Για το μυθιστόρημα του Σουλφί Λιβανελί «Ανησυχία» (μτφρ. Φραγκώ Καράογλαν, εκδ. Πατάκη).
Της Εύας Στάμου
Η σημαντικότερη διαπίστωση για τον Δυτικό αναγνώστη που δεν είναι εξοικειωμένος με τα προβλήματα που ταλανίζουν τη Μέση Ανατολή, είναι πως το Ισλάμ έχει πολλά πρόσωπα. Υπάρχει το Ισλάμ των θρήσκων Μουσουλμάνων με τον παραδοσιακό, σε μεγάλο βαθμό, τρόπο ζωής, που δεν ασχολούνται με την πολιτική και δεν έχουν την παραμικρή διάθεση να εμπλακούν σε βίαιες συμπεριφορές· υπάρχει το Ισλάμ των Τζιχαντιστών, που τυφλωμένοι από τον θρησκευτικό φανατισμό επιδίδονται σε ακραία βίαιες πράξεις, σκορπίζοντας τον τρόμο σε Μέση Ανατολή, Ευρώπη και Αμερική· και υπάρχει το Ισλάμ του Ανατολίτη με την ευρωπαϊκή μόρφωση και τις Δυτικές συνήθειες που απορρίπτει την προσκόλληση στις θρησκευτικές παραδόσεις και την παραβατικότητα που απορρέει από αυτές.
Η νοσταλγία για έναν κόσμο αλληλεγγύης και αθωότητας που ψυχορραγεί, για ένα ειρηνικό παρελθόν που ξεφτίζει, για μια παιδική ηλικία γεμάτη ελπίδα και προσδοκίες που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν –η επιστροφή, εντέλει, στον πρότερο εαυτό– είναι διάχυτη στην ιστορία του Λιβανελί.
Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι και ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας του Λιβανελί. Ο Ιμπραήμ, ένας νέος σε ηλικία δημοσιογράφος, επιστρέφει από την Πόλη στη γενέτειρά του, το Μάρντιν, στα βουνά πάνω από τη Συρία, σε έναν τόπο όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Ο Ιμπραήμ διηγείται με ψυχραιμία και δίχως προκαταλήψεις τη θλιβερή ιστορία της προσφυγοπούλας Μελεκνάζ και του συμμαθητή του Χουσεΐν. Η Μελεκνάζ κατάγεται από τη φυλή των Γεζιντί και είναι μάνα ενός τυφλού κοριτσιού. Ορισμένες εκφράσεις για τη συνύπαρξη του καλού και του κακού στη θεολογία των Γεζιντί έχουν δημιουργήσει τη λανθασμένη αντίληψη ότι πρόκειται για λάτρεις του Σατανά, με αποτέλεσμα να θεωρούνται εχθροί του Ισλάμ. Οι Τζιχαντιστές δολοφονούν τους άντρες και τα αγόρια των Γεζιντί και οδηγούν τις γυναίκες και τα κορίτσια στα σκλαβοπάζαρα της Συρίας, όπου κάθε Μουσουλμάνος, προσφέροντας ένα μικροποσό, μπορεί να τις αγοράσει, προκειμένου να τις εκμεταλλευτεί, είτε ως παλλακίδες είτε ως υπηρέτριες. Οι νεαροί αγωνιστές του Ισλάμ που προσπαθούν να επιβάλλουν με τη βία τον ισλαμικό νόμο σε φιλήσυχους κατοίκους της Μέσης Ανατολής, όπως είναι οι Γεζιντί, καταφθάνουν από κάθε μέρος του κόσμου στα υψίπεδα της Συρίας για να αγοράσουν νεαρές παρθένες, κατακτώντας τον μεταθανάτιο παράδεισο που τους έταξαν τα ιερά βιβλία, όσο βρίσκονται ακόμη εν ζωή.
Η νοσταλγία για έναν κόσμο αλληλεγγύης και αθωότητας που ψυχορραγεί, για ένα ειρηνικό παρελθόν που ξεφτίζει, για μια παιδική ηλικία γεμάτη ελπίδα και προσδοκίες που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν –η επιστροφή, εντέλει, στον πρότερο εαυτό– είναι διάχυτη στην ιστορία του Λιβανελί. Πνευματικά καλλιεργημένος και απαλλαγμένος από τις δεισιδαιμονίες, το φυλετικό μίσος και τη θρησκοληψία, ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας, στον οποίο ο συγγραφέας μοιάζει να προβάλλει στοιχεία του δικού του χαρακτήρα, νιώθει τις αξίες και τον τρόπο ζωής του να βάλλονται από τον σκοταδισμό του Ισλάμ, ακριβώς όπως θα ένιωθε κάθε Δυτικός διανοούμενος. Καταδικάζει τον φανατισμό που καταστρέφει ολόκληρες φυλές και ταυτόχρονα επιχειρεί να κατανοήσει τι πραγματικά έχει συμβεί στη Μέση Ανατολή, από την απόσταση –χιλιομετρική και συναισθηματική– που του προσφέρει η ζωή του στην κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη.
Υιοθετώντας μια μορφή λογοτεχνικής “θεραπευτικής” διαδικασίας κατά τη διάρκεια της οποίας ανοίγει την ψυχή του στους αναγνώστες και παραδέχεται τον πόνο και τη βαθιά ανησυχία του για την Ανατολή, τα όρια ανάμεσα στον αφηγητή και τον συγγραφέα του βιβλίου καταρρέουν για να απομείνει ολοζώντανη η αγωνία για το μέλλον.
Σε κάποιο σημείο το βιβλίου ο συγγραφέας, μέσα από τα λόγια του απελπισμένου, με όσα βλέπει και βιώνει, ήρωά του, δηλώνει: «… ο καημός μου δεν είναι να ακούσει όλος ο ντουνιάς τα όσα έγιναν… γράφω μόνο για να γιατρέψω τον εαυτό μου, για να μπορέσω να ξαναβρώ τη δύναμη να ζήσω ανάμεσα στα όντα που λέγονται άνθρωποι…». Υιοθετώντας μια μορφή λογοτεχνικής «θεραπευτικής» διαδικασίας κατά τη διάρκεια της οποίας ανοίγει την ψυχή του στους αναγνώστες και παραδέχεται τον πόνο και τη βαθιά ανησυχία του για την Ανατολή, τα όρια ανάμεσα στον αφηγητή και τον συγγραφέα του βιβλίου καταρρέουν για να απομείνει ολοζώντανη η αγωνία για το μέλλον, που σταδιακά καταλαμβάνει και τον αναγνώστη. Ο συγγραφέας κατασκευάζει μια ηρωική και –παρά τα δεινά και τα μαρτύριά της– δυνατή κι αλύγιστη γυναικεία φιγούρα που γυρίζει την πλάτη στην ελεημοσύνη των ξένων και διατηρεί μέχρι τέλους την περήφανη στάση της. Πρόκειται για μια ρομαντική και τελικά ωραιοποιημένη απεικόνιση που συμβολίζει την αντοχή και το σθένος των γυναικών της Ανατολής.
Η αποκαλυπτική ματιά του Λιβανελί ανοίγει ένα παράθυρο για τον Δυτικό αναγνώστη που επιθυμεί να καταλάβει καλύτερα από πού πηγάζει και ποιους αφορά αυτό που συμβαίνει στην πολύπαθη Μέση Ανατολή. Η αλήθεια ξεγυμνώνεται με τρόπο ευαίσθητο σε ένα κείμενο διαποτισμένο με συμπόνια για τα θύματα του Ισλάμ, με σκοπό όχι να σοκάρει ή να προκαλέσει, μα να συμβάλει στην κατάρριψη απαρχαιωμένων μύθων και προκαταλήψεων.
* Η ΕΥΑ ΣΤΑΜΟΥ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Η εκδρομή» (εκδ. Αρμός).