Για το μυθιστόρημα του Χουάν Χοσέ Μιγιάς «Η δική μου ιστορία» (μτφρ. Θεοδώρα Δαρβίρη, εκδ. Ψυχογιός).
Του Διονύση Μαρίνου
Δύσκολη, ενίοτε εκτροχιασμένη, κάποιες φορές ομαλή. Είτε έτσι είτε αλλιώς, η μεταμόρφωση του εφήβου σε ενήλικα φέρει το στοιχείο της ανάδυσης από τα βάθη της ανωριμότητας στο άγνωστο ξέφωτο της πλήρους ανάπτυξης.
Ο ήρωας του Χουάν Χοσέ Μιγιάς, αν και δεν βρίσκεται ακριβώς στην αρχή του ηλικιακού περάσματος, είναι μόλις δώδεκα ετών, εντούτοις τα γεγονότα που τον σημαδεύουν έχουν τέτοια ισχύ που μικραίνουν δραματικά τον δρόμο που πρέπει να διανύσει μέχρι να φτάσει στο όριο της ωριμότητας.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, καθιερώθηκε στις ΗΠΑ ο όρος «αναδυόμενη ενηλικίωση» (σ.σ.: για την ιστορία, «νονός» του όρου είναι ο καθηγητής Ψυχολογίας Τζέφρι Γιένσεν Άρνετ από το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ), στον οποίο εσωκλείεται η σταδιακή μετατροπή του εφήβου, ενός ανθρώπου ευεπίφορου σε καθημερινές αλλαγές, σε κάτι στέρεο και βιολογικά σαφώς πιο αναπτυγμένο. Μόνο που η φάση μετάλλαξης προκαλείται σε έναν ψυχικό κόσμο που είναι ρευστός, μεταβαλλόμενος και βρίσκεται υπό το κράτος συνεχών διεργασιών ωρίμανσης, συνειδητοποίησης και κατασκευής του ενήλικου εαυτού του. Τίποτα δεν φαντάζει πιο δύσκολο από αυτό. Ειδικά αν το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσεται ο μέχρι πρότινος «νεοσσός» φέρει πολλά στοιχεία τοξικότητας.
Ο ήρωας του Χουάν Χοσέ Μιγιάς στο ολιγοσέλιδο μυθιστόρημά του Η δική μου ιστορία, αν και δεν βρίσκεται ακριβώς στην αρχή του ηλικιακού περάσματος, είναι μόλις δώδεκα ετών, εντούτοις τα γεγονότα που τον σημαδεύουν έχουν τέτοια ισχύ που μικραίνουν δραματικά τον δρόμο που πρέπει να διανύσει μέχρι να φτάσει στο όριο της ωριμότητας. Ο πατέρας του διαβάζει, συνέχεια διαβάζει. Είναι ένας άνθρωπος ταγμένος στη λογοτεχνία. Ο κόσμος των βιβλίων, των συγγραφέων και των σπουδαστών του στα μαθήματα δημιουργικής γραφής που παραδίδει, καίτοι φαίνεται μαγικός στα μάτια του μικρού, απομακρύνει την πατρική φιγούρα στα πέρα μέρη. Για τον μικρό αυτό το σχίσμα είναι καθοριστικό. Η μητέρα του, μια γυναίκα υποφωτισμένη, δεν είναι σε θέση να καλύψει το κενό. Ενδεχόμενα δεν είναι καν διατεθειμένη να το κάνει. Όσο η απόσταση μεγαλώνει τόσο ο μικρός αντιλαμβάνεται πως πρέπει να κάνει κάτι δραματικό για να τραβήξει την προσοχή του πολυάσχολου πατέρα του. Αποφασίζει να αυτοκτονήσει πέφτοντας από μια γέφυρα. Για να σιγουρευτεί, πετάει από ψηλά μια μπίλια κάνοντας την αναγκαία «πρόβα» πτώσης. Η μπίλια θα πέσει σε ένα αυτοκίνητο, αυτό θα εκτροχιαστεί, θα ξεκληριστεί μια ολόκληρη οικογένεια και η μόνη που θα σωθεί (αλλά με χίλια δύο ανεπούλωτα τραύματα) θα είναι μια μικρή κοπέλα.
Στην περίπτωσή του, λοιπόν, έχουμε εξαρχής μια καταδυόμενη ενηλικίωση. Ο μικρός, έστω και ακούσια, γίνεται ο πρόξενος ενός φονικού. Κουβαλάει το στίγμα του δολοφόνου, βάφει τη ζωή του με ξένο αίμα. Μέχρι πρότινος το μόνο που πότιζε ήταν το στρώμα του με τα ούρα του (άλλη μια αντίδραση μπρος στο πατρικό κενό) και θεωρούσε πως λογοτεχνία είναι αυτό ακριβώς: να απελευθερώνεις μέσα στη νύχτα τις εκκρίσεις σου. Έκτοτε, αναπτύσσεται μέσα του ένα ολόκληρο δέντρο τύψεων και ενοχών. Δεν λέει σε κανέναν τίποτα. Καταπίνει το βάρος της συνείδησής του και τρομάζει όταν βλέπει στη βιβλιοθήκη του πατέρα του βιβλία όπως ο Ηλίθιος και το Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, θεωρώντας πως αυτά είναι ικανά να αποκαλύψουν τα κρυφά μυστικά του.
Η άπωση σύντομα θα φέρει την έλξη και στο τέλος τη συνάφεια. Τα δύο παιδιά σχετίζονται, μεγαλώνοντας ανακαλύπτουν μαζί τα σώματά τους (κολοβά και τα δύο: του αγοριού λόγω των τύψεων, του κοριτσιού λόγω του ατυχήματος), έρχονται τόσο κοντά που δεν γίνεται σαφές αν είναι μια πράξη μετάνοιας, υποχρέωσης ή ύστερης δικαίωσης για τον ήρωα.
Οι δραματικές αλλαγές στην οικογενειακή εστία και η εμμονή που αποκτάει με το σωσμένο κορίτσι καθορίζουν εν πολλοίς τη γοργή μετεξέλιξή του. Οι γονείς του χωρίζουν, ο πατέρας του βρίσκει θαλπωρή σε μια νεότερη γυναίκα κι ο ήρωας μένει με τη μητέρα του που με τη σειρά της κουβαλάει το δικό της μερτικό θλίψης. Παράλληλα, βρίσκει την Ιρένε, το κορίτσι του δυστυχήματος, και αρχικά εκπλήσσεται αρνητικά όταν διαπιστώνει πως του λείπει το ένα πόδι και είναι κατάστικτο από ουλές στο πρόσωπο. Η άπωση σύντομα θα φέρει την έλξη και στο τέλος τη συνάφεια. Τα δύο παιδιά σχετίζονται, μεγαλώνοντας ανακαλύπτουν μαζί τα σώματά τους (κολοβά και τα δύο: του αγοριού λόγω των τύψεων, του κοριτσιού λόγω του ατυχήματος), έρχονται τόσο κοντά που δεν γίνεται σαφές αν είναι μια πράξη μετάνοιας, υποχρέωσης ή ύστερης δικαίωσης για τον ήρωα.
Όταν όλα θα έρθουν στο φως, ο ήρωας θα κατανοήσει το πλήρες κενό μέσα στο οποίο περπατούσε τόσο καιρό. Οι γονείς του μαθαίνουν για τη σχέση τους (η μητέρα του πάντα υποψιαζόταν ότι είχε παίξει ρόλο με το ατύχημα) και το κορίτσι τού αποκαλύπτει πως είχε καταλάβει από νωρίς το βάρος της ενοχής που κουβαλούσε. Ο νεαρός ήρωας περπατάει συνεχώς σε ασταθές έδαφος. Η ψυχοσύνθεσή του είναι πηλός που διαλύεται πριν στεγνώσει. Αντί να διαμορφώσει την ταυτότητά του και να θέσει τα όρια του νέου του εγώ, πέφτει σε βαθύ χάσμα δίχως ελπίδα να γλιτώσει τη σύγκρουση. Το μόνο που μπορεί να τον σώσει είναι γίνει μέτοχος αυτού που φοβόταν. Να γράψει τη δική του ιστορία. Ίσως έτσι γίνει δεκτός από τον πατέρα του (οι πρώτες συγγραφικές προσπάθειές του έτυχαν της παγερής αδιαφορίας του μέντορά του), ακόμη και ως πλασματικός γιος. Ίσως έτσι καταφέρει να διατηρήσει άσβεστη μέσα του τη φλόγα της αγάπης για την Ιρένε (στο μεταξύ την έχει διώξει από τη ζωή του) και ζήσει μαζί της για πάντα.
Ο Μιγιάς παραδίδει τον ρόλο του αφηγητή στον μικρό – αυτομάτως τον βαραίνει με την ευθύνη να γεμίσει την ιστορία με τα λόγια ενός παιδιού που βρίσκεται σε κατάσταση βρασμού. Το μυθιστόρημα είναι βραχύ, απλώνει θεματικές που δεν αναπτύσσονται όλες επαρκώς (η ταύτιση με τον ντοστογεφσκικό κόσμο έρχεται και φεύγει δίχως την απαραίτητη εμβάθυνση), αλλά διατηρεί την αναγνωστική φρεσκάδα του ως το τέλος. Υπάρχει η αίσθηση του μέτρου στην πλοκή και της οικειότητας με τον ήρωα. Στοιχεία που λειτουργούν επ’ ωφελεία του βιβλίου. Το γεγονός ότι δεν αφαιρεί το χιούμορ, ιδιότητα αναπόσπαστη σε έναν νέο, ακόμη και προβληματικό, δείχνει πως ο Μιγιάς δεν είχε σκοπό να φτιάξει έναν μικρομέγαλο ήρωα. Προφανώς και έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα «βίαιης» ενηλικίωσης, με τη μόνη διαφορά πως ο δρόμος της αυτογνωσίας και της αποδοχής όχι μόνο δεν είναι ανέσπερος για τον ήρωα του βιβλίου, αλλά προϋποθέτει τη μύησή του στο «μαντείο» των τραυμάτων και των τύψεων. Εντέλει, την παραδοχή από μέρους του πως η «χτυπημένη» νεότητά του πάντα θα τον ακολουθεί. Η μετάφραση ανήκει στη Θεοδώρα Δαρβίρη.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΑΝ ΧΟΣΕ ΜΙΓΙΑΣ