Για τη νουβέλα του Stefan Zweig «Μενορά - Το θαμμένο κηροπήγιο» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Άγρα).
Του Νίκου Ξένιου
H απόρριψη της πολιτικής από τον Στέφαν Τσβάιχ έγινε οξύτατη όταν ο συγγραφέας έστρεψε την αισθητική του όραση στο «σκοτάδι και τα ασαφή περιγράμματα» που χαρακτήριζαν τους Βιεννέζους διανοούμενους του fin-de-siècle. Από τον Ιανουάριο του 1933 και στο εξής ο συγγραφέας παρώτρυνε τους Εβραίους της κοινότητάς του να απέχουν από κάθε δημόσια αντιπαράθεση, ούτως ώστε να μη δίνουν λαβή σε αντισημιτικά σχόλια. Μέχρι το 1938 φαινόταν να υποτιμά τον Χίτλερ, αποδίδοντας τις ταλαιπωρίες των ομοθρήσκων του στη γενικότερη κατάσταση της προπολεμικής Ευρώπης. Το 1937 είχε ήδη ολοκληρώσει το DerbegrabeneLeuchter, μια αισιόδοξη αλληγορική νουβέλα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα με τον τίτλο: Μενορά – Το θαμμένο κηροπήγιο, σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου και με διαφωτιστικό επίμετρο του Παναγιώτη Κ. Τσούκα.1
Συμβολικό αντικείμενο εθνικής ακτινοβολίας
Ο λυρισμός στην απόδοση των ταλαιπωριών των ομοθρήσκων και ομοεθνών του κατά τη ρωμαϊκή-βυζαντινή εποχή είναι χαρακτηριστικός: ο Τσβάιχ έχει την πρόθεση (και, νομίζω, την υλοποιεί) να συγκινήσει τον αναγνώστη του σχετικά με το πεπρωμένο αυτού του πολυβασανισμένου, αδικημένου έθνους.
Οι πρώτοι Εβραίοι της Ρώμης ήσαν κυρίως έμποροι, που εγκαταστάθηκαν τον 1ο μ.Χ. αιώνα σε διάφορα λιμάνια της Μεσογείου, καταγόμενοι από τέσσερις, κυρίως, εβραϊκές οικογένειες που αιχμαλώτισε ο αυτοκράτορας Τίτος γύρω στο 70 μ.Χ. μαζί με τα ιερά τους αντικείμενα. Η παραδοσιακή χριστιανική εικονογραφία από το Βυζάντιο έως και σήμερα παριστά την εφτάφωτη λυχνία ως αντικείμενο που κανονικά ανήκει στην εβραϊκή κοινότητα της Ιερουσαλήμ. Η διαρκής καταδίωξη των Εβραίων επαναλαμβάνεται ως μοτίβο στον Μαρμάρινο Φαύνο του Ναθάνιελ Χώθορν, όπου η μενορά θάβεται από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο κοντά στον Τίβερη, το ποτάμι της Ρώμης: το αποτέλεσμα ήταν η εβραϊκή κοινότητα της Ρώμης να ζητά επανειλημμένως από το Βατικανό την άδεια αρχαιολογικών εκσκαφών στον Τίβερη. Στον Κόμη Βελισάριο του Ρόμπερτ Γκρέιβς η επτάφωτη λυχνία οδεύει προς την εκχριστιανισμένη Ιερουσαλήμ.
Αντίστοιχα, στο βιβλίο του Στέφαν Τσβάιχ ο εβραϊκός θρύλος της επτάφωτης λυχνίας (μενορά) ξεκινά από τον Ναό του Σολομώντα κατά την ύστερη ρωμαϊκή εποχή (455 μ.Χ.) και φτάνει έως την εποχή του Ιουστινιανού, διανοίγοντας ένα αμυδρό ελπιδοφόρο φως στο σκοτεινό τούνελ του ναζισμού που εξαπλώνεται. Εδώ, μετά από ταλαιπωρίες, κλοπές και δημιουργία αντιγράφου, το πρωτότυπο ιερό καντηλέρι θάβεται στον δρόμο μεταξύ της Γιάφα και της Ιερουσαλήμ, προκειμένου να διατηρηθεί ανέπαφο δια μέσου των αιώνων. Είναι αξιοσημείωτη η συμβολική βαρύτητα την οποία προσλαμβάνει αυτό το αντικείμενο στην ουμανιστική, διεθνική συνείδηση του συγγραφέα: αντίστοιχη με αυτήν του Τίμιου Σταυρού για τους χριστιανούς.
Ο λυρισμός στην απόδοση των ταλαιπωριών των ομοθρήσκων και ομοεθνών του κατά τη ρωμαϊκή-βυζαντινή εποχή είναι χαρακτηριστικός: ο Τσβάιχ έχει την πρόθεση (και, νομίζω, την υλοποιεί) να συγκινήσει τον αναγνώστη του σχετικά με το πεπρωμένο αυτού του πολυβασανισμένου, αδικημένου έθνους. Το πετυχαίνει εξιδανικεύοντας κάποιους χαρακτήρες και προσφεύγοντας στους θρύλους και την καταγραφή του ατομικού πεπρωμένου ενός αξιοπρεπούς προασπιστή της παράδοσης που θέτει τον εαυτό του «εκτός» («entzieht sich») υλικής πραγματικότητας, για να τον εξυψώσει ως το Ιδεώδες. Και, σε αφηγηματικό επίπεδο, φτάνει σε μιαν οραματική σύλληψη (στη σκηνή του ονείρου του Βενιαμίν), όπου το εβραϊκό έθνος δείχνει να πραγματώνει τον λόγο ύπαρξής του εγκαθιστάμενο σε απόλυτα σιωνιστικό πλαίσιο: στον ιδεώδη παραθαλάσσιο, γόνιμο, ειρηνικό τόπο της Χαναάν.
Ιδεολογικές καταβολές και αναζήτηση της πνευματικότητας
Η αναφορά στην Αιώνια Ιερουσαλήμ δεν μπορεί, ωστόσο, να κατατάξει τον Στέφαν Τσβάιχ στους σιωνιστές συγγραφείς: αντίθετα, η αλληλογραφία του που παρατίθεται στο επίμετρο, στο τέλος του βιβλίου, αποδεικνύει τον σκεπτικισμό του έναντι των κηρυγμάτων του σιωνισμού και την πεποίθησή τους σε ένα «ειδικού τύπου» πεπρωμένο των ανά την υφήλιο κατατρεγμένων Ισραηλιτών: «Η εβραϊκότητά μου δεν με επιβαρύνει, δεν με ενθουσιάζει, δεν με βασανίζει, δεν με διαφοροποιεί» γράφει ο συγγραφέας στον Μάρτιν Μπούμπερ, που εχρημάτισε ενεργό μέλος του σιωνιστικού κόμματος. «...τη νιώθω όπως νιώθω τους χτύπους της καρδιάς μου- τη νιώθω όταν τη σκέφτομαι, κι όταν δεν τη σκέφτομαι δεν τη νιώθω»: έτσι καθιστά σαφή την άποψή του περί εβραϊκότητας, διαχωρίζοντας τη θέση του από την ορθόδοξη σιωνιστική τοποθέτηση. Στη βιογραφία του του Εράσμου («Ο Έρασμος του Ρότερνταμ», 1934) ο Τσβάιχ απέδωσε αντίστοιχες ηθικές αναζητήσεις στον εβραϊκής καταγωγής Ολλανδό φιλόσοφο κατά την αντιπαράθεσή του προς τον Ελβετό Ιωάννη Καλβίνο, τον οποίο σκιαγράφησε αυταρχικό όπως ήταν ο Χίτλερ πριν από την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Παρά τις όποιες επιφυλάξεις για τον σκεπτικισμό του Τσβάιχ έναντι του εβραϊκού ιδεώδους, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο συνολικό έργο του, τα θρησκευτικά ζητήματα της Ευρώπης κατέχουν κεντρικό χαρακτήρα όχι τόσο ως δόγματα που αντιπαρατίθενται όσο ως πνευματικά σύμβολα που καθορίζουν το ήθος των ηρώων. Το «Μενορά» πρωτοδημοσιεύτηκε στη Βιέννη το 1937, εποχή κατά την οποία το κυνηγητό των Εβραίων από τους ναζί είχε γιγαντωθεί. Δεν μπορεί κανείς παρά να αναγνώσει τη νουβέλα στο ιστορικό της πλαίσιο. Στην Οστάνδη 1936 του Φόλκερ Βάιντερμαν ο bourgeois Τσβάιχ συζητά με τον Γιόζεφ Ροτ, τον Τόμας Μαν και τη Χάνα Άρεντ για έναν κόσμο που οριστικά παρέρχεται, για μια τομή στην ιστορική συνέχεια (βλ., σχετικά, εδώ). Η Αιώνια Ιερουσαλήμ του βιβλίου επ’ ουδενί ταυτίζεται με τον locum idealis της «πνευματικής» Ιερουσαλήμ όπου προσέβλεπε ο μεγάλος συγγραφέας.
Εθνικισμός ή επίγνωση των ριζών;
Η ραβινική και συναισθηματικά φορτισμένη αφήγηση αποκαλύπτει τη δύναμη της πίστης σε ένα ιερό σύμβολο, προσλαμβάνοντας διαστάσεις φιλοσοφικές και ψυχολογικές.
Το 1938, μετά από το αυστριακό Anschluss, o Tσβάιχ απελπίστηκε τελείως σχετικά με τη μοίρα των Ισραηλιτών. Αίσθηση εγρήγορσης έναντι του κινδύνου και έντονη αναποφασιστικότητα τον κατέτρυχαν διαρκώς. Φεύγοντας από την Αυστρία είχε εγκαταλείψει την ηλικιωμένη μητέρα του και ένα σωρό γνωστούς. Η απελπισία του –που τελικά τον οδήγησε και στην αυτοκτονία– ενισχύθηκε από την άρνηση της Σοβιετικής Ένωσης να παράσχει καταφύγιο σε τόσους και τόσους Εβραίους. Η σιωνιστική ονείρωξη δεν αρκούσε για να αναπτερώσει το ηθικό του. Η μοναδική λύση ήταν η προσφυγή του σε πνευματικότερες οδούς λύτρωσης, όπως φαίνεται στο βιβλίο του Ungeduld des Herzens (Επικίνδυνη Συμπόνια, μτφρ. Δημήτρης Κωστελένος, εκδ. Αγγελάκη). Άλλωστε, η συμπόνια και η ηθική δέσμευση απέναντι στο ιουδαϊκό ζήτημα υπήρξε γνώρισμα και άλλων συγγραφέων της Mitteleuropa της μεσοπολεμικής εποχής: του Άρθουρ Σνίτσλερ, του Φρανς Βέρφελ, του Γιόζεφ Ροτ, του Γιάκοπ Βάσερμαν, ακόμη και, εμμέσως, του Φραντς Κάφκα.
Η ραβινική και συναισθηματικά φορτισμένη αφήγηση του «Μενορά – Το θαμμένο κηροπήγιο» αποκαλύπτει τη δύναμη της πίστης σε ένα ιερό σύμβολο, προσλαμβάνοντας διαστάσεις φιλοσοφικές και ψυχολογικές: ο πρωταγωνιστής Βενιαμίν γίνεται με οδυνηρό τρόπο, στα νιάτα του, αυτόπτης μάρτυρας της επιβίβασης της μενορά σε ένα καράβι από τους βανδάλους του Γκιζέριχου, το 455 μ.Χ. Η παραμονή εν ζωή αυτού του «εκλεκτού» του Γιαχβέ διαρκεί ενενήντα χρόνια, για να τον οδηγήσει, σε βαθύ γήρας, ικέτη στο ανάκτορο του Ιουστινιανού. Γονυπετής μπροστά στον αδίστακτο, κυνικό Ιουστινιανό, ο Βενιαμίν αναλαμβάνει μιαν ευθύνη που φαντάζει αβάσταχτη, και που θα τον φέρει κοντά στον θάνατο: να επιστρέψει το κειμήλιο στον φυσικό του χώρο. Το μενορά παρίσταται, στο βιβλίο αυτό, ως το Ιερό Γκράαλ του Εβραϊσμού, η αντιπρόταση στον εθνικοσοσιαλισμό και στη βαρβαρότητα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Το τελευταίο βιβλίο του, είναι το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» από τις εκδ. Κριτική.
[1] Το βιβλίο έχει ξαναμεταφραστεί από τον Κ.Λ. Μεραναίο ως «Μενοράχ» (εκδόσεις «Κεραμεύς», «Αστέρι» και «Αστάρτη»)