
Για το μυθιστόρημα της Hanya Yanagihara «Οι άνθρωποι στα δέντρα» (μτφρ. Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Μεταίχμιο).
Του Διονύση Μαρίνου
Το δυσπρόφερτο επώνυμό της (κληρονομιά από τη χαβανέζικη καταγωγή της) δεν αποτέλεσε ποτέ εμπόδιο. Αν ο δύσκολος συλλαβισμός λειτουργούσε ανασχετικά στις συγγραφικές καριέρες, ο Κρασναχορκάι, επί παραδείγματι, δεν θα έβλεπε ποτέ στον ήλιο μοίρα.
Η Χάνια Γιαναγκιχάρα είναι το κλασικό δείγμα της γενιάς των 40 something συγγραφέων στην άλλη άκρη του Ατλαντικού που δεν φοβούνται να βάλουν ψηλά τον πήχη των προσδοκιών τους, να αναμετρηθούν με δύσκολα ζητήματα, να αναπτύξουν την πλοκή τους σε πολυσέλιδες κατασκευές.
Η Χάνια Γιαναγκιχάρα είναι το κλασικό δείγμα της γενιάς των 40 και κάτι συγγραφέων στην άλλη άκρη του Ατλαντικού που δεν φοβούνται να βάλουν ψηλά τον πήχη των προσδοκιών τους, να αναμετρηθούν με δύσκολα ζητήματα, να αναπτύξουν την πλοκή τους σε πολυσέλιδες κατασκευές και, τελικά, να βγουν στα λογοτεχνικά φώτα με πλήρεις δυνάμεις.
Στην Ελλάδα έγινε γνωστή με το σκληρό και συνάμα συγκινητικό μυθιστόρημά της Λίγη Ζωή (μτφρ. Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Μεταίχμιο). Μια λογοτεχνική σπείρα σκληρότητας στο όριο της βαναυσότητας. Μια σκοτεινή μελωδία της αγάπης και της συντροφικότητας. Και στις άλλες χώρες αυτό το δεύτερο έργο της την καταξίωσε. Μπορεί να έλαβε συγκεχυμένες κριτικές για το γεγονός ότι δεν άφησε ούτε μια μικρή (έστω αμυδρή) ελπίδα κάθαρσης στον κεντρικό ήρωα, εντούτοις ουδείς παραγνώρισε τη συγγραφική της δεξιότητά, τη σκηνοθετική της μαεστρία, αλλά και το πώς καταφέρνει να χαρτογραφεί και στη συνέχεια να αναπτύσσει έναν ήρωα.
Τώρα που ήρθε στα μέρη μας και το αρχικό της μυθιστόρημα, αυτό με το οποίο μπήκε με… φόρα στα συγγραφικά πράγματα, κατανοούμε πλήρως πως ό,τι έκανε στη Λίγη Ζωή δεν το πραγμάτωσε με την επίρρωση της τύχης, αλλά ήταν μέρος των δυνατοτήτων της.
Το ντεμπούτο της Οι άνθρωποι στα δέντρα έγινε δεκτό από τους κριτικούς με τον δέοντα σεβασμό προς έναν πρωτόπειρο που δεν τρεμόπαιξε γράφοντας, ούτε μάζεψε τα χαλινάρια του φοβούμενος πως ο στόχος που έβαλε παραείναι υψηλός για τα μέτρα του. Η Γιαναγκιχάρα φέρνει στο προσκήνιο μια υπόθεση που έλκει την καταγωγή της από πραγματικά περιστατικά και πρόσωπα παραλλάσσοντας, βεβαίως, πολλά δεδομένα για τις ανάγκες της μυθοπλασίας. Άλλωστε και η ίδια έχει παραδεχθεί σε συνεντεύξεις της πως ο ήρωάς της, ο βραβευμένος με Νόμπελ Ιατρικής Νόρτον Περίνα, είναι το αντίστοιχο του (αληθινού) Ντάνιελ Γκάιντουσεκ, ο οποίος από τα ύπατα στρώματα της επιστημονικής κοινότητας βρέθηκε στην άβυσσο όταν κατηγορήθηκε για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων.
Τη στιγμή της μεγάλης πτώσης του, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, τότε που ο Περίνα καταδικάστηκε και φυλακίστηκε, ο μοναδικός που του στάθηκε ήταν ο συνάδελφός του, Ρόναλντ Κουμποντέρα. Ήταν αυτός που τον προέτρεψε και τον ενθάρρυνε να γράψει τα απομνημονεύματά του έτσι ώστε να μάθει ο κόσμος την μεγαλοσύνη των επιστημονικών ανακαλύψεών του και να πάψει να τον θεωρεί φαύλο και ανήθικο που εκμεταλλεύτηκε μικρά παιδιά. Κάπως έτσι ξεκινάει η διήγηση μέσα στη διήγηση που επιλέγει ως τεχνική η Γιαναγκιχάρα. Το εν προόδω βιβλίο του Περίνα, υπό την επιμέλεια του Κουμποντέρα, στο δικό της εν προόδω μυθιστόρημα.
![]() |
Η Χάνια Γιαναγκιχάρα |
Έχουμε να κάνουμε, άραγε, με έναν σπουδαίο επιστήμονα αλλά και αναίσχυντο άνθρωπο; Οι αντιθέσεις στην προσωπικότητα του Περίνα είναι «ιδανικές» για έναν συγγραφέα που δομεί το έργο του πάνω στον πρωταγωνιστή. Όπως ακριβώς πράττει η Γιαναγκιχάρα.
Υπάρχουν πολλοί δρόμοι τους οποίους θα μπορούσε να ακολουθήσει η Αμερικανίδα συγγραφέας: τον σκανδαλοθηρικό, τον ωμό, τον δικαστικό. Επιλέγει τον ανθρώπινο, αλλά διατηρώντας την απαραίτητη απόσταση έτσι ώστε να μην χρειαστεί ούτε να καταδικάσει ούτε και να δικαιώσει τον Περίνα. Εξ αντικειμένου έχουμε να κάνουμε με έναν επιστήμονα που βραβεύτηκε με Νόμπελ Ιατρικής το 1974, καθώς έφτασε σε μια σπουδαία ανακάλυψη. Μεταβαίνοντας το 1950 στο απομακρυσμένο νησί Ίβου’Ιβου της Μικρονησίας, ακόλουθος του ανθρωπολόγου Πολ Τάλεντ, δεν θα ανακαλύψει μόνο μια χαμένη φυλή, αλλά και μια υποομάδα ιθαγενών που ζούσε στα βάθη των τροπικών δασών, τους λεγόμενους «ονειροβάτες». Αυτοί οι πρωτόγονοι, αν και έφεραν ελάχιστα ανθρώπινα στοιχεία, ζούσαν πέραν του προσδόκιμου ζωής στην περιοχή. Θα έλεγε κανείς πως ήταν αιωνόβιοι. Ο Περίνα κατάφερε να συσχετίσει αυτό το παράδοξο με μια σπάνια χελώνα της οποίας το κρέας προσέφερε το αγαθό της αιώνιας ζωής. Ο Περίνα σκοτώνει μια εξ αυτών, μεταφέρει τα ευρήματα στις ΗΠΑ και κατόπιν ενδελεχούς μελέτης φτάνει στο θαυμαστό συμπέρασμα της μακροζωίας. Μαζί του φέρνει και κάμποσα παιδιά της φυλής δίδοντάς τους την πνοή του πολιτισμού και τη δυνατότητα να καταφέρουν πράγματα στη ζωή τους που υπό άλλες συνθήκες θα παρέμενε σε πρωτόγονο στάδιο. Το τίμημα που πλήρωσε ήταν, όταν, πιθανότατα, κάποια από αυτά τα εκμεταλλεύτηκε. Έχουμε να κάνουμε, άραγε, με έναν σπουδαίο επιστήμονα αλλά και αναίσχυντο άνθρωπο; Οι αντιθέσεις στην προσωπικότητα του Περίνα είναι «ιδανικές» για έναν συγγραφέα που δομεί το έργο του πάνω στον πρωταγωνιστή. Όπως ακριβώς πράττει η Γιαναγκιχάρα.
Η διήγηση του Περίνα περιλαμβάνει τα παιδικά του χρόνια στην Ιντιάνα, τις σχολικές του περιπέτειες και τη ζέση του για την επιστήμη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Περιλαμβάνει φυσικά τον αινιγματικό Τάλεντ, το μακρύ ταξίδι στη Μικρονησία, την επιστροφή του στις ΗΠΑ και την συνακόλουθη ανακάλυψη που ανέβασε τις μετοχές του στην επιστημονική κοινότητα και τον οδήγησε στο κατώφλι της Σουηδικής Ακαδημίας. Τα πάντα θα αλλάξουν μέσα του όταν θα συναντήσει έναν φτωχό άνθρωπο στο δρόμο και θα πιστέψει πως είναι ένα από τα παιδιά που είχε γνωρίσει κάτω από εξόχως σκληρές συνθήκες στο Ίβου Ίβου. Θα τον πάρει σπίτι του και τελικά αυτός θα είναι η αιτία που ο Περίνα θα κατηγορηθεί για βιασμό ανηλίκου. Από εκεί αρχίζει η ραγδαία κατακρήμνισή του αφήνοντάς τον έκθετο στη δημόσια σφαίρα.
Κατάφερε να κερδίσει το συγγραφικό στοίχημα με την υποσημείωση ότι από την πλευρά του ο αναγνώστης καλείται να αντιμετωπίσει ένα βιβλίο υψηλής αισθητικής δίχως όμως εύκολες ταυτίσεις.
Η Γιαναγκιχάρα αφήνει τη μνήμη του Περίνα, ενός σύγχρονου Πρόσπερο, να μιλήσει, ως άλλος Ναμπόκοφ, και πάνω στη δική του διήγηση στήνει όλο το δράμα. Η θεματική του μυθιστορήματος (πώς ο σύγχρονος άνθρωπος επεμβαίνει δραστικά και επιθετικά στις παρθένες περιοχές του πλανήτη) δεν είναι ξένη στη λογοτεχνία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τον μέγιστο Τζότζεφ Κόνραντ και τυχοδιώκτες των ιστοριών του. Τι πετυχαίνει η Γιαναγκιχάρα; Να γράψει ένα μυθιστόρημα μακράς πνοής του οποίου οι τεχνικές προδιαγραφές είναι αξιοσημείωτες και ανάγλυφες (πράγματα σπάνιο για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα). Επιπροσθέτως δημιουργεί έναν ολοκληρωμένο ήρωα γεμάτο αντιθετικά στοιχεία, σκιές και φως που εναλλάσσονται, καθώς προχωράει η αφήγηση της ιστορίας του.
Ναι, κατάφερε να κερδίσει το συγγραφικό στοίχημα με την υποσημείωση ότι από την πλευρά του ο αναγνώστης καλείται να αντιμετωπίσει ένα βιβλίο υψηλής αισθητικής δίχως όμως εύκολες ταυτίσεις. Κάτι αντίστοιχο συνέβη λίγο μετά και με τη Λίγη ζωή. Η Μαρία Ξυλούρη κερδίζει κι εκείνη με τη σειρά της ένα μεταφραστικό στοίχημα, καθώς μας παραδίδει ένα κείμενο ίδιας αισθητικής απόλαυσης.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ» (εκδ. Μελάνι).
→ Στην κεντρική εικόνα ο γιατρός Daniel Carleton Gajdusek, ο οποίος μελέτησε την ασθένεια κούρου στη φυλή των Φόρε στην Παπούα Νέα Γουινέα (ισχυριζόμενος ότι σχετίζεται με κανιβαλιστικές πρακτικές) και βραβεύθηκε με το Νόμπελ Ιατρικής.
Οι άνθρωποι στα δέντρα
Hanya Yanagihara
Μτφρ. Μαρία Ξυλούρη
Μεταίχμιο 2018
Σελ. 496, τιμή εκδότη €18,80