Για τις ανθολογίες διηγημάτων του Γκυ Ντε Μωπασάν «Οι αυτόχειρες» (μτφρ. Γιώργος Ξενάριος, εκδ. Κέδρος) και «Η νεκρή και άλλες ιστορίες» (μτφρ. Αγγέλα Γαβρίλη, Ars Nocturna).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Δεν πρέπει να υπάρχουν πράξεις που να φέρουν περισσότερη οδύνη, και συγχρόνως να προκαλούν απορία, από την αυτοχειρία. Πώς έφτασε σε αυτό το σημείο; Και γιατί; Τι μπορεί να σκεφτόταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή; Και τι σκεφτόταν το προηγούμενο χρονικό διάστημα; Πώς θα το αντιμετωπίσουν οι αγαπημένοι του/της; Και τι θα σκεφτούν και θα νιώσουν για το τι σκεφτόταν και τι ένιωθε; Άφησε κάτι πίσω για να βγει κάποιο συμπέρασμα; Τα σχετικά ερωτήματα πολλαπλασιάζονται χωρίς διαφαινόμενο τέλος και οι απαντήσεις δεν είναι καθόλου εύκολες, ούτε με την έννοια της ψυχικής αντιμετώπισης, ούτε με την έννοια της επιστημονικής αιτιολόγησης. Ένας λογοτέχνης που θέλει να δικαιώνεται το όνομά του πρέπει πρωτίστως να είναι μεγάλος ψυχολόγος, να φανερώνει τις ψυχοσωματικές επιπτώσεις των ανθρώπινων πράξεων, αλλά και να προκαταλαμβάνει, έχοντας συλλάβει διαισθητικά, τις ορμές της ανθρώπινης φύσης τις οποίες η επιστήμη θα έρθει για να αναγάγει σε κανονικότητες.
Με γλώσσα απλή και διαυγή, και με την ικανότητα να στήνει μια πληρέστατη ιστορία μέσα σε λίγες μόλις σελίδες, ο Μωπασάν συγκινεί χωρίς φτηνούς μελοδραματισμούς και συγκλονίζει χωρίς περιττές οιμωγές.
Ο Γκυ ντε Μωπασάν (1850-1893) υπήρξε ένας τέτοιος ψυχογράφος, ένας διορατικός παρατηρητής και ανατόμος της εξωτερικής δράσης και των εσωτερικών αντανακλάσεών της, προπάντων ένας αριστοτέχνης της αφήγησης. Αυτό φαίνεται στα διηγήματά του, για πολλά από τα οποία θεωρείται δικαίως κορυφή, και οπωσδήποτε στα οκτώ διηγήματα της φροντισμένης ανθολογίας Οι αυτόχειρες (εκδ. Κέδρος) σε μετάφραση του Γιώργου Ξενάριου. Οι απλοί, σημαίνοντες τίτλοι («Η πλανεύτρα», «Αυτοχειρίες», «Ο τυφλός», «Η τρελή», «Περίπατος», «Στον ελαιώνα», «Ο μικρός», «Ο δειλός») δίνουν τον υφολογικό τόνο για αυτά που μας περιμένουν.
Είναι η εποχή του ρεαλισμού και του νατουραλισμού στην ευρωπαϊκή πεζογραφία, και ο Μωπασάν έχει εστιάσει, όπως οι άμεσοι προκάτοχοί του, σε καθημερινούς ανθρώπους ως μυθοπλαστικούς ήρωες/αντιήρωες. Με γλώσσα απλή και διαυγή, και με την ικανότητα να στήνει μια πληρέστατη ιστορία μέσα σε λίγες μόλις σελίδες, ο Μωπασάν συγκινεί χωρίς φτηνούς μελοδραματισμούς και συγκλονίζει χωρίς περιττές οιμωγές. Οι ιστορίες του γράφτηκαν τη δεκαετία του 1880 και ξαφνιάζουν με το πόσο σύγχρονές μας φαίνονται, η δε πείρα του ως χρονογράφου συνέβαλε στη μέγιστη αληθοφάνειά τους. Ο συγγραφέας ανατέμνει τους χαρακτήρες αλλά με τη δέουσα αποστασιοποίηση, την οποία έχει ανάγκη ένας ψυχολόγος (λογοτέχνης ή επιστήμονας) εάν θέλει να διαγνώσει ένα φαινόμενο. Εδώ δεν έχουμε το οξύτατο υπαρξιακό δράμα ενός Ντοστογιέβσκι, αλλά την πιο αμέτοχη ματιά ενός Φλομπέρ, που υπήρξε και ο μέντοράς του. Οι μελαγχολικές ιστορίες του, ενίοτε σπαρακτικές μα και ανελέητες, αφήνουν να διαφανεί μια μαύρη ειρωνεία για την κοινή μας μοίρα, την «ανθρώπινη κωμωδία». Εξάλλου, το απονενοημένο διάβημα είναι τραγικό από μόνο του και δεν χρειάζεται από τον συγγραφέα καμία επιπρόσθετη τραγικοποίηση.
Οι χαρακτήρες του προέρχονται από όλο το κοινωνικό και οικονομικό φάσμα: υπάρχουν περιθωριακοί και απόκληροι, αλλά και αριστοκράτες, και φυσικά εκπρόσωποι της αναδυόμενης μικρομεσαίας τάξης.
Η αυτοχειρία, όπως δείχνει ο Μωπασάν, είναι ένα ζήτημα που μπορεί να αγγίξει τον καθέναν – όχι μόνο συναισθηματικά, αλλά και στην πράξη. Αστόχαστες αιτιοκρατίες του τύπου «Αυτοκτόνησε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης» (ωσάν ο περίγυρος του αυτόχειρα να μην πλήττεται εξίσου, αν όχι περισσότερο, από αυτήν) δεν υπάρχουν εδώ: λόγοι δίνονται πολλοί και διάφοροι, και η όποια αναγωγή τους χρειάζεται προσοχή. Η αυτοχειρία, όπως κάθε ψυχικό φαινόμενο, δεν γνωρίζει φύλο, φυλή, τάξη κ.λπ.: καθένας μπορεί να διαγράψει τον εαυτό του αυτοβούλως από τη ζωή και για τον οποιονδήποτε λόγο τού φανεί αρκετός – εάν για τον αυτόχειρα ο λόγος αρκεί, ό,τι και να λένε οι υπόλοιποι περισσεύει. Ο συγγραφέας, μέσω του αφηγητή, το δηλώνει: το γράμμα του αυτόχειρα, λέει («Αυτοχειρίες»), «δεν κρύβει κάποιο από τα μεγάλα δράματα που ο κόσμος ψάχνει πάντα να βρει πίσω από τέτοιες απεγνωσμένες πράξεις, αλλά δείχνει πώς φθείρουν αργά-αργά τη ζωή τα μικρά καθημερινά προβλήματα…» Το πιο σημαντικό; Ο Μωπασάν κατανοεί και με τις δύο σημασίες: καταλαβαίνει και συμπάσχει.
Οι χαρακτήρες του προέρχονται από όλο το κοινωνικό και οικονομικό φάσμα: υπάρχουν περιθωριακοί και απόκληροι, αλλά και αριστοκράτες, και φυσικά εκπρόσωποι της αναδυόμενης μικρομεσαίας τάξης. Αιτίες και λόγοι για την αυτοχειρία αναφέρονται πολλοί: τρέλα, μοναξιά, πόνος, εξευτελισμός, δειλία, πλήξη, κ.ά., ενώ το μοτίβο του παιδιού από αβέβαιο πατέρα δίνει το έναυσμα για ακραίες συμπεριφορές (όπως στο εκτενέστερο και συγκλονιστικότερο διήγημα του τόμου, «Στον ελαιώνα»). Ακόμα και η καθημερινή επανάληψη μπορεί να τρελάνει έναν άνθρωπο: «οι τελευταίες μέρες του ήταν ίδιες κι απαράλλακτες με τις πρώτες, χωρίς τίποτα μπροστά του, χωρίς τίποτα πίσω του, τίποτα γύρω του, τίποτα μέσα στην καρδιά του, τίποτα πουθενά» («Περίπατος»). Το βαρύ θέμα, πάντως, ας μην τρομάζει: μπορεί κανείς –μοιάζει παράδοξο, αλλά ισχύει– να βγει δυναμωμένος από την ανάγνωση αυτών των ιστοριών.
Γκραβούρα του Guy de Maupassant, όπως δημοσιεύθηκε στη γαλλική εφημερίδα Le Petit Parisien, 1892. © Ιδιωτική Συλλογή |
«Με τα κείμενά του για την αυτοκτονία ο Μωπασάν πραγματώνει ένα κρίσιμο κομμάτι του αφηγηματικού σχεδίου του: αποθεώνει το ρόλο του συγγραφέα ως ψυχολόγου και παράλληλα υλοποιεί τη σχεδόν ισόβια εμμονή του: τη λογοτεχνική μελέτη του θανάτου». Γιώργος Ξενάριος
Όπως επισημαίνει ο Ξενάριος στο Επίμετρό του: «Η θανατολογία του Μωπασάν πατάει με το ένα πόδι στον κόσμο που πλάθει η σκοτεινιασμένη ψυχή του και με το άλλο στο συγγραφικό του πρόγραμμα, το οποίο περιλαμβάνει την κατάδυσή του στον ζοφερό κόσμο του ανθρώπου και την καταγραφή όσων συμβαίνουν στις βαθύτερες ζώνες της ανθρώπινης συνείδησης. Με τα κείμενά του για την αυτοκτονία ο Μωπασάν πραγματώνει ένα κρίσιμο κομμάτι του αφηγηματικού σχεδίου του: αποθεώνει το ρόλο του συγγραφέα ως ψυχολόγου και παράλληλα υλοποιεί τη σχεδόν ισόβια εμμονή του: τη λογοτεχνική μελέτη του θανάτου».
Η εν λόγω εμμονή του Μωπασάν, ο οποίος ήταν συφιλιδικός και έκανε αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας την Πρωτοχρονιά του 1892 (εντέλει κλείστηκε σε κλινική και πέθανε ενάμιση χρόνο αργότερα, έχοντας δει τον φρενοβλαβή αδερφό του να πεθαίνει σε άσυλο λίγα χρόνια νωρίτερα), γίνεται πασίδηλη σε άλλη μία φροντισμένη ανθολογία (Η Νεκρή και άλλες ιστορίες, μτφρ. Αγγέλα Γαβρίλη, Ars Nocturna) με έξι δυνατές ιστορίες του όπου το θέμα του θανάτου μελετάται κυρίως στο πλαίσιο του υπερφυσικού, αλλά ενός υπερφυσικού που κατά κανόνα ανάγεται στο (ή εξηγείται ως) φυσικό. Οι χαρακτήρες έρχονται αντιμέτωποι με ακατανόητα μυστήρια και τρομερούς εφιάλτες (Άραγε η ζωντανή γυναίκα είναι μια οριακή παραίσθηση ή ένα αληθινό φάντασμα; Άραγε ο διάβολος είναι μια μεταφυσική ύπαρξη ή απλώς ο στενότερος συγγενής μας;) που τους φτάνουν στα όριά τους.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, το λογοτεχνικό δοκίμιο «Τσαρλς Μπουκόβσκι – Ο κυνικός Κυνικός (εκδ. Γαβριηλίδης).
→ Στην κεντρική εικόνα, λεπτομέρεια του εξωφύλλου ενός γαλλικού graphic novel, βασισμένο στους Αυτόχειρες του Μωπασάν.
Αποσπάσματα από τα βιβλία
«Πόσο τους καταλαβαίνω! Αδύναμοι, χτυπημένοι από τη μοίρα, έχοντας χάσει τα αγαπημένα τους πρόσωπα, έχοντας ξυπνήσει από το όνειρο μιας αργοπορημένης ανταμοιβής, χωρίς την αυταπάτη μιας μέλλουσας ζωής όπου επιτέλους ο Θεός, ύστερα από μια περίοδο μεγάλης σκληρότητας, θα έδειχνε τη δικαιοσύνη Του, έχοντας απομυθοποιήσει την αναζήτηση της ευτυχίας, τα έχουν βαρεθεί όλα και θέλουν να βάλουν τέλος σ’ αυτή τη δίχως αναπαμό τραγωδία, σ’ αυτή την ταπεινωτική κωμωδία.
Αυτοχειρία! Η δύναμη αυτών που έχουν χάσει κάθε δύναμη, η ελπίδα αυτών που δεν ελπίζουν πια, η ύψιστη πράξη θάρρους των ηττημένων! Μάλιστα, σ’ αυτή τη ζωή υπάρχει τουλάχιστον μία πόρτα που μπορείς πάντα να την ανοίξεις και να βρεθείς στην άλλη πλευρά. Η φύση μάς λυπήθηκε και δεν μας στέρησε αυτή τη δυνατότητα. Οι απελπισμένοι την ευχαριστούν!» (Οι αυτόχειρες)
«Ο γιατρός άνοιξε ένα ντουλάπι γεμάτο με φιαλίδια και εργαλεία και μου έριξε πάνω από το γραφείο του μία πλεξίδα από μακριά ξανθά μαλλιά, που πέταξε προς το μέρος μου σαν ένα χρυσό πουλί.
Ανατρίχιασα νιώθοντας στα χέρια μου την απαλή και ανάλαφρη αίσθησή της. Κι έμεινα έτσι, με την καρδιά μου να χτυπά από απέχθεια και πόθο· απέχθεια από την επαφή με ένα αντικείμενο εγκληματικό και απαγορευμένο και πόθο από τον πειρασμό για ένα πράγμα νοσηρό και μυστηριώδες.
Κι ο γιατρός κατέληξε, ανασηκώνοντας τους ώμους: "Ο ανθρώπινος νους είναι ικανός για όλα"». (Η Νεκρή και άλλες ιστορίες)
Οι αυτόχειρες
Γκυ Ντε Μωπασάν
Μτφρ. Γιώργος Ξενάριος
Κέδρος 2018
Σελ. 128, τιμή εκδότη €12,00
Η νεκρή και άλλες ιστορίες
Guy de Maupassant
Μτφρ. Αγγέλα Γαβριήλ
Ars Nocturna 2017
Σελ. 82, τιμή εκδότη €5,00