Για το μυθιστόρημα της Brit Bennett «Οι μητέρες» (μτφρ. Άννα Μαραγκάκη, εκδ. Πόλις).
Της Διώνης Δημητριάδου
Η δυναμική της κοινότητας είναι συνακόλουθη με την ιδέα της δημιουργίας οργανωμένης κοινωνίας, της σύμβασης, με άλλα λόγια, που συνομολογείται προκειμένου η συμβίωση των πολιτών να είναι απρόσκοπτη – με εννοούμενη εδώ φυσικά την κάλυψη των διαφορών και τη συγκάλυψη των ιδιαιτεροτήτων κάτω από μια σύμπνοια επινοημένη και συμφωνημένη. Πόσο μπορεί, ωστόσο, αυτή η εγγενής δυναμική της κοινότητας να αποβεί καθοριστική για τη ζωή των μελών της; Στην αρχαία τραγωδία –ικανή να αποδώσει τη σχέση των τραγικών ηρώων με την κοινότητα– παρατηρούμε τον τρόπο που ο Χορός σχολιάζει τις πράξεις των προσώπων, συνομιλεί με τους ήρωες και αποπειράται να τους προφυλάξει από την υπέρβαση των ορίων και να τους καθοδηγήσει, χωρίς όμως να το κατορθώνει.
Δεν είναι τόσο η περιπέτεια της ζωής, όπως βιώνεται από τους τρεις βασικούς ήρωες της ιστορίας, στην οποία επικεντρώνεται το ενδιαφέρον της ανάγνωσης, όσο ο χώρος που τους περικλείει, τους κυκλώνει από παντού.
Είναι ενδιαφέρουσα η περίπτωση της νεαρής Μπριτ Μπένετ, η οποία με το πρώτο της μυθιστόρημα καταπιάνεται με το θέμα της επίδρασης που ασκεί (ή που θα ήθελε να ασκεί) η κλειστή κοινωνία απέναντι στα μέλη της, ιδίως αυτά που αποκλίνουν από τα ειωθότα και τα νενομισμένα. Το βιβλίο εύστοχα φέρει τον τίτλο Οι Μητέρες για να προϊδεάσει τον αναγνώστη ως προς την εστίαση του συγγραφικού φακού. Δεν είναι τόσο η περιπέτεια της ζωής, όπως βιώνεται από τους τρεις βασικούς ήρωες της ιστορίας, στην οποία επικεντρώνεται το ενδιαφέρον της ανάγνωσης, όσο ο χώρος που τους περικλείει, τους κυκλώνει από παντού. Μια επαρχιακή πόλη της Νότιας Καλιφόρνιας, το Όσιανσαϊντ του Σαν Ντιέγκο, η Αφροαμερικανή ηρωίδα, η Νάντια (με μια μητέρα που πριν από λίγο καιρό αυτοκτόνησε), η σχέση της με τον γιο του ιερέα της μικρής εκκλησίας της κοινότητας, η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της στην ηλικία μόλις των δεκαεπτά χρόνων, και η σθεναρή της απόφαση να απαλλαγεί από το έμβρυο, η φίλη της, οι σχέσεις των τριών περίπλοκες. Και, φυσικά, οι Μητέρες. Οι «σοφές» και έμπειρες λόγω ηλικίας γυναίκες που έχουν αναλάβει να παρακολουθούν τη ζωή των υπολοίπων και να νουθετούν τα αποκλίνοντα μέλη της μικρής αφροαμερικανικής τους κοινότητας, θεωρώντας την παρέμβασή τους λειτούργημα, μια διαμεσολάβηση που συνιστά ένα σχεδόν ιερό καθήκον.
Προσευχόμαστε. […] Η προσευχή όμως είναι μια υπόθεση πολύ πιο λεπτή απ’ τη μάχη, ιδίως η διαμεσολαβητική προσευχή. Δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα· παίρνεις πάνω σου το φορτίο κάποιου άλλου, που μπορεί και να μην τον ξέρεις καθόλου. Κλείνεις τα μάτια σου κι ακούς το αίτημά του. Κι έπειτα πρέπει να γλιστρήσεις μέσα στο σώμα αυτού του ανθρώπου. Να γίνεις η Τρέισι Ρόμπινσον, που καίγεται για ένα ουίσκι· ή ο σύζυγος της Σίντι Χάρις, που ελέγχει κρυφά το κινητό της γυναίκας του· ή ο Ερλ Βέρνον, που προσπαθεί να ξεμπερδέψει τα λιγδιασμένα μαλλιά της πρεζούς κόρης του.
Ομόκεντροι κύκλοι, ενσωματωμένοι ο ένας μέσα στο κλειστό περιβάλλον του άλλου, ώστε ο κλοιός να σφίγγει όσο περνάμε στον μικρότερο. Ένα ποσοστό Αφροαμερικανών στην πολιτεία της Καλιφόρνιας, μια τοπική εκκλησία που περιχαρακώνει τα μέλη της και μέσα σ’ αυτήν η ομάδα των γυναικών/Μητέρων. Αν θέλουμε να δούμε την αναλογία μεγεθών με την αρχαία κοινωνία, όπως αποτυπώνεται στην τραγωδία, ο Χορός των Μητέρων έχει τον ρόλο του. Δεν συνιστά ένα σύνολο προσώπων, ένα άθροισμα ατόμων, αλλά ένα πολυφωνικό πρόσωπο, που δρα σαν μία οντότητα, ένα ομοιογενές σύνολο με ταύτιση απόψεων γύρω από μια ηθική που κατευθύνεται κυρίως από τις θρησκευτικές αξίες. Όσο περισσότερο ο κύκλος κλείνει γύρω από τους ήρωες, τόσο αυτοί καλούνται να πάρουν καθοριστικές αποφάσεις για τη ζωή τους. Όμως μόνο η μία από τους τρεις έχει τη δύναμη να απομακρυνθεί από τις δεσμεύσεις του περίκλειστου τόπου και να σπουδάσει Νομικά στην άλλη άκρη της χώρας. Η οπτική της πλέον αλλάζει.
[…] είχε φτάσει πια να φαντάζεται το Όσιανσαϊντ σαν μια μικροσκοπική παραλία κλεισμένη σε μια γυάλινη μπάλα χιονιού· πού και πού την κατέβαζε απ’ το ράφι της βιβλιοθήκης για να τη χαζέψει, μα δεν θα μπορούσε ποτέ να χωρέσει εκεί μέσα.
Και όταν θα επιστρέψει μετά από χρόνια, πάλι αυτή θα είναι που θα ξεχωρίζει, πάλι αυτή που θα μπει στο στόχαστρο των πικρόχολων σχολίων· οι άλλοι έχουν παραμείνει δέσμιοι του περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο μεγάλωσαν χωρίς να επιχειρήσουν ούτε την παραμικρή απόδραση. Έφθασαν ίσως μέχρι τα όρια του κύκλου, όμως δεν τα ξεπέρασαν ποτέ.
Μια άσωτη κόρη θα μπορούσε κανείς να τη λυπηθεί. Εκείνη όμως είχε εγκαταλείψει το σπίτι της κι είχε γυρίσει πιο ευτυχισμένη, μ’ ένα σωρό ιστορίες για τα συναρπαστικά μαθήματα που παρακολουθούσε στο πανεπιστήμιο, για τα εντυπωσιακά προγράμματα πρακτικής άσκησης όπου συμμετείχε, για τον κοσμογυρισμένο φίλο της και τα ταξίδια τους σε διάφορες χώρες.
Η συνέχειά τους είναι προβλέψιμη. Αυτοί είναι που θα πάρουν τα ηνία της μικρής τους κοινωνίας, αυτοί που θα διατηρήσουν τις ηθικές της αξίες αναλλοίωτες για να περιορίσουν το όποιο μέλος της θα επιθυμούσε να δείξει την ιδιαιτερότητά του, τη διαφωνία του με τα δεδομένα της. Οι Μητέρες θα εδραιωθούν ως οντότητα, σαν ένα σταθερό θεμέλιο που ρόλο του έχει να συγκρατεί την κοινότητα από την ηθική κατάρρευση.
Η Brit Bennett |
Η φωνή των Μητέρων έρχεται ως μία παρέμβαση σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο (εν είδει κορυφαίου στην τραγωδία που μιλά στο όνομα των υπόλοιπων μελών του Χορού), προκειμένου να σχολιαστούν τα δρώμενα και να αναδυθεί η ηθική της κοινότητας που καταδικάζει τις πράξεις των ηρώων.
Η συγγραφέας επιλέγει την τεχνική της εναλλαγής των προσώπων στην αφήγηση. Ακούμε την ιστορία σε τριτοπρόσωπη αφήγηση από τη φωνή ενός παντογνώστη αφηγητή, με τη μηδενική εστίαση που επιτρέπει να συλλάβουμε τη συνολική εικόνα. Κατά τόπους έρχεται η φωνή των Μητέρων, ως μία παρέμβαση σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο (εν είδει κορυφαίου στην τραγωδία που μιλά στο όνομα των υπόλοιπων μελών του Χορού), προκειμένου να σχολιαστούν τα δρώμενα και να αναδυθεί η ηθική της κοινότητας που καταδικάζει τις πράξεις των ηρώων. Έτσι, δίνεται η ευκαιρία τον αναγνώστη να εκτιμήσει το περιβάλλον μέσα στο οποίο οι πράξεις των ηρώων αποκτούν την απαραίτητη δικαιολογία.
Αξίζει να τονισθεί εδώ η περίπτωση της Μπένετ, η οποία κατορθώνει να δώσει με τόση ευκρίνεια την περιπέτεια που συνιστά η ζωή για κάποιον που ανήκει στην αφροαμερικανική μερίδα του πληθυσμού. Έχει προηγηθεί λίγα χρόνια πριν (αξιοσημείωτο και αυτό) ένα δοκίμιό της που πολύ συζητήθηκε γύρω από τη βία κατά των μαύρων (I Don’t Know What to Do With Good White People). Ταυτόχρονα, σε τόσο νεαρή ηλικία (είκοσι επτά ετών όταν το γράφει) επιχειρεί μια ανατομία της περίκλειστης κοινωνίας, με την ηθική και τις αρχές της τόσο περίτεχνα σχολιασμένες. Γνωρίζουμε, φυσικά, πως η απόδοση στη λογοτεχνία των χαρακτήρων και αρχικά η επιλογή και ο εύστοχος χειρισμός της θεματικής ενός μυθιστορήματος έχουν τις απαιτήσεις τους, με πρώτη και κύρια το άχθος της ζωής που πρέπει να βαραίνει στους ώμους του συγγραφέα, προκειμένου να αποδώσει με πιστότητα την ιστορία. Νά, όμως, που υπάρχουν εξαιρέσεις που μας ξαφνιάζουν. Και για να μη δοθεί η εντύπωση πως Οι Μητέρες είναι το αριστούργημα που περιμέναμε από την αμερικανική λογοτεχνία. Όχι, δεν είναι. Ωστόσο, το όλον –από τη θεματική, το στήσιμο της ιστορίας, την εξέλιξη της πλοκής, το χτίσιμο των χαρακτήρων με αληθοφάνεια, ώς την προσεκτική εμβάθυνση στις παραμέτρους ενός δύσκολου στην ουσία θέματος– αποδεικνύει πως πρόκειται για ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα βιβλία της σύγχρονης εκδοτικής παραγωγής και φυσικά αναδεικνύει τη νεαρή συγγραφέα ως μια από τις πλέον ελπιδοφόρες περιπτώσεις στη λογοτεχνία.
Στα πολύ θετικά του βιβλίου η μετάφραση από την Άννα Μαραγκάκη, σε μια γλώσσα ζωντανή και σύγχρονη, όπως και ο σχεδιασμός του εξωφύλλου από τη Μαρία Τσουμαχίδου, η οποία χρησιμοποίησε τo έξοχo έργο του Αφροαμερικανού ζωγράφου Jacob Lawrence (γνωστού για την αποτύπωση στους πίνακές του της αφροαμερικανικής ζωής) The female workers, The migration series, 1940-41. Το έργο με την αφαιρετική τεχνική του αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο τη δύσκολη ζωή, την ταπείνωση, την προσπάθεια της κατάκτησης των στοιχειωδών της ζωής μέσα σε μια κοινωνία που είτε αδιαφορεί είτε αντιδρά, επιτίθεται και απομονώνει.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ο ευτυχισμένος Σίσυφος» (εκδ. ΑΩ).
→ Στην κεντρική εικόνα πίνακας της © Jinny Isserow.