Για το μυθιστόρημα του Bernhard Schlink, «Όλγα» (μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός, εκδ. Κριτική).
Του Νίκου Ξένιου
Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ, ο συγγραφέας του Διαβάζοντας στη Χάννα, βάζει την ηρωίδα του Όλγα να διανύει τη χρονική απόσταση από τον γαλλογερμανικό Πόλεμο του 1871 έως τις μέρες μας. Η «Όλγα» κυκλοφορεί σε άψογη μετάφραση Απόστολου Στραγαλινού από τις εκδόσεις Κριτική.
Τι έβλεπε ο Χέρμπερτ στην Όλγα
Ο έρωτάς τους γεννήθηκε σαν πυροτέχνημα και ένα σωρό εμπόδια στάθηκαν ανάμεσά τους: οι σπουδές, η δουλειά του Χέρμπερτ στη φρουρά και της Όλγας στο σχολείο, η τοποθέτηση του Χέρμπερτ στη Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική και η μετάθεση της Όλγας στην Ανατολική Πρωσία.
Η ιστορία της Όλγας ξεκινά από τη σύντομη περίοδο όπου η Ολγα έζησε μαζί με τον Χέρμπερτ και καλύπτει την ατελείωτη περίοδο της μοναξιάς της. Η Όλγα έχει γαλουχηθεί με τα δράματα του Σίλερ, με την Πατριωτική Ιστορία της Πρωσίας του Ζέγκερτ, με τα ποιήματα του Γκαίτε και του Χάινε (Όλγα, σελ. 27). Στις σκιές των δέντρων του δάσους συναντιόταν με τον Χέρμπερτ Σρέντερ, που στο πρόσωπό της έβλεπε τη γυναίκα της ζωής του. Τα δυο παιδιά μεγάλωσαν τελείως διαφορετικά και ανήκαν σε διαφορετική κοινωνική τάξη.
Ο Χέρμπερτ είχε μεγαλώσει με κυνήγι, σκοποβολή, ιππασία και τρέξιμο. Σταδιακά άρχισε να υποστηρίζει, ήδη από την εφηβική ηλικία, πως ήταν άθεος και πραγματιστής. Η στοχοθεσία της αγωγής των δύο παιδιών ήταν τελείως διαφορετική. Ο έρωτάς τους γεννήθηκε σαν πυροτέχνημα και ένα σωρό εμπόδια στάθηκαν ανάμεσά τους: οι σπουδές, η δουλειά του Χέρμπερτ στη φρουρά και της Όλγας στο σχολείο, η τοποθέτηση του Χέρμπερτ στη Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική και η μετάθεση της Όλγας στην Ανατολική Πρωσία. Η αποικιοκρατική εποχή της Γερμανίας βρισκόταν στο απόγειό της. Η σχέση των δύο νέων για ένα μεγάλο διάστημα διεξαγόταν μέσω αλληλογραφίας. Σταδιακά ο Χέρμπερτ τής έγραφε όλο και πιο μεγαλόστομες επιστολές, όπου διαγραφόταν η αγάπη του για το τοπίο και το κλίμα της Αφρικής, για τις μετακινήσεις με το τρένο, για την προοπτική συντριβής των «κουρελιάρηδων μαύρων», για τη «φυσική» ανωτερότητα της γερμανικής φυλής. Όταν ξαναγύρισε στη Γερμανία δεν τον χωρούσε ο τόπος, και η Όλγα, υποψιαζόμενη τη γενοκτονία της Αφρικής, τον αντιμετώπισε με καχυποψία και μια σειρά ενστάσεων: «Γιατί τα βάζεις με τους ανθρώπους; Χωρίς αυτούς τι να την κάνεις την απεραντοσύνη;»
Ακολούθησε η μετανάστευση του Χέρμπερτ στην Αργεντινή και η επιστροφή του συνέπεσε με την άνοδο του Μπίσμαρκ στην εξουσία. «Το αγόρι από την Πομερανία υπερεκτίμησε τον εαυτό του» (Όλγα, σελ. 103). Η αναζήτηση της «απεραντοσύνης» οδήγησε τον Χέρμπερτ στη Βραζιλία, στη χερσόνησο Κόλα, στη Σιβηρία και στη χερσόνησο Καμτσιάτκα, ενώ άρχισε να σχηματοποιείται το σχέδιό του για τον Αρκτικό κύκλο και το πέρασμα προς τον πόλο. Η Όλγα εξακολούθησε να έχει αντιρρήσεις: «Όχι, όχι "εμείς οι Γερμανοί"! Εσύ τι γυρεύεις εκεί;»
«Και διηγώντας τα να κλαις...»
H Όλγα απογοητεύεται από τη συνεχή απουσία του αγαπημένου της, ενώ στη βαθύτερη συνειδησιακή της συγκρότηση παραμένει αμετανόητη σοσιαλδημοκράτισσα. Βλέπει μαύρα σύννεφα στον ορίζοντα του μέλλοντος, χωρίς να μπορεί να αποτρέψει τη θύελλα του ανερχόμενου αυταρχισμού, του ακραίου εθνικισμού, του ναζισμού και της βίας που επέλαυνε.
Ποια γυναίκα είναι αυτή που δέχτηκε τη μεγαλομανία και υπεροψία του αγαπημένου της και ερωτεύτηκε ένα τέτοιον άντρα; Η διαγραφή της μυθιστορηματικής περσόνας της Όλγας σχετίζεται ευθέως με την ιστορική προσωπικότητα του Χέρμπερτ Σρέντερ Στραντζ. Ο αληθινός Χέρμπερτ Σρέντερ Στραντζ γεννήθηκε στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα στη Δυτική Πρωσία και υπηρέτησε στον γερμανικό στρατό της νοτιοδυτικής Αφρικής. Το 1912 έθεσε ως στόχο του την ανακάλυψη του Νοτιοανατολικού Περάσματος στη χερσόνησο Κόλα της Ρωσίας, με το καράβι «Herzog Ernst», αλλά η πρώτη απόπειρα αναχαιτίστηκε από ένα παγόβουνο και ο Στραντζ με οκτώ από τους δεκαπέντε συντρόφους του χάθηκαν στο χάος της παγωμένης Ανταρκτικής. Η υιοθέτηση ενός υψηλού και, φυσικά, εμμονικού στόχου («της ανθρωπότητας τον τολμηρό αγώνα υπηρετώντας», λέει χαρακτηριστικά το αυτοσχέδιο ποίημα του Χέρμπερτ) παρουσιάζεται εδώ ως παγίδα στην ελευθερία της ανθρώπινης αντίληψης, ως στοιχείο που αναχαιτίζει την πρόοδο, «σαν η Αρκτική να ήταν ένα αποτυχημένο αστείο» (Όλγα, σελ. 98).
Η ονειροπόληση του μεγαλείου είναι το γερμανικό ιδιοσυγκρασιακό γνώρισμα που διακρίνει τον μυθιστορηματικό Χέρμπερτ, και το ίδιο μεγαλοϊδεατικό σύνδρομο κατατρύχει και την προσγειωμένη ηρωίδα του Σλινκ: η Όλγα απογοητεύεται από τη συνεχή απουσία του αγαπημένου της, ενώ στη βαθύτερη συνειδησιακή της συγκρότηση παραμένει αμετανόητη σοσιαλδημοκράτισσα. Βλέπει μαύρα σύννεφα στον ορίζοντα του μέλλοντος, χωρίς να μπορεί να αποτρέψει τη θύελλα του ανερχόμενου αυταρχισμού, του ακραίου εθνικισμού, του ναζισμού και της βίας που επέλαυνε: «Κάποιες φορές συμπονούσα τον εαυτό μου που μεγάλωσε χωρίς αγάπη. Ακόμη και τη δική σου αγάπη ελάχιστα μπόρεσα να τη ζήσω. Τώρα η σκέψη μου πηγαίνει στους χιλιάδες σκοτωμένους στρατιώτες, τις ζωές και τις αγάπες που δεν έζησαν, και αμέσως παύω να οικτίρω τον εαυτό μου. Η θλίψη όμως δεν φεύγει» (Όλγα, σελ. 277).
Οι εικόνες του πολέμου που ακολουθούν χαράζουν την ψυχή της ηρωίδας. H Όλγα παρουσιάζει στον μικρό Άικ μιαν εξιδανικευμένη εκδοχή του Χέρμπερτ, παρά το γεγονός ότι μέσα της είναι πεπεισμένη για την υπερφίαλη και εσφαλμένη επιλογή ζωής του ανθρώπου που έχασε. Ωστόσο, ο νεαρός Άικ ακολούθησε την πεπατημένη και αυτός και γράφτηκε στις τάξεις των νέων εθνικοσοσιαλιστών, αυτών που διεκδικούσαν «ζωτικό χώρο» για τη γερμανική φυλή. Η Όλγα είναι απογοητευμένη, αλλά παραμένει πιστή στις πεποιθήσεις της, μέχρι την απόλυσή της. Κατορθώνει να ελιχθεί ανάμεσα στις πολιτικές και κοινωνικές αντιξοότητες και να επιβιώσει, μέχρι και την έκρηξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, και να ζήσει και ως πρόσφυγας.
O Μπέρνχαρντ Σλινκ |
Μια λογοτεχνία ξεκάθαρη ως προς τη στόχευση
Λίγο πριν από τον θάνατό της, στα ενενήντα της χρόνια, η Όλγα περιγράφει τη μνήμη της από τον ατελέσφορο έρωτα για τον Χέρμπερτ με πραγματισμό και ωριμότητα: «Πώς να αξιοποιήσεις αυτό που σου δίνεται, αν δεν το αποδεχτείς;»
Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος που διαδραματίζεται στη δεκαετία του ‘50 ουσιαστικά αναδύεται ως αφηγητής ο Φέρντιναντ, o νεαρός μαθητής της Όλγας, ένα alter ego του συγγραφέα, ενώ η δράση εκτυλίσσεται κυρίως στη Χαϊδελβέργη. Η όψιμη Όλγα του δεύτερου μέρους έχει χάσει την ακοή της, όχι όμως και τη μνήμη της. Συχνάζει εν ευδαιμονία στα εβραϊκά κοιμητήρια, γιατί το μυθιστόρημα του Σλινκ προτίθεται να ακολουθήσει το πρότυπο της «λογοτεχνίας των ερειπίων». Ο αφηγητής επιμένει να εκμαιεύσει από την ώριμη ηρωίδα λεπτομέρειες για την ερωτική επιλογή που την καταδίκασε στη μοναξιά, κι εκείνη απαντά ψύχραιμα. Λίγο πριν από τον θάνατό της, στα ενενήντα της χρόνια, η Όλγα περιγράφει τη μνήμη της από τον ατελέσφορο έρωτα για τον Χέρμπερτ με πραγματισμό και ωριμότητα: «Πώς να αξιοποιήσεις αυτό που σου δίνεται, αν δεν το αποδεχτείς;»
Δεν είναι τυχαίο το ότι ο αφηγητής εκπονεί τη διατριβή του πάνω στον Αιμίλιο του Ζαν Ζακ Ρουσώ, την επιτομή των κειμένων του Διαφωτισμού. Δεν είναι τυχαία η επιλογή της Όλγας για μια σειρά από ρήξεις προς την κατεστημένη κατάσταση των πραγμάτων: «Θα ανατινάξω τον Μπίσμαρκ! Αυτός τα φταίει όλα!». Δεν είναι τυχαίο που ο αφηγητής εικάζει ότι, αν ζούσε σήμερα, η Όλγα θα έβρισκε ανυπόφορη την παγκοσμιοποίηση.
H Όλγα του Σλινκ, παρά το γεγονός ότι επιστρατεύει μια σειρά συνταγών επιτυχίας, είναι η διάδοχος της Έφι Μπριστ του Φοντάνε, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το ανεπίδοτο μήνυμα του σοσιαλδημοκρατικού ανθρωπισμού και στη σκιαγράφηση μιας ολοζώντανης, σφύζουσας από ζωή και ενέργεια, γυναικείας ιδιοσυγκρασίας. Οι επιστολές της Όλγας προς τον Χέρμπερτ και η αποκάλυψη του τρίτου μέρος του βιβλίου, επιστέφουν έναν αιώνα απονενοημένων προσπαθειών επικοινωνίας που διαπνέει την Όλγα του Σλινκ: οι ανωριμότητες του Χέρμπερτ και όλων των Γερμανών, το ειλικρινές αλλά ανεδαφικό ονειροπόλημα για τις απέραντες εκτάσεις του «ζωτικού χώρου», το φαντασιοκόπημα και τα ερείπια από τους πολέμους, αλλά και η αμείωτη ελπίδα της Όλγας για επανένωση όλα συντελούν στην αφηγηματική ανακατασκευή της πραγματικότητας κατά τρόπον ώστε να αποκλείει τις «πομπώδεις φλυαρίες περί αίματος, περί γης και περί πεπρωμένου» (Όλγα, σελ. 286).
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Όλγα
Bernhard Schlink
Μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός
Κριτική 2018
Σελ. 296, τιμή εκδότη €15,00