άλλα για τον άνδρα, που κανείς απ’ τους δύο δεν αποποιείται ποτέ. Ίσως γιατί έτσι διατηρούν την ιδιαίτερη σχέση τους με την πατρίδα και δεν ξεκόβουν για πάντα. Αξίζει πάντως να τονιστεί ακόμα πως ενώ ο συγγραφέας μιλά για δύο ανθρώπους που περιφέρονται στον κόσμο αναζητώντας μια νέα πατρίδα, συνδέει την ιστορία τους με μικρές αλλά χαρακτηριστικές ιστορίες άλλων ανθρώπων, άσχετων μεταξύ τους, θέλοντας έτσι να υπενθυμίσει πως το θέμα της προσφυγιάς δεν είναι περιορισμένο ούτε αυστηρά οριοθετημένο. Οι φανταστικές πόρτες του Χαμίντ ανοιγοκλείνουν παντού, στα πιο απίθανα μέρη, ανά πάσα ώρα και στιγμή, φέρνοντας πρόσωπο με πρόσωπο ανθρώπους που, ενώ δεν έχουν κανένα απολύτως κοινό στοιχείο, θα υποχρεωθούν να συμβιώσουν για να επιβιώσουν. Και στη δική του ιστορία το πετυχαίνουν ίσως γιατί ισχύει –εκτός απ’ αυτό που γράφει πως «Είμαστε όλοι μετανάστες μες στον χρόνο»– και το ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλοι μας μπορεί να αναγκαστούμε να μοιραστούμε κάποτε την ίδια μοίρα. Η μετάφραση του Αυγούστου Κορτώ δίνει την εντύπωση πως το βιβλίο γράφτηκε απευθείας στα ελληνικά.