Για το βραβευμένο μυθιστόρημα της κορεατικής καταγωγής αμερικανίδας συγγραφέως Min Jin Lee «Πατσίνκο» (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδ. Ίκαρος).
Του Διονύση Μαρίνου
Πατσίνκο είναι ένα είδος φλίπερ. Όχι σαν κι αυτά που αρκετοί από εμάς έχουμε παίξει, ευελπιστώντας σε ένα ταπεινό μπόνους, την ώρα που η μεταλλική μπίλια υπερπηδάει με ξέφρενους ρυθμούς τα εμπόδια της πίστας. Στην ασιατική εκδοχή ο παίκτης διεκδικεί το κέρδος. «Ταΐζει» το μηχάνημα με μάρκες-σφαιρίδια με την προοπτική να το νικήσει και να καρπωθεί κάποια παραπάνω γιεν.
Κινούμενοι μεταξύ της ντροπής και της ενοχής (εν συνόλω από το καθορισμένο βάρος της ετερότητας), οι ήρωες της Λι αναζητούν την αποδοχή, ελπίζουν πως η διαφορετικότητά τους δεν θα τους καταδικάσει.
Όπως συμβαίνει συνήθως: η ήττα είναι πιο πιθανή. Σχεδόν βέβαιη, καθώς οι κάτοχοι των πατσίνκο, μέλη κυρίως της Γιακούζα, της ιαπωνικής Μαφίας, άλλο δεν κάνουν από το να πειράζουν τα μηχανήματα. Κοντολογίς: ακόμη και σήμερα, στην Ιαπωνία υπάρχουν άνθρωποι που ξημεροβραδιάζονται στα μαγαζιά που διαθέτουν πατσίνκο. Από φόβο, μοναξιά ή ελπίδα, όπως σημειώνει η Μιν Γιν Λι στο ομώνυμο μυθιστόρημά της, ο καθένας παίζει και θα συνεχίσει να παίζει. Για να συμπληρώσει: «Το πατσίνκο ήταν ένα ανόητο παιχνίδι, αλλά η ζωή όχι».
Όντως, οι ζωές των ανθρώπων που διατρέχουν τις επάλληλες ιστορίες του μυθιστορήματος της Νοτιοκορεάτισσας Λι κινούνται στους αντίποδες της ανοησίας. Ακολουθούν, όμως, τους κανόνες του παιχνιδιού – τον εξής ένα: η τύχη παίζει καθοριστικό παράγοντα στο πώς θα ζήσουν, αν θα ευτυχήσουν ή αν θα χρειαστεί να θυσιάσουν κάτι σημαντικό για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Κινούμενοι μεταξύ της ντροπής και της ενοχής (εν συνόλω από το καθορισμένο βάρος της ετερότητας), οι ήρωες της Λι αναζητούν την αποδοχή, ελπίζουν πως η διαφορετικότητά τους δεν θα τους καταδικάσει. Φευ, αυτό ακριβώς κάνει. Όλοι τους είναι μετανάστες, άνθρωποι «δεύτερης διαλογής», ο πάτος του μπουκαλιού, το τίποτα μέσα σε ένα μεγάλο κάτι, το ξένο σώμα, οι αποσυνάγωγοι. Το μυθιστόρημα είναι ένας σκληρός ύμνος για τη ζωή που δεν έζησαν οι Κορεάτες μετανάστες στην Ιαπωνία. Για το αβίωτο της βιωτής τους, τα χαμένα τους όνειρα, τις προσδοκίες τους που διαψεύστηκαν, τη ζωτική τους ανάγκη να ανήκουν κάπου – να γίνουν αποδεκτοί.
Το Πατσίνκο είναι μια πολλαπλά τραυματισμένη saga. Το μυθιστόρημα εκτείνεται σε διάρκεια ενός αιώνα. Από την Κορέα στην προπολεμική και μεταπολεμική Οσάκα και, τελικά, στην Οσάκα και τη Γιοκοχάμα. Από το δεκαπεντάχρονο κορίτσι που θα παντρευτεί έναν χωλό άντρα σε κάποιο ψαροχώρι της Κορέας, στο μακρινό 1911, κι από τον γάμο θα προκύψει η Σάντζα, έως τον Σόλομον, που είναι το πιο πρόσφατο μέλος της οικογενειακής αλυσίδας, η μοίρα τους είναι εν πολλοίς προδιαγεγραμμένη. Η επικυριαρχία της Ιαπωνίας στην Κορέα είναι καθοριστική. Ο χωρισμός της χώρας σε Βόρεια και Νότια Κορέα γίνεται δραματικός. Ως εκ τούτου το μεταναστευτικό κύμα που όργωσε την Ιαπωνία δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερη τύχη. Τούτοι οι παρίες δεν κατάφεραν να ενταχθούν ποτέ στην υπεροπτική ιαπωνική κοινωνία. Ακόμη και άτομα τρίτης γενεάς (όπως ο Σόλομον) που ουδεμία σχέση είχαν με την Κορέα, παρά μόνο ως μια μακρινή ενθύμηση των ριζών που κρατούν όρθιο το οικογενειακό δέντρο, είναι αναγκασμένοι κάθε τρία χρόνια να ανανεώνουν με ταπεινωτικό τρόπο τη βίζα παραμονής τους.
Ουδείς μένει ανέπαφος από τις μυλόπετρες της Ιστορίας που ξέρει μόνο να καταπίνει ανθρώπινες υπάρξεις. Η οικογένεια που έφτιαξε η Σάντζα και ο πρόωρα χαμένος άντρας της, αλλά και όλοι οι επίγονοι, άγονται και φέρονται από τα μεγάλα γεγονότα και τις αλλαγές που φέρνουν οι πόλεμοι και οι κοινωνικές αναταράξεις.
Κάποιοι εξ αυτών βρίσκουν διέξοδο στη γνώση (ο Νόα είναι χαρακτηριστική περίπτωση). Άλλος, όπως ο Μοζάσου, καταφέρνει να φτιάξει τη δική του επιχείρηση Πατσίνκο, δίχως απαραίτητα να γίνει γκάνγκστερ. Σε αντίθεση με τον Χάνσου, τον κρυφό εραστή της Σάντζα, που προόδευσε επειδή ακριβώς εντάχθηκε στον υπόκοσμο. Ο Σόλομον, ο γιος του Μοζάσου, γίνεται μέλος της ανώτερης επιχειρηματικής κοινότητας, αλλά στο τέλος συντρίβεται. Μάλλον, όλοι συντρίβονται. Ουδείς μένει ανέπαφος από τις μυλόπετρες της Ιστορίας που ξέρει μόνο να καταπίνει ανθρώπινες υπάρξεις. Η οικογένεια που έφτιαξε η Σάντζα και ο πρόωρα χαμένος άντρας της, αλλά και όλοι οι επίγονοι, άγονται και φέρονται από τα μεγάλα γεγονότα και τις αλλαγές που φέρνουν οι πόλεμοι και οι κοινωνικές αναταράξεις. Είναι έρμαια αυτών των εξελίξεων, υποχείρια ενός μεγάλου αόρατου μηχανισμού, τον οποίο γνωρίζουν αλλά δεν έχουν καμία δύναμη να υπερνικήσουν. Ούτε ένας δεν καταφέρνει να βρει τη δίοδο της άνευ όρων αποδοχής από την ιαπωνική κοινωνία. Μα, έτσι ακριβώς δεν συμβαίνει με όλους τους μετανάστες (όπου γης και πατρίς);
Η Λι παραδέχεται στο τέλος του μυθιστορήματος πως έκανε ενδελεχή έρευνα πριν γράψει το εκτενές μυθιστόρημά της. Μίλησε με Κορεάτες που διέμεναν στην Ιαπωνία επί πολλά χρόνια. Άκουσε τις ιστορίες και τα πάθη τους. Κατέγραψε γεγονότα και ανατροπές. Ακόμη και να μη μας το έλεγε, όμως, είναι φανερό πως το μυθιστόρημα κουβαλάει ένα μεγάλο μέρος της αφανούς πλευράς της επίσημης Ιστορίας. Αναδεικνύει εκείνες τις μικρές πτυχές που κανένα βιβλίο Ιστορίας δεν θα καταδεχθεί να καταγράψει, ωστόσο είναι οι πλέον σημαντικές από τη στιγμή που αναφέρονται σε ανθρώπινα δράματα.
Το μυθιστόρημα έχει από την αρχή έως το τέλος έναν ήρεμο τόνο. Ακόμη και στα πιο μεγάλα δράματα (μια αυτοκτονία, ένας θάνατος, μια ψυχολογική συντριβή) η Λι αποφασίζει να ακολουθήσει
την οδό της αποδραματοποίησης.
Το μυθιστόρημα έχει από την αρχή έως το τέλος έναν ήρεμο τόνο. Ακόμη και στα πιο μεγάλα δράματα (μια αυτοκτονία, ένας θάνατος, μια ψυχολογική συντριβή) η Λι αποφασίζει να ακολουθήσει την οδό της αποδραματοποίησης. Αυτή η επιφανειακά επίπεδη αφήγηση, ωστόσο, στην πρόοδο του μυθιστορήματος γίνεται αναγκαία και ουσιαστική έτσι ώστε να χτιστεί όλο το οικοδόμημα του δράματος. Κατά μία έννοια, η αφήγηση άλλο δεν κάνει από το να αποτυπώνει αυτές τις χαμοζωές έτσι όπως ακριβώς είναι: υπόγειες, υποφωτισμένες και τρομώδεις. Στην άκρη του κοινωνικού πυρήνα, με το μόνιμο άγχος μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους, μη γίνουν το κλοτσοσκούφι των σκληρών Ιαπώνων. Αν κι αυτοί, με τη σειρά τους, κάτι άλλο επιθυμούν να γίνουν. Να αποκτήσουν ένα επίχρισμα από τη Δύση, να πάψουν να μοιάζουν τόσο Ασιάτες. Άπαντες ζητούν να ενδυθούν μια άλλη ταυτότητα, να γίνουν κάτι άλλο από αυτό που η μοίρα τούς έταξε. Ματαίως το προσπαθούν. Η ζωή είναι ανθεκτικότερη της ελπίδας. Η επιβίωση καθίσταται, εντέλει, η μόνη δυνατή εκδοχή. Με κάθε τρόπο και με το όποιο τίμημα.
Η μεταφραστική προσπάθεια της Βάσιας Τζανακάρη πρέπει να τονιστεί, από τη στιγμή που έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα ήρεμου ρυθμού, αλλά, ταυτοχρόνως, και υπόγειων διαδρομών που σκάβουν τα εσώτατα όρια των ηρώων. Η απόδοση στα ελληνικά φέρει και με το παραπάνω όλες αυτές τις «κρυφές» σημάνσεις.