Για τη νουβέλα του S. Yizhar «Ήταν το Χιρμπέτ Χιζέ» (μτφρ. Ίων Βασιλειάδης, εκδ. Μελάνι).
Του Νίκου Ξένιου
H νουβέλα Ήταν το Χιρμπέτ Χιζέ του Σ. Γιζάρ (ψευδώνυμο του Yizhar Smilansky) κυκλοφορεί στην ιδιαίτερα αισθαντική μετάφραση του Ίωνα Βασιλειάδη από τις εκδόσεις Μελάνι. Το 1948 οι άραβες κάτοικοι του χωριού Χιρμπέτ Χιζέ δέχονται τη βίαιη επίθεση μιας ισραηλινής ομάδας κρούσης και διώχνονται από τα σπίτια τους. Το βιβλίο γράφεται το 1949, έναν χρόνο μετά από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, και θέτει έντονο ζήτημα σύγκρουσης ανάμεσα στην εθνική και την ατομική συνείδηση. Ο αφηγητής, ένας νέος ισραηλινός στρατιώτης, διχάζεται ανάμεσα στο καθήκον και στη συνείδησή του που τον τύπτει.
Πλήξη, ανοησία και καταστροφή
Οι κίνδυνοι για ένα στρατιώτη είναι μήπως έρθουν οι σκέψεις και τον καταλάβουν, γι’ αυτό προτιμά να μην σκέφτεται. Βλέποντας τα χαλάσματα του συνοικισμού, η συνείδηση του αφηγητή γνωρίζει πως «κάποτε εδώ υπήρχε ένα χωριό που λεγόταν Χιρμπέτ Χιζέ».
O αφηγητής είναι μια φωνή συνείδησης ενός αυτόπτη μάρτυρα της εκδίωξης των Αράβων. Ο στρατιώτης προχωρεί στην εκτέλεση της διαταγής μηχανικά, μέσα από μια μακρά διαδικασία πλήξης και δισταγμού. Ο στρατιώτης είναι παθητικός εκτελεστής και δεν φέρει ευθύνη για όσα πρόκειται να συμβούν. Δεν φέρει ευθύνη για τον γάιδαρο που σκοτώνει, για την καμήλα που ξεκοιλιάζει, για το τοπίο που ερημώνει. Οι κίνδυνοι για ένα στρατιώτη είναι μήπως έρθουν οι σκέψεις και τον καταλάβουν, γι’ αυτό προτιμά να μην σκέφτεται. Βλέποντας τα χαλάσματα του συνοικισμού, η συνείδηση του αφηγητή γνωρίζει πως «κάποτε εδώ υπήρχε ένα χωριό που λεγόταν Χιρμπέτ Χιζέ». Ξέρει πως με τους δικούς του κάποτε ήρθαν εδώ, έκαψαν, βομβάρδισαν, έδιωξαν τον κόσμο από τα σπίτια του.
Η νουβέλα είναι ένας ύμνος στη δύναμη της κριτικής σκέψης και μια άμεση κριτική στην αδικία της Ιστορίας, σε συνεχή αναφορά προς την παλαιστινιακή λέξη «nakba», που σημαίνει καταστροφή. Υπάρχει, μάλιστα, και ο Νόμος «Nakba» που εισηγείται ότι η ισραηλινή κυβέρνηση δεν χρηματοδοτεί καμιά πρωτοβουλία, ατομική ή ομαδική, που ενεργεί ενάντια στα συμφέροντα της χώρας – πρόκειται για μια ποινικοποίηση του δικαιώματος των Παλαιστινίων να διατηρούν την ιστορική μνήμη των τραυμάτων τους.
Το τοπίο διαδραματίζει ρόλο κλειδί στην αφήγηση. Είναι το χαρτί «όπου καταγράφονται τα πάντα, και το οποίο κάποια στιγμή σκίζεται και κανείς δεν μπορεί να το δει πια». Η γνώση που έχει ο συγγραφέας, της πανίδας, της βλάστησης, της γεωμορφολογίας και της ιδιοσυστασίας του τοπίου αυτού αποτελεί κυρίαρχο στυλιστικό γνώρισμα της λογοτεχνίας του. Η σχέση ανθρώπου και τοπίου καθιερώνει μιαν ιδιότυπη ανθρωπολογία στα πλαίσια της οποίας η ιστορία καταγράφεται στο περιβάλλον με όλη την υγρή της ενέργεια. Με τολμηρή χρήση εσωτερικού μονολόγου, ο αφηγητής/πρωταγωνιστής του βιβλίου του Γιζάρ περιγράφει τη φύση σε λογοτεχνική πρόζα ποιητικής εικονοπλασίας. Λογοτεχνικά εβραϊκά και ένα δικό του ιδιόλεκτο («jargon») πλαισιώνουν τη συνειδησιακή ροή της πολύ αναγνωρίσιμης λογοτεχνίας του.
Η ιστορία φτάνει στην κλιμάκωσή της, ενώ η γραφή παραμένει αργή και βασανιστική, ανάλογη με την ατέρμονη αναμονή των στρατιωτών πριν από τη διαταγή επίθεσης. Η έκρηξη που συνοδεύει την εκτέλεση της διαταγής εικονοποιείται με την εικόνα ενός σπιτιού που τινάζεται στον αέρα και γκρεμίζεται σε στάχτες. Η γυναίκα που κατοικούσε σε αυτό το βομβαρδισμένο σπίτι συνειδητοποιεί, αίφνης, ότι το μέλλον δεν της επιφυλάσσει πλέον τίποτε. Ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να ξανακαθίσει στη συκιά του κήπου και να περιμένει. Ότι το σκοτάδι είναι πλέον μόνιμο. Αυτή είναι η δηλητηριώδης ρητορική της εχθρότητας, του «νείκους», της σκληρότητας, της σωματικής τυραννίας, αυτού του μονόδρομου που λέγεται πολεμική βία. Ο αναγνώστης βιώνει το συναίσθημα αυτό σαν βιασμό της ανθρώπινης φύσης, παρακολουθώντας τη φρίκη του αναίτιου πολέμου υπό το «πλάγιο», ταραγμένο βλέμμα του αφηγητή.
Mια «oblique» ματιά στον πόλεμο
Ακολουθώντας τις διαταγές ανωτέρων οι στρατιώτες ολοκληρώνουν την επιχείρησή τους σε ένα εικοσιτετράωρο. Σκόπιμα στο βιβλίο δεν διευκρινίζεται εάν το χωριό με το συγκεκριμένο όνομα πράγματι υπήρξε, ποιος ήταν ο λόγος της εκκένωσής του, εάν οι κάτοικοί του επέζησαν της εκκένωσης ή όχι. Επιπλέον, το επεισόδιο παρουσιάζεται απομονωμένο από τη γενικότερη εικόνα του Ισραήλ της χρονιάς εκείνης. Ούτε συγκεκριμένα ονόματα πολιτικών αναφέρονται, ούτε συγκεκριμένα περιστατικά που θα μπορούσαν, πιθανόν, να διασταυρωθούν με τα ιστορικά καταγεγραμμένα γεγονότα.
Η νουβέλα έκανε μεγάλη αίσθηση, ήδη από την πρώτη στιγμή της δημοσίευσής της, και από τότε συνεχίζει να είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα βαθύτατα λυρικής και ειρηνιστικής λογοτεχνίας, εμβληματική της εβραϊκής λογοτεχνικής παρουσίας του εικοστού αιώνα.
Τα εκτεταμένα περιγραφικά μέρη εναλλάσσονται με τα σύντομα μέρη πλοκής και η λεπτομερής παρουσίαση του τοπίου «εσωτερικεύεται» από τους χαρακτήρες. Ηθικά διλήμματα, δισταγμός, προσωπική απόκλιση από το κοινωνικά προσδοκώμενο, ψυχισμός που παραλύει στην εντολή που παραβιάζει τον ηθικό κώδικα του ατόμου. Δικαιούνται οι Εβραίοι αυτήν τη γη; Σύμφωνα με το Δευτερονόμιο ναι: «ἴδετε, παραδέδωκεν ἐνώπιον ὑμῶν τῆν γῆν· εἰσπορευθέντες κληρονομήσατε τὴν γῆν, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν ὑμῶν, τῷ Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ δοῦναι αὐτοῖς καὶ τῷ σπέρματι αὐτῶν μετ᾿ αὐτούς».
Το βιβλίο έδωσε την αφορμή σε έναν άραβα δημοσιογράφο να σχολιάσει πως «οι Εβραίοι έχουν συνείδηση» και πως αυτό το γεγονός «διανοίγει την πιθανότητα μιας συνθηκολόγησης». Η νουβέλα έκανε μεγάλη αίσθηση, ήδη από την πρώτη στιγμή της δημοσίευσής της, και από τότε συνεχίζει να είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα βαθύτατα λυρικής και ειρηνιστικής λογοτεχνίας, εμβληματική της εβραϊκής λογοτεχνικής παρουσίας του εικοστού αιώνα. Από το 1964 το βιβλίο έχει ενταχθεί στη διδακτέα ύλη του ισραηλινού Γυμνασίου.
Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης...
Τα γεγονότα, όπως παρουσιάζονται στη νουβέλα, χαράσσουν ανεξίτηλα την ψυχή του αφηγητή. Οι κραυγές απελπισίας των ξεσπιτωμένων και ερημωμένων χωρικών του Χιρμπέτ Χιζέ αποτυπώνουν την κραυγή απελπισίας όλης της ανθρωπότητας, σαν καθρέφτης πολλαπλών αντανακλάσεων. Ο αφηγητής/συνεκτελεστής των Αράβων βιώνει το σκοτεινό αυτό συναίσθημα ως εξορία: εξορία από την πατρίδα, εξορία από το πατρικό σπίτι, εξορία από το δικαίωμα στη ζωή, αποξένωση από τον πραγματικό εαυτό. Θέλει να αποποιηθεί την ευθύνη για μια τόσο παράλογη ενέργεια και προτιμά κάποιος άλλος να ολοκληρώσει το δαιμονικό αυτό έργο. Όπως γράφει και ο Σεφέρης στον «Τελευταίο Σταθμό»:
Ο αφηγητής θέτει το ηθικής τάξεως ζήτημα της α-δυνατότητας ανάληψης τέτοιας ευθύνης και γεύεται τη βαθύτατη μοναξιά της συνειδητοποίησης αυτής.
Η βία και ο σπαραγμός που είναι γνωστά στο εβραϊκό έθνος, καταχωρημένα στον γενετικό του κώδικα, τώρα ασκούνται από το ίδιο το εβραϊκό έθνος εις βάρος ενός άλλου έθνους. Ο αφηγητής θέτει το ηθικής τάξεως ζήτημα της α-δυνατότητας ανάληψης τέτοιας ευθύνης και γεύεται τη βαθύτατη μοναξιά της συνειδητοποίησης αυτής. Είναι ένας συνειδητός σιωνιστής που όμως ξέρει πως το έθνος του, σφετεριζόμενο τον Λόγο του Κυρίου, υφαρπάζει ένα δικαίωμα άσκησης εξουσίας και βίας με τον τρόπο που είναι κωδικοποιημένος στο Δευτερονόμιο (6:7): «καὶ ἔσται τὰ ῥήματα ταῦτα, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἐν τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ψυχῇ σου· καὶ προβιβάσεις αὐτὰ τοὺς υἱούς σου, καὶ λαλήσεις ἐν αὐτοῖς καθήμενος ἐν οἴκῳ καὶ πορευόμενος ἐν ὁδῷ καὶ κοιταζόμενος καὶ διανιστάμενος».
Αυτή η εύφορη γη που ήταν κάποτε δική τους
Το σύγχρονο μεσανατολικό ζήτημα ξεκινά το 1948, μετά από την αποχώρηση των Βρετανών από την περιοχή και μετά από την πρόταση των Ηνωμένων Εθνών να διακριθούν οι περιοχές των Ισραηλινών από τις περιοχές των Παλαιστινίων. Οι στρατοί της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, του Ιράκ και άλλων αραβικών κρατών επιτίθενται κατά του ισραηλινού κράτους. Οι Ισραηλινοί, με την εμπειρία του Ολοκαυτώματος του Β’ Παγκοσμίου καταγεγραμμένη στην ιστορική τους μνήμη, αντεπιτίθενται και εκδιώκουν επτακόσιες χιλιάδες περίπου Παλαιστινίους. Όλοι θυμούνται τα αιματηρά περιστατικά εις βάρος άμαχων παλαιστινίων στα οχυρά Σάμπρα και Σατίλα: ακριβώς αυτό που οι Παλαιστίνιοι κατέγραψαν στη μνήμη τους ως «καταστροφή» (al Nakba). Η Δυτική Όχθη (το μόνο μέρος που έχει πια απομείνει σήμερα στους Παλαιστινίους) είναι και η πατρίδα 350.000 ισραηλινών εποίκων, για να μην αναφέρουμε τους τριακόσιες χιλιάδες Ισραηλινούς που κατοικούν στη Δυτική Ιερουσαλήμ μετά από τον πόλεμο του 1967.
Ο Yizhar Smilansky γεννήθηκε το 1916 στο Ρεχοβότ από οικογένεια συγγραφέων. Ως εκπαιδευτικός εργάστηκε από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 ως τα τέλη της δεκαετίας του ’50, δημοσιεύοντας παράλληλα νουβέλες και συλλογές διηγημάτων. Στρατεύθηκε στον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο και κατόπιν πολιτεύθηκε. Το 1938 δημοσιεύτηκε το πρώτο του κείμενο, «Ο Εφραίμ επιστρέφει στο Αλφάλφα» και από τότε συνέχισε συστηματικά να ασκεί πολεμική στον κυρίαρχο σιωνιστικό μύθο της χώρας του, μέχρι τον θάνατό του, το 2006.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).
Ήταν το Χιρμπέτ Χιζέ
S. Yizhar
Μτφρ. Ιων Βασιλειάδης
Μελάνι 2018
Σελ. 108, τιμή εκδότη €12,00