Για το μυθιστόρημα του Erich Kästner «Στο χείλος της αβύσσου» (μτφρ. Άντζη Σαλταμπάση, εκδ. Πόλις).
Του Νίκου Ξένιου
Η έκδοση του μυθιστορήματος Στο χείλος της αβύσσου του Erich Kästner (1899-1974) από τις εκδόσεις Πόλις στην όμορφη μετάφραση της Άντζης Σαλταμπάση είναι η δεύτερη στην Ελλάδα. Το 1982 το βιβλίο έφερε τον τίτλο Φάμπιαν, Η ιστορία ενός ηθικολόγου και τη μετάφραση είχε κάνει, για τις εκδόσεις Οδυσσέας, η Βιβή Μανωλοπούλου. Η φετινή επανέκδοση συνοδεύεται από σημειώσεις της μεταφράστριας, προλόγους και επιλόγους του συγγραφέα, μετάφραση του επιμέτρου του γερμανού επιμελητή της έκδοσης του 1931 –στην οποία και βασίστηκε– και μια αποκατεστημένη εκδοχή του κεφαλαίου που ο εκδότης είχε, τότε, αφαιρέσει.
Το Βερολίνο είναι γεμάτο από ενοικιαζόμενα δωμάτια με την ημέρα, ινστιτούτα λειτουργικών και ψυχικών διαταραχών, οδηγούς τραμ που τσακώνονται για την πολιτική ή μεθυσμένους συνδικαλιστές που πυροβολούν ο ένας τον άλλον σε μια παρωδία ιπποτικής μονομαχίας.
Οι τρελοί και οι παραβατικοί «επί σκηνής»
Πρόκειται για ένα Zeitroman, που τοποθετεί τον αναγνώστη, ήδη εξαρχής, στον φακό των γεγονότων που γράφουν οι πηχιαίοι τίτλοι των γερμανικών εφημερίδων. Ο Φάμπιαν δεν έχει σταθερό επάγγελμα και είναι οικονομικά ανασφαλής (είναι, προσωρινά, κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία), ενώ επιπλέον υποφέρει από καρδιακή αδυναμία, αποτέλεσμα της ταλαιπωρίας κατά τη στράτευσή του. Το μορφωτικό του επίπεδο, υπό άλλες συνθήκες, θα του επέτρεπε να ανελιχθεί κοινωνικά∙ επιλέγει, όμως, να υπομισθώνει από μια χήρα ένα φτηνό δωμάτιο στην Kaiserallee, που δεν θερμαίνεται, στον παγωμένο χειμώνα του πληθωρισμού του 1923, να βιώνει τον εφήμερο χαρακτήρα της καθημερινότητας, να τριγυρνά στον διεφθαρμένο κόσμο της βερολινέζικης νύχτας και να συναναστρέφεται πόρνες και αλκοολικούς, γνωρίζοντας διαισθητικά πως δεν θα υπήρχε θέση γι’ αυτόν στο νέο πολιτικοκοινωνικό μόρφωμα που εγκαινιαζόταν στη Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του ‘20. Το Βερολίνο είναι γεμάτο από ενοικιαζόμενα δωμάτια με την ημέρα, ινστιτούτα λειτουργικών και ψυχικών διαταραχών, οδηγούς τραμ που τσακώνονται για την πολιτική ή μεθυσμένους συνδικαλιστές που πυροβολούν ο ένας τον άλλον σε μια παρωδία ιπποτικής μονομαχίας, νυμφομανείς σαν την Domina Ιρέν Μολ (μια πιο ακραία εκδοχή της Rosa Fröhlich από τον «Γαλάζιο Άγγελο» του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ).
Ο Φάμπιαν παραιτείται από τη δουλειά του λόγω αξιοθιξίας. Αφού σεργιανίσει σε κάθε είδους αξιοπερίεργο και ερωτικά αποκλίνον στέκι του νυκτερινού Βερολίνου, διαβάζει Καρτέσιο και Σοπενχάουερ και ερωτεύεται, τελικά, την πιο ακατάλληλη γι’ αυτόν· την πραγματίστρια Κορνέλια Βάτενμπεργκ. Περιμένει από τους συμπολίτες του την επίδειξη κάποιας στοιχειώδους αξιοπρέπειας, όμως ματαιοπονεί. Aντίθετα, ο φίλος του Λαμπούντε διαπνέεται από ακτιβιστικό και επαναστατικό μένος, ενώ παραμένει ένας μέσος, συνηθισμένος άνθρωπος. «Τι φρίκη! Οι τρελοί στη σκηνή, οι σαδιστές στα τραπέζια!» λέει χαρακτηριστικά ο ντόκτορ Στέφαν Λαμπούντε, ενώ προετοιμάζει την Habilitation του για τον Λέσσινγκ.
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης απειλείται από εξτρεμιστές, τόσο εθνικιστές όσο και κομμουνιστές, ενώ οι Γερμανοί επιδίδονται σε ένα όργιο αλκοόλ και υπερβολών, εν όψει του αδιέξοδου μέλλοντος, με αποτέλεσμα να αποδίδονται στο βιβλίο με καρικατουρίστικο τρόπο.
Η απρόσμενη εξέλιξη και καθοδική πορεία του ήρωα τεκταίνεται σε κλίμα μελαγχολικό και σκοτεινό, ενώ οι δρόμοι της πόλης πλημμυρίζουν από την αντιαισθητική, νοσηρή και ηθικά ρυπαρή καθημερινότητα των κατοίκων της. O κοινωνικός ιστός είναι απόλυτα αποσαθρωμένος και η χρηματιστηριακή κρίση προλειαίνει το έδαφος για την αρπακτική, κτηνώδη πολιτική της δεκαετίας που θα ακολουθήσει. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης απειλείται από εξτρεμιστές, τόσο εθνικιστές όσο και κομμουνιστές, ενώ οι Γερμανοί επιδίδονται σε ένα όργιο αλκοόλ και υπερβολών, εν όψει του αδιέξοδου μέλλοντος, με αποτέλεσμα να αποδίδονται στο βιβλίο με καρικατουρίστικο τρόπο. Προφανώς με αυτήν την τεχνική ο συγγραφέας απέβλεπε στην επισήμανση των ανεπεξέργαστων στοιχείων του μικροαστισμού τους. Αποφεύγοντας να χρησιμοποιεί μεταφορές και συμπυκνώνοντας σε λιτά αφηγηματικά σχήματα, ο συγγραφέας προσδίδει στο μυθιστόρημά του αμεσότητα και εκτείνει αυθαίρετα τον ενεστωτικό χρόνο της αφήγησης με κινηματογραφική σύνδεση των σκηνών.
Ρομαντικός ιδεαλισμός εναντίον πραγματισμού
Πρόκειται για μια σατιρική αναπαράσταση της βερολινέζικης ατμόσφαιρας της δεκαετίας του ‘20, της εποχής της Ύφεσης. «Το βράδυ συναντιούνται στις τρύπες τους και, πότε μελαγχολικοί, πότε ευδιάθετοι, συνεχίζουν να υφαίνουν όλοι μαζί τα όνειρα της νιότης τους», έγραφε για τους βερολινέζους ο Φρανς Χέσσελ στο Απόκρυφο Βερολίνο. Όπως και ο Κέστνερ, ο Χέσσελ είχε αναγάγει σε ύψιστη τέχνη την παρακολούθηση των απόκρυφων πτυχών του Βερολίνου, εμπνεόμενος από το κλίμα παρακμής που ανέδιδε η πόλη. Είναι ο φυσικός διάδοχος του Δον Κιχώτη του Θερβάντες, του Άμλετ, του μοναχικού περιπατητή του Ρουσσώ, του άγγλου οπιομανούς του Ντε Κουίνσι, του Ηλίθιου του Ντοστογιέβσκι. Είναι ο πρόδρομος του Γκοντό. Ενώ ο ήρωας του Χέσσελ ήταν ένας «άνθρωπος του πλήθους» και το βιβλίο του φλερτάρει με το δράμα και τα βοντβίλ, ο Φάμπιαν του Κέστνερ κρίνει πως δεν χρειάζεται να παρέμβει στην πραγματικότητα, ίσως γιατί πιστεύει πως, μόλις το κάνει, αυτή θα διαλυθεί αμέσως στα χέρια του σαν στάχτη1. Η τέχνη του παρατηρητή-flâneur είναι το ακριβώς αντίθετο της «αντικειμενικότητας» που εισηγείται ο Κέστνερ στο Φάμπιαν.
Η κοινοτοπία και η ψευδολογία υπήρξαν ανέκαθεν εχθροί του ρεαλισμού, άρα και εχθροί κάθε καλού συγγραφέα: ο Κέστνερ ταυτίστηκε με το ρεύμα της «νέας αντικειμενικότητας», που διαφοροποιούνταν από τις ακρότητες του εξπρεσσιονισμού.
Η κοινοτοπία και η ψευδολογία υπήρξαν ανέκαθεν εχθροί του ρεαλισμού, άρα και εχθροί κάθε καλού συγγραφέα: ο Κέστνερ ταυτίστηκε με το ρεύμα της «νέας αντικειμενικότητας», που διαφοροποιούνταν από τις ακρότητες του εξπρεσσιονισμού. Κατά κάποιους η «νέα αντικειμενικότητα» ταυτίστηκε με μια μορφή παραίτησης, εφόσον η εποχή των μεγάλων σοσιαλιστικών επαναστάσεων είχε τελειώσει και οι αριστερόστροφοι διανοούμενοι2 επιδόθηκαν εξαρχής σε μια πολεμική ενάντια στον Εξπρεσσιονισμό. Ο όρος αφορούσε όσους καλλιτέχνες απέφευγαν την εμπλοκή του υποκειμένου και το υπαρξιακό άγχος των εξπρεσσιονιστών, επικαλούνταν τη συμμετοχή του κοινού, την πολιτική στράτευση και την απόρριψη του ρομαντικού ιδεαλισμού τύπου του Μπερλίν Αλεξάντερπλατς του Döblin ή του Καθηγητή Ουνράτ του Heinrich Mann. Είναι χαρακτηριστικό το ότι το κεφάλαιο με τον καφκικό εφιάλτη του Φάμπιαν είναι γραμμένο σε καθαρά εξπρεσσιονιστικό στιλ. Ο συγγραφέας επιλέγει αυτό το στιλ μόνο στη σκηνή του ονείρου, ενώ επιφυλάσσει ρεαλιστική ματιά για την αναπαράσταση της εν εγρηγόρσει πραγματικότητας και αφήνει τον ιδεαλισμό μόνο για τη σκιαγράφηση της προσωπικότητας του αισιόδοξου, ακτιβιστή Λαμπούντε.
Ο Erich Kästner |
Ένα είδος κήνσορος καταδικασμένο σε αφανισμό
Οταν τελικά οι ναζί ανέβηκαν στην εξουσία, ο Κέστνερ, αντίθετα από τους περισσότερους προοδευτικούς διανοουμένους, αποφάσισε να μείνει στη Γερμανία, όπου και έγινε αυτόπτης μάρτυρας της καύσης του «ανήθικου» μυθιστορήματός του.
Οταν τελικά οι ναζί ανέβηκαν στην εξουσία, ο Κέστνερ, αντίθετα από τους περισσότερους προοδευτικούς διανοουμένους, αποφάσισε να μείνει στη Γερμανία, όπου και έγινε αυτόπτης μάρτυρας της καύσης του «ανήθικου» μυθιστορήματός του. Από το 1933 που πρωτομπήκε στο στόχαστρο των ναζί μέχρι το 1945 συνελήφθη δύο φορές, διεγράφη από τον Σύλλογο Συγγραφέων και περιορίστηκε στο να δημοσιεύει ανώδυνα κείμενα ή, υπό το ψευδώνυμο Berthold Bürger, να γράφει σενάρια και κείμενα για το καμπαρέ μέχρι τον Ιανουάριο του 1943, οπότε και απαγορεύτηκε οιαδήποτε ανάγνωση των έργων του. Μετά το πέρας του πολέμου συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία στη Λειψία, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον φοιτητή Ιατρικής Ραλφ Ζούκερ, ο οποίος αυτοπυροβολήθηκε όταν παραπληροφορήθηκε από έναν συμφοιτητή του ότι κόπηκε σε ένα βασικό μάθημα της σχολής. Ο Ζούκερ ως αυτόχειρας και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ως πολιτικός φιλόσοφος αποτέλεσαν, σύμφωνα με κάποιους μελετητές, τα πρότυπα όπου βάσισε ο Κέστνερ τον χαρακτήρα του Στέφαν Λαμπούντε, του φίλου του Φάμπιαν.
Το 1932 ο αριθμός των ανέργων στη Γερμανία εκτοξεύτηκε στους 6.000.000, ενώ 600.000 ήταν οι άνεργοι και υποαπασχολούμενοι μόνο στο Βερολίνο. Στις 4 Απριλίου περίπου 200.000 συγκεντρώθηκαν στο κέντρο της πόλης για να ζητωκραυγάσουν τον Χίτλερ. Και ενώ ο Χέσσελ εγκατέλειπε τη χώρα μαζί με άλλους διανοουμένους (Λάιονελ Φουχτουένγκερ, Άλμα Μάλερ, Βέρνερ Χέρτσοκ, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Χάινριχ και Τόμας Μαν, Γιόζεφ Ροτ και Στέφαν Τσβάιχ), ο Κέστνερ παρέμεινε εκεί και προσπάθησε να επιζήσει, προβαίνοντας σε όλους τους απαιτούμενους συμβιβασμούς· ακριβώς όπως ο ήρωάς του. Τόσο στα άλλα του βιβλία όσο και στην ποίησή του, ο συγγραφέας συνέχισε να ταλαντεύεται ανάμεσα στο διδακτικό ύφος και στον ακραίο ρεαλισμό, καθώς αντιμετώπιζε την παρακμάζουσα γερμανική κοινωνία ως χοιροστάσιο και χλεύαζε τις ρομαντικές εξάρσεις ποιητών όπως ο Γκαίτε και ο Σίλερ. Ο ερωτισμός και η απλότητα του ύφους του τον καθιερώνουν ως «λαϊκό»3 συγγραφέα, σαν τον Χάινριχ Μαν, τον Χανς Φάλαντα και τον Γιόζεφ Ροτ. Κάθε λαϊκός συγγραφέας αναπόφευκτα θα ριχνόταν στη ναζιστική πυρά ως εκπρόσωπος της μπολσεβικικής κουλτούρας, την εποχή όπου η αριστερά θα τον κατηγορούσε για λαϊκισμό ή για μικροαστισμό. Ο Κέστνερ επέμεινε να προασπίζεται την ηθική του ακεραιότητα, όπως και ο ήρωας του βιβλίου του, ενώ υιοθέτησε μια παιγνιώδη, σαρκαστική στάση σχολιαστή της décadente κουλτούρας των συμπατριωτών του. Υπήρξε, δηλαδή, ένας πραγματικός ηθικολόγος, ένας «Κάτων Τιμητής» της εποχής του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).
Στο χείλος της αβύσσου
Η πλήρης έκδοση του Φαμπιάν
Erich Kästner
Μτφρ. Άντζη Σαλταμπάση
Πόλις 2018
Σελ. 352, τιμή εκδότη €16,00