
Για το μυθιστόρημα του James Hogg «Οι εξομολογήσεις ενός δικαιωμένου αμαρτωλού» (μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη, εκδ. Εξάντας).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Ο άνθρωπος είναι το ζώο που συνδιαλέγεται ασταμάτητα με τον εαυτό του, και αυτός ο διάλογος δεν έχει αρχή, μέση και τέλος – συχνά, ούτε όρια. Όταν το ανθρώπινο ζώο ξεπεράσει τα όρια που θέτει μια κοινώς εννοούμενη ψυχική/πνευματική υγεία, τότε τα πράγματα μπορούν να αποκτήσουν επικίνδυνες έως εκρηκτικές διαστάσεις, τόσο για το ίδιο όσο και για τον περίγυρό του. Το μυθιστόρημα του Σκοτσέζου συγγραφέα Τζέιμς Χογκ (1770-1835) Οι εξομολογήσεις ενός δικαιωμένου αμαρτωλού (μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη, εκδ. Εξάντας), που εκδόθηκε ανώνυμα το 1824 και μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, παρουσιάζει την περίπτωση ενός ανθρώπου που ο διάλογος με τον παρεκκλίνοντα εαυτό του τον μετέφερε πέρα από τα όρια της ασφαλούς κανονικότητας.
Τα δύο αδέλφια θα μεγαλώσουν χωριστά, όμως κάποια στιγμή θα αρχίσουν να συναντιούνται: ο μικρός αδελφός, ο απόβλητος, παρενοχλεί διαρκώς τον δημοφιλή μεγάλο αδελφό του, που κάποια στιγμή δολοφονείται με μυστηριώδη τρόπο, και όλες οι ενδείξεις φωτογραφίζουν τον μικρό.
Στη Σκοτία των τελών του 17ου αιώνα ο πλούσιος γαιοκτήμονας του Νταλκάσλ Τζορτζ Κόλγουαν παντρεύεται και αποφασίζει να αποκτήσει οικογένεια. Μόνο που η θρησκόληπτη σύζυγός του Ρεϊμπίνα, πλέον λαίδη Νταλκάσλ, αρνείται να εκπληρώνει τα συζυγικά της καθήκοντα καθώς θεωρεί τον άντρα της έκλυτο. Ο Κόλγουαν σπιτώνει μια γυναίκα, την Αραμπέλα Λόγκαν, ενώ η λαίδη προσεγγίζει τον αυστηρό καλβινιστή ιερέα Ρόμπερτ Ρίνγκιμ, τον οποίο διατηρεί καταρχάς ως πνευματικό καθοδηγητή. Η λαίδη γεννά έναν γιο τον οποίο ο Κόλγουαν αναγνωρίζει ως δικό του και του δίνει το όνομά του (Τζορτζ Κόλγουαν), ενώ τον επόμενο χρόνο γεννά άλλο έναν, τον οποίο όμως ο Κόλγουαν απορρίπτει, οπότε την κηδεμονία του αναλαμβάνει ο ιερέας δίνοντάς του το δικό του όνομα (Ρόμπερτ Ρίνγκιμ). Τα δύο αδέλφια θα μεγαλώσουν χωριστά, όμως κάποια στιγμή θα αρχίσουν να συναντιούνται: ο μικρός αδελφός, ο απόβλητος, παρενοχλεί διαρκώς τον δημοφιλή μεγάλο αδελφό του, που κάποια στιγμή δολοφονείται με μυστηριώδη τρόπο, και όλες οι ενδείξεις φωτογραφίζουν τον μικρό.
Το μυθιστόρημα του Χογκ χωρίζεται σε τρία μέρη: το πρώτο παρουσιάζεται γραμμένο από τον εκδότη, ο οποίος παραθέτει τα «αντικειμενικά» γεγονότα αυτής της ασυνήθιστης οικογενειακής υπόθεσης· το δεύτερο συγκροτούν «οι εξομολογήσεις ενός δικαιωμένου αμαρτωλού», που δεν είναι άλλος από τον μικρό αδερφό Ρόμπερτ Ρίνγκιμ, που γράφει και αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τον βίο και την πολιτεία του· το τρίτο κλείνει το έργο πάλι με αφήγηση του εκδότη, καθώς και με μια επιστολή του Τζέιμς Χογκ (ο οποίος βάζει έτσι την υπογραφή του στο συνολικό κείμενο) που θέλει να παρουσιάσει την ιστορία ως πραγματική και τον τάφο του αμαρτωλού υπαρκτό.
Ένα μεγάλο, και το πιο ενδιαφέρον, τμήμα των εξομολογήσεων είναι η απεγνωσμένη προσπάθεια του Ρόμπερτ να αναγνωρίσει πότε είναι ο εαυτός του, κι αν έχει καν έναν πυρηνικό εαυτό.
Μόνο που ο Ρόμπερτ δεν είναι ένα πρόσωπο, αλλά δύο. Ή μήπως ο ίδιος θεωρεί πως δεν είναι ένα πρόσωπο, αλλά δύο; Ο «άλλος» είναι μια μορφή σατανική, ο επικίνδυνος σωσίας του Ρόμπερτ που γίνεται πότε ο οδηγός και πότε η σκιά του, πείθοντάς τον πως είναι ένας από τους «Εκλεκτούς» και συνεπώς υποχρεωμένος να γίνει τιμωρός της ανομίας που έχει επικρατήσει επί γης (αυτό ήταν το ακραίο δόγμα που «πέρασε» ο ιερέας στον υιοθετημένο γιο του). Ο Ρόμπερτ τον κατονομάζει ως τον «Γκιλ-Μάρτιν» της γαελικής παράδοσης, μια πρωτεϊκή φιγούρα που προκαλεί σύγχυση επηρεάζοντας κατά βούληση τη συνείδηση. Ένα μεγάλο, και το πιο ενδιαφέρον, τμήμα των εξομολογήσεων είναι η απεγνωσμένη προσπάθεια του Ρόμπερτ να αναγνωρίσει πότε είναι ο εαυτός του, κι αν έχει καν έναν πυρηνικό εαυτό: «Ο άγνωστος νεαρός και εγώ πλησιάσαμε ο ένας τον άλλο σιωπηλά, και αργά, με τα μάτια μας στυλωμένα ο ένας στον άλλον. Πλησιάσαμε ώσπου δεν έμεινε πάνω από ένα μέτρο απόσταση ανάμεσά μας, και τότε σταθήκαμε ασάλευτοι, παρατηρώντας, ζυγίζοντας ο ένας τον άλλον από την κορυφή ως τα νύχια. Τι κατάπληξη ένιωσα, όταν αντιλήφθηκα ότι ήταν ίδιος μ’ εμένα! Τα ρούχα ήταν ίδια ως και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Η μορφή ήταν ίδια, η ηλικία, το χρώμα των μαλλιών, τα μάτια· και, στο βαθμό που μπορούσα να θυμηθώ τα χαρακτηριστικά μου στον καθρέφτη, τα χαρακτηριστικά ήταν κι αυτά ολόιδια. Στην αρχή φαντάστηκα ότι έβλεπα ένα όραμα, και ότι επρόκειτο για τον φύλακα άγγελό μου, που είχε εμφανιστεί μπροστά μου τούτη τη σημαντική στιγμή της ζωής μου· μα το μοναδικό αυτό πλάσμα διάβασε τις σκέψεις μου στο βλέμμα μου, και με πρόλαβε με τις ίδιες ακριβώς λέξεις που ήμουν έτοιμος να ξεστομίσω».
![]() |
Ο James Hogg |
Το αλλόκοτο μυθιστόρημα του Χογκ μπορεί να διαβαστεί ποικιλοτρόπως: ως μια αστυνομική ιστορία για τον εντοπισμό ενός εγκληματία με έμφαση στο αυτοψυχογράφημά του, ως μια αλληγορία για τη σκοτεινή όψη του πουριτανισμού και μια σπουδή πάνω στο δίπολο προκαθορισμός-ελεύθερη βούληση.
Οι εξομολογήσεις του Ρόμπερτ καταλαμβάνουν τα δύο τρίτα του μυθιστορήματος και συνιστούν το γλωσσικό αποκορύφωμά του. Η κλιμάκωση είναι έντονη, το ύφος σοβαρό και μαζί ειρωνικό, οι αιχμές προς όλες τις κατευθύνσεις (πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια) συνεχείς. Το αλλόκοτο μυθιστόρημα του Χογκ μπορεί να διαβαστεί ποικιλοτρόπως: ως μια αστυνομική ιστορία για τον εντοπισμό ενός εγκληματία με έμφαση στο αυτοψυχογράφημά του, ως μια αλληγορία για τη σκοτεινή όψη του πουριτανισμού και μια σπουδή πάνω στο δίπολο προκαθορισμός-ελεύθερη βούληση, ως μια φαουστική ιστορία για το τίμημα που πληρώνει κανείς όταν υπερβαίνει κάθε όριο προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του, ως ένα μεταφυσικό γοτθικό παραμύθι, ως μια υπόγεια έκκληση για ανοχή απέναντι στον συνάνθρωπο, είτε αυτός εκπροσωπεί μια άλλη θρησκευτική σέκτα είτε μια άλλη πολιτική παράταξη. Προπάντων δεσπόζει ο ακραία διχασμένος εαυτός, το άτομο που έχει (πειστεί να) αναγορεύει ένα τμήμα του μυαλού του εναλλάξ σε Θεό και σε Διάβολο, ο άνθρωπος ο παραδομένος σε μια μοχθηρή βούληση που τον έχει καταστήσει μαριονέτα. Η εξέλιξη του αντιήρωα δείχνει το πού μπορεί να καταλήξει όποιος γοητευτεί από μια ακραία ιδέα –και πρώτα, κατά κανόνα, από μια ακραία προσωπικότητα που θα του την εμφυσήσει– και την ακολουθήσει μέχρι θανάτου.
Το μυθιστόρημα Οι εξομολογήσεις ενός δικαιωμένου αμαρτωλού είναι άλλη μια προσεγμένη προσθήκη στην Κλασική Βιβλιοθήκη του Εξάντα, οι δε υποσημειώσεις του αποδεικνύονται απαραίτητες προκειμένου ο αναγνώστης να ξεδιαλύνει τις θρησκευτικές, πολιτικές και ιστορικές παραμέτρους της αφήγησης. Όπως επισημαίνει η μεταφράστρια στην κατατοπιστική εισαγωγή της, το βιβλίο «έμελλε να αναγνωριστεί ως το σπουδαιότερο επίτευγμα του Τζέιμς Χογκ, και ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα του ρομαντισμού του 19ου αιώνα. […] Ο Χογκ αρνήθηκε να ακολουθήσει τους κανόνες του καιρού του και πειραματίστηκε με έναν συγκερασμό διαφορετικών ειδών, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα τη φάρσα, το δραματικό και το μεταφυσικό στοιχείο». Ο Χογκ θίγει –μεταξύ πολλών άλλων θεμάτων– τον σωσία, που υπήρχε ήδη στον Ρομαντισμό (Γκαίτε, Χόφμαν, Μπάιρον) και έμελλε να αξιοποιηθεί στη μεταγενέστερη λογοτεχνία (Πόου, Ντοστογιέφσκι, Στίβενσον, Κόνραντ, κ.ά.). Η ειρωνεία εξισορροπεί ωραία το βαρύ θέμα του βιβλίου, που ενέχει έναν μοντέρνο, επίκαιρο τόνο, τόσο σε επίπεδο ύφους όσο και σε επίπεδο δομής. Το εκκεντρικό, ανησυχαστικό μυθιστόρημα του Χογκ κάνει τον αναγνώστη να ανατριχιάσει από ορισμένες σκοτεινές όψεις του μυαλού – όχι μόνο κάποιου διασαλευμένου, αλλά δυνάμει και του δικού του.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, το λογοτεχνικό δοκίμιο «Τσαρλς Μπουκόβσκι – Ο κυνικός Κυνικός (εκδ. Γαβριηλίδης).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Εν γένει φανταζόμουν τον εαυτό μου ως δύο ανθρώπους. Όταν ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, θεωρούσα ότι υπήρχε κι άλλος ένας εκεί· όταν σηκωνόμουν, πάντοτε έβλεπα ένα άλλο άτομο, και πάντα στην ίδια θέση από το σημείο όπου καθόμουν ή στεκόμουν, περίπου τρία βήματα στ’ αριστερά μου. Δεν είχε σημασία πόσο πολλοί ή πόσο λίγοι ήταν παρόντες: τούτος ο δεύτερος εαυτός μου φρόντιζε να βρίσκεται πάντα στη θέση του· και αυτό επέφερε μια σύγχυση, σε ό,τι έλεγα και σκεφτόμουν, που κατέπληττε βαθιά τους φίλους μου, κάνοντάς τους όλους να δηλώνουν ότι όχι μόνο δεν ήμουν πνευματικά διαταραγμένος, αλλά ότι και ποτέ άλλοτε δεν είχα εκφραστεί στις συζητήσεις μου με τόση ενεργητικότητα ή με τόσο μεγαλειώδεις ιδέες· όμως, παρ’ όλα αυτά, οι νοητικές μου ικανότητες και η λογική μου ήταν ανήμπορες μπροστά στη μοναδική αυτή ψευδαίσθηση ότι ήμουν δύο άνθρωποι. Το πιο διεστραμμένο κομμάτι της ήταν ότι σπανίως αντιλαμβανόμουν τον εαυτό μουως ένα από τα δύο αυτά άτομα. Μάλλον πίστευα ότι το ένα ήταν ο σύντροφός μου και το άλλο ο αδερφός μου, και διαπίστωσα ότι το να μιλώ και ν’ απαντώ υιοθετώντας τον χαρακτήρα ενός άλλου ανθρώπου ήταν, μακροπρόθεσμα, αυτό που μου προκαλούσε τη μεγαλύτερη αμηχανία».
Οι εξομολογήσεις ενός δικαιωμένου αμαρτωλού
James Hogg
Μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη
Εξάντας 2018
Σελ. 412, τιμή εκδότη €18,00