
Για το μυθιστόρημα του László Krasznahorkai «Το τανγκό του Σατανά» (μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Τα βιβλία εκείνα που ακροβατούν επιτυχώς στο τεντωμένο σχοινί που ενώνει τη λογοτεχνία με τη φιλοσοφία, τη μυθιστοριογραφία με την εικαστική θεώρηση του κόσμου, είναι βιβλία που δεν μοιάζουν να γερνάνε, που ανανεώνουν διαρκώς τη σχέση τους με ένα απαιτητικό κοινό, που μένουν ανοξείδωτα στο πέρασμα του χρόνου.
Η καταγραφή του ζόφου και του ολέθρου είναι δίοδος προς την αυτογνωσία και τη βαθιά γνώση της κοινωνικής διαδικασίας, και έτσι γίνεται η εν λόγω καταγραφή εφαλτήριο ελπίδας. Κανένα βαθύ βιβλίο δεν οδηγεί στην απελπισία.
Συγγραφείς όπως ο Τζέιμς Γκράχαμ Μπάλλαρντ, ο Τόμας Μπέρνχαρντ, ο Ουίλιαμ Σ. Μπάροουζ, ο Ρίτσαρντ Φορντ, και, βέβαια, ο Λάσλο Κρασναχορκάι, ξέρουν να συνθέτουν έργα όπου τα είδη συνομιλούν, όπου οι λέξεις σημαίνουν τρία και τέσσερα πράγματα μαζί, όπου οι φράσεις γράφονται σε μια παρτιτούρα και γίνονται μελωδίες, άλλοτε ελπίδας και άλλοτε ζόφου και ολέθρου. Αλλά, ασφαλώς, η καταγραφή του ζόφου και του ολέθρου είναι δίοδος προς την αυτογνωσία και τη βαθιά γνώση της κοινωνικής διαδικασίας, και έτσι γίνεται η εν λόγω καταγραφή εφαλτήριο ελπίδας. Κανένα βαθύ βιβλίο δεν οδηγεί στην απελπισία. Απεναντίας. Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη είναι εφοδιασμένος σήμερα με ένα βιβλίο-πολυεργαλείο, με ένα βιβλίο που θυμίζει ελβετικό σουγιά. Πρόκειται για το περιλάλητο ντεμπούτο του Λάσλο Κρασναχορκάι, για το θρυλικό Τανγκό του Σατανά (1985), θαρραλέα και θαυμάσια μεταφρασμένο από την Ιωάννα Αβραμίδου που κυκλοφόρησε την 1η Νοεμβρίου από τις εκλεκτές εκδόσεις Πόλις.
Ήδη από τα περιεχόμενα, ο Λάσλο εκθέτει το σχέδιό του: έχουν τίτλο, τα περιεχόμενα, τον εξής: Η διαδοχή των χορευτικών βημάτων. Δύο μέρη, αποτελούμενα από έξι κεφάλαια το καθένα. Απόλυτη συμμετρία. Μάλιστα, τα κεφάλαια του δεύτερου μέρους ακολουθούν αντίστροφη αρίθμηση, πάμε από το VI στο V, στο IV, στο III, στο ΙΙ, στο Ι, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ο κύκλος κλείνει», και οι τελευταίες του σελίδες επαναλαμβάνουν αυτολεξεί τις πρώτες σελίδες του πρώτου κεφαλαίου του πρώτου μέρους. Κάτι ξέρει από Νίτσε ο Λάσλο! Το στόρι είναι εντυπωσιακά απλό: ένας ρημαγμένος αγροτικός οικισμός, οι ημιπαράφρονες, ύστερα από απανωτές πιέσεις και εξευτελισμούς, κάτοικοί του, ένα δίδυμο αλλόκοτων κατεργάρηδων (ο ψευδοπροφήτης Ιερεμίας και ο κολαούζος, τζουτζές Πέτρινα), ένα απονενοημένο εγχείρημα φυγής και επανεγκατάστασης, στα τέλη ενός Οκτωβρίου, μέσα σε προμηνύματα καταιγίδων, υπό τους ήχους, μυστηριώδεις και αλλόκοτους, μιας καμπάνας.
Ο Κρασναχορκάι προχωρεί σε μιαν οδυνηρή ανατομία της μικροκοινωνίας του οικισμού, ήδη από το πρώτο κεφάλαιο (με τίτλο «Τα νέα για την άφιξή τους») καταγράφει τη διάλυση, τις τεταμένες σχέσεις, το σκότος, τη δυσοίωνη ατμόσφαιρα. Γυναίκες που ανενδοίαστα μοιχεύουν, άντρες που συνωμοτούν άγαρμπα και άτσαλα σαν ελεεινοί ατζαμήδες, ένας χωλός παρίας, ένας γιατρός που πίνει πάλινκα, το τσίπουρο της Ουγγαρίας, από την νταμιτζάνα που έχει διαρκώς δίπλα του, που καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, και που σημειώνει μανιωδώς με το μολύβι του όλα όσα συμβαίνουν στον οικισμό, δύο πιτσιρίκες τσούλες, ένας τσόγλανος δωδεκάχρονος που ερωτοτροπεί με την παρανομία, ένας θηριώδης αγρότης που τσαμπουκαλεύεται με το παραμικρό, μια διασαλευμένη πιτσιρίκα που θα αυτοκτονήσει με ποντικοφάρμακο, ένας κάπελας που ποτίζει τον συρφετό με κρασί, και το δίδυμο Ιερεμίας/Πέτρινα, ζωές σακατεμένες μες στην κοινωνική απορρύθμιση και παρακμή, ζωές τόσο ασήμαντες «σε σύγκριση με τους λυσσαλέους αγώνες των μεγάλων πεπρωμένων, όσο κι ο καπνός του τσιγάρου σ’ ένα φλεγόμενο τρένο», όπως γράφει, στη σελίδα 133, ο Κρασναχορκάι.
Μέσα στον γενικευμένο χαμό, μέσα στα ξεγυρισμένα μεθύσια, μέσα στην αδυσώπητη σήψη ανθρώπων, κτισμάτων, θεσμών, κοινωνικών δομών, ο μπεκρής και νικοτινομανής γιατρός επιχειρεί να βρει ένα νόημα, να γαντζωθεί από μια νύξη τάξης, επιστρατεύοντας την άγρυπνη παρατήρηση/επιτήρηση όλων όσα συμβαίνουν και την ψυχαναγκαστική καταγραφή τους με χαρτί και μολύβι.
Και πάντα, κάθε τόσο, ο περίεργος, μυστηριώδης, ακατανόητος ήχος μιας καμπάνας, η «χαμένη μελωδία της ελπίδας», κάτι σαν ενθάρρυνση μέσα στην τελματωμένη ψυχογεωγραφία του στραπατσαρισμένου οικισμού, κάτω από το απειλητικό μολυβένιο χρώμα του ουρανού. Το μυστήριο της καμπάνας θα διαυγαστεἰ στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος, οι ήχοι προέρχονται από ένα μικρό μισογκρεμισμένο ερειπωμένο λησμονημένο ξωκλήσι κι από έναν βλαμμένο αποσυνάγωγο γέροντα. Είναι η μουσική για τη χορογραφία του ολέθρου που στήνει ο συγγραφέας. Μέσα στον γενικευμένο χαμό, μέσα στα ξεγυρισμένα μεθύσια, μέσα στην αδυσώπητη σήψη ανθρώπων, κτισμάτων, θεσμών, κοινωνικών δομών, ο μπεκρής και νικοτινομανής γιατρός επιχειρεί να βρει ένα νόημα, να γαντζωθεί από μια νύξη τάξης, επιστρατεύοντας την άγρυπνη παρατήρηση/επιτήρηση όλων όσα συμβαίνουν και την ψυχαναγκαστική καταγραφή τους με χαρτί και μολύβι. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο είδος «φακελώματος». Διατηρεί, άλλωστε, τετράδια/φακέλους για κάθε κάτοικο του οικισμού με το όνομά του. Φάκελος ΦΟΥΤΑΚΙ, φάκελος ΚΥΡΙΑ ΧΑΛΙΚΣ, φάκελος ΣΜΙΤ, φάκελος ΚΡΑΝΕΡ, και πάει λέγοντας. Το μυθιστόρημα αρχίζει, χωρίς να το αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, ακριβώς με την καταγραφή ενός συμβάντος (μιας μοιχείας) στο τετράδιο του γιατρού και τελειώνει, όπως σημειώσαμε, με την αυτολεξεί επανάληψη της εν λόγω καταγραφής στις τελευταίες σελίδες του τελευταίου κεφαλαίου.
Ο γιατρός, περσόνα (κατά μία έννοια) του ίδιου του Λάσλο Κρασναχορκάι, περσόνα του ποιητή, του δημιουργού, σε καιρούς αναγκεμένους και ζοφερούς, θεωρεί ενίοτε ότι, όντας παρατηρητής και καταγραφέας των πάντων, μπορεί να επηρεάσει το πεπρωμένο, να επέμβει στον βίο των άλλων, να ορίσει τη μοίρα. Ο γιατρός, γράφοντας πυρετωδώς για τα όσα βλέπει, σαν ένα είδος επαναληπτικής πολαρόιντ, φτάνει, κάποια στιγμή, σε μιαν έκλαμψη, σε ένα σατόρι, μιαν επίγνωση. «Συνειδητοποίησε», μας λέει ο Λάσλο Κρασναχορκάι, «πως όλα εκείνα τα χρόνια του εξουθενωτικού και επίμονου μόχθου, επιτέλους, είχαν αποφέρει καρπούς: είχε αποκτήσει τη μοναδική ικανότητα ν’ αντιστέκεται διά της γραφής, όχι μόνο στην αδιάλειπτη πορεία του κόσμου προς μια κατεύθυνση, αλλά, και ως έναν βαθμό, να είναι σε θέση να παρεμβαίνει στον μηχανισμό που είναι πίσω από τον φαινομενικά χαοτικό στροβιλισμό των συμβάντων». Δεν θα μπορούσε να προσδιοριστεί καλύτερα ο ρόλος του συγγραφέα, η σημασία αυτού του «ν’ αντιστέκεται διά της γραφής». Ακόμα κι αν πρόκειται για τη «μελαγχολία της αντίστασης», για να θυμηθούμε τον τίτλο ενός άλλου συγκλονιστικού μυθιστορήματος του Ούγγρου δημιουργού, εντούτοις η διά της γραφής αντίσταση στον παραλογισμό δεν παύει να είναι μια ευοίωνη επαγγελία.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πάρκο» (εκδ. Εστία).
→ Οι φωτογραφίες είναι πλάνα από την ταινία Sátántangó (1994), σε σκηνοθεσία Béla Tarr.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μια περιττή κίνηση ίσως να έκρυβε την απαρχή κάποιας αδυναμίας~ ένα σπιρτόκουτο ή ένα ποτήρι κονιάκ στη λάθος θέση, ένα σύμοτωμα των καταστροφικών συνεπειών της εξασθενημένης μνήμης, χώρια που κάτι τέτοιο θα απαιτούσε και περαιτέρω αλλαγές συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα, αργά ή γρήγορα, να επανεξετάσει τη θέση των τσιγάρων του, του σημειωματάριου, του μαχαιριού και του μολυβιού, και σύντομα να αναγκαστεί ν᾽ αλλάξει το «συνολικό σύστημα βέλτιστων κινήσεων», με αποτέλεσμα να επικρατήσει το απόλυτο χάος και να τιναχτούν τα πάντα στον αέρα».
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΛΟ ΚΡΑΣΝΑΧΟΡΚΑΪ