Για το μυθιστόρημα του Γιάλμαρ Σέντερμπεργκ «Το σοβαρό παιχνίδι» (μτφρ. Αγγελική Νάτση, εκδ. Printa).
Του Θωμά Συμεωνίδη
Το Σοβαρό παιχνίδι του Γιάλμαρ Σέντερμπεργκ δημοσιεύτηκε το 1912 και μπορεί να θεωρηθεί ως η βασική συνεισφορά της σουηδικής λογοτεχνίας στο θέμα του τραγικού αδιεξόδου της αγάπης και να τοποθετηθεί στην ίδια ομάδα με έργα όπως η Άννα Καρένινα (1878) του Τολστόι και η Μαντάμ Μποβαρύ (1857) του Φλωμπέρ. Όπως και στο αριστουργηματικό Δόκτωρ Γκλας (1905) (μτφρ. Αγγελική Νάτση, εκδ. Printa), ο Σέντερμπεργκ αποδεικνύει ότι η δύναμη της γραφής του είναι η δύναμη της σκέψης του και αυτή η σκέψη είναι ο τρόπος με τον οποίο τοποθετείται απέναντι στις συμβάσεις της εποχής του και τις απόψεις των βασικών χαρακτήρων, και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο θέτει ερωτήματα και επανέρχεται σε αυτά με νέα ερωτήματα.
Ο Άρβιντ εμφανίζεται να προσπαθεί να προσανατολιστεί σε τρία διαφορετικά πεδία: το πρώτο είναι το ίδιο το πεδίο της ηθικής, το δεύτερο είναι το πεδίο της ζωής μετά το πανεπιστήμιο, δηλαδή η επαγγελματική σταδιοδρομία, και το τρίτο είναι το πεδίο του έρωτα.
Ο Άρβιντ Χουερνμπλούμ και η Λύντια Σίλλε είναι τα δύο βασικά πρόσωπα με τα οποία θα ξεκινήσει το μυθιστόρημα και με τα οποία θα τελειώσει. Τον Άρβιντ τον συναντούμε σε ηλικία είκοσι δύο ετών και φοιτητή Φιλοσοφίας. Στο τέλος του μυθιστορήματος, είναι τριάντα επτά ετών, αναγνωρισμένος συγγραφέας και δημοσιογράφος. Η Λύντια λίγο μικρότερή του. Στην τριτοπρόσωπη διήγηση του Σέντερμπεργκ μπορεί κάποιος να διακρίνει τη φωνή του Άρβιντ και μέσα από τα μάτια του Άρβιντ διαμορφώνεται και η δική μας αντίληψη για τη Λύντια. Με αυτό τον τρόπο, όπως επισημαίνει στο επίμετρο η Αγγελική Νάτση, το Σοβαρό παιχνίδι χαρακτηρίζεται από μια ιδιαιτερότητα: «είναι από τις ελάχιστες κλασικές ερωτικές ιστορίες στις οποίες ο πρωταγωνιστής που ενδύεται τον ρόλο του θύματος –κι έτσι κερδίζει τις περισσότερες συμπάθειες– είναι άντρας».
Το επίμετρο της Νάτση είναι εξαιρετικό και παρέχει δύο διαφορετικά ερμηνευτικά διαγράμματα. Το πρώτο σχετίζεται με την ανάλυση του ίδιου του βιβλίου, ως μυθοπλασίας. Το δεύτερο, παρέχοντας βιογραφικά στοιχεία για τον Σέντερμπεργκ, τη γυναίκα του Μέρτα και τη Μαρία φον Πλάτεν, αποκαλύπτει τα πραγματικά σημεία φυγής της μυθοπλαστικής σύνθεσης. Με όρους αντιστοιχίας, ο Άρβιντ είναι ο Σέντερμπεργκ, η Μέρτα είναι η γυναίκα του Άρβιντ (η Ντάγκμαρ), η Λύντια είναι η Μαρία. Το Σοβαρό παιχνίδι δεν είναι ασφαλώς αυτοβιογραφία και ο Σέντερμπεργκ έχει φροντίσει ως συγγραφέας να κάνει τις απαραίτητες μυθοπλαστικές αναγωγές προκειμένου το έργο του να αποτελέσει ένα διεισδυτικό σχόλιο για τον έρωτα και την αγάπη, και όχι μια στείρα παράθεση λεπτομερειών και επεισοδίων από την προσωπική του ζωή. Αυτό βέβαια δεν απέκλεισε το γεγονός πρόσωπα της πραγματικής ζωής να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους μέσα στο έργο. Αυτό έγινε με τη Μαρία, της οποίας η ακριβής αντίδραση παραμένει άγνωστη. Ωστόσο, ο Σέντερμπεργκ, απευθυνόμενος μέσω επιστολής στον Henning von Melsted, επίσης συγγραφέα και εραστή της Μαρίας (ουσιαστικά πρόκειται για απιστία της Μαρίας η οποία μεταπλάθεται από τον Σέντερμπεργκ και αποτελεί ένα από τα κρίσιμα επεισόδια στο Σοβαρό παιχνίδι), προσπαθεί να δικαιολογηθεί για το γεγονός ότι αυτό το περιστατικό χρησιμοποιήθηκε ως υλικό για το μυθιστόρημά του: Σ’ εσένα, που είσαι και ο ίδιος συγγραφέας και σίγουρα έχεις βιώσει πολλές επώδυνες μάχες ανάμεσα στον συγγραφέα και τον άνθρωπο, δεν χρειάζεται να εξηγήσω ότι ούτε που μου πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσα να τη βλάψω με Το Σοβ. Παιχνίδι. Επίσης, στην τελευταία μας συνάντηση προσπάθησα να της εξηγήσω το εξής: ότι ο συγγραφέας δεν διαλέγει το θέμα του όπως διαλέξει κάποιος το φαγητό του από ένα μενού εστιατορίου. Αντιθέτως, το ίδιο το θέμα επιβάλλεται στον συγγραφέα και τον αναγκάζει να γράψει για να εξιλεωθεί από πράγματα που τον ροκάνιζαν για χρόνια και τον έφθειραν μυστικά.
Ο Γιάλμαρ Σέντερμπεργκ |
Ένα από τα στοιχεία που προσδίδουν βάθος στο έργο του Σέντερμπεργκ είναι το γεγονός ότι τόσο στο Δόκτωρ Γκλας όσο και στο Σοβαρό παιχνίδι οι βασικοί χαρακτήρες προσπαθούν να προσεγγίσουν ένα τυπικό πλαίσιο ηθικής που θα τους παρέχει προσανατολισμό στις σκέψεις και στις πράξεις τους. Στην περίπτωση του Τύκο Γκάμπριελ Γκλας αυτή η αναζήτηση στον χώρο της ηθικής είναι πιο εκλεπτυσμένη και πιο ώριμη, τον συναντούμε στη αρχή του έργου να δηλώνει τριάντα τριών ετών. Το δίλημμα με το οποίο είναι επίσης αντιμέτωπος, η διάπραξη ή όχι ενός φόνου, έχει αντικειμενική κρισιμότητα. Στο Σοβαρό παιχνίδι από την άλλη, ο Άρβιντ εμφανίζεται να προσπαθεί να προσανατολιστεί σε τρία διαφορετικά πεδία: το πρώτο είναι το ίδιο το πεδίο της ηθικής, το δεύτερο είναι το πεδίο της ζωής μετά το πανεπιστήμιο, δηλαδή η επαγγελματική σταδιοδρομία, και το τρίτο είναι το πεδίο του έρωτα. Ο Άρβιντ λοιπόν εμφανίζεται στην αρχή του μυθιστορήματος με συγκεκριμένες απόψεις και αναζητήσεις. Θέλει να ζήσει τη ζωή του και δεν αντέχει στην ιδέα ότι κάποιος τον περιμένει (η Λύντια), ότι κάποιος μπορεί να περιμένει κάτι από αυτόν. Ωστόσο, η σκέψη της Λύντια τον κατατρώει. Τον παρακολουθούμε επίσης στην αρχή του βιβλίου να διαβάζει πανεπιστημιακά εγχειρίδια Ηθικής αναζητώντας κάποιους κανόνες, μέχρι να καταλήξει ότι αυτό που έχει σημασία είναι η ίδια η φωνή της συνείδησης.
Αυτή η καταβύθιση του Άρβιντ είναι συγκλονιστική. Νήματα σκέψεων, συναισθημάτων, προοπτικών ξετυλίγονται καθώς καταβυθίζεται, με το κρίσιμο ερώτημα του αδιέξοδου έρωτα να πλανάται φασματικά στο μυθιστόρημα: είναι ο Άρβιντ που δεν γνωρίζει τον εαυτό του και τα όριά του ή είναι η σταδιακή αποκάλυψη της αθέατης πλευράς της ζωή της Λύντια που τον κατευθύνει σε αυτή την καταβύθιση;
Η φωνή της συνείδησης και κυρίως η αναπαράσταση της διακύμανσής της που μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στον πολυμερισμό της βρίσκει την απόλυτη έκφρασή της στο Δόκτωρ Γκλας και σε εκείνα τα σημεία του εσωτερικού διαλόγου όπου η μία φωνή φέρει την άλλη, η μία θέση (αιτιολόγηση) φέρει την αντίθεσή της. Στο Σοβαρό παιχνίδι, η πιο ουσιαστική στιγμή μιας τέτοιας διερώτησης έχει περισσότερο επεξηγηματικό χαρακτήρα και παρέχεται από κάποιον τρίτο, στην προκειμένη περίπτωση τον Μαρκέλ, ο οποίος, επικαλούμενος τη φιλοσοφία του Κάντ, προσπαθεί να εξηγήσει στον Άρβιντ το βασικό περίγραμμα της σύγκρουσης που βιώνει. Ωστόσο, η ένταση στο Σοβαρό παιχνίδι είναι ουσιαστική και όχι περιγραφική, ας μην ξεχνάμε ότι το βιβλίο γράφτηκε μετά τον Δόκτωρ Γκλας και, επομένως, από έναν Σέντερμπεργκ πιο ώριμο συγγραφικά και στοχαστικά. Και είναι ουσιαστική η ένταση στο Σοβαρό Παιχνίδι γιατί παρά το γεγονός ότι ο Άρβιντ δεν έχει φτάσει το επίπεδο αυτοσυνειδησίας στο οποίο βρίσκεται ο Γκλας, η ένταση στο Σοβαρό παιχνίδι προέρχεται από τη συνεχή διάψευση των απόψεων και των προσδοκιών του Άρβιντ. Στον Γκλας η σύγκρουση είναι εσωτερική κατά κύριο λόγο, στον Άρβιντ η σύγκρουση δεν είναι αμιγώς εσωτερική καθώς δεν τροφοδοτείται από τις ίδιες τις σκέψεις του ήρωα, αλλά από την αποκάλυψη στοιχείων που σχετίζονται με τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου, στην προκειμένη περίπτωση της Λύντια.
Ο Άρβιντ ζει μια διπλή ζωή και είναι πολύ σημαντικό που ο Σέντερμπεργκ πλαισιώνει την αφήγηση αυτής της ζωής με γεγονότα και στοιχεία για σημαντικά ιστορικά και κοινωνικά ζητήματα, αναφορές σε υπαρκτά πρόσωπα της πολιτικής και της τέχνης. Με αυτόν τον τρόπο, η καταβύθιση του Άρβιντ έχει ένα μέτρο αναφοράς και αυτό είναι η αντικειμενική πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Αυτή η καταβύθιση του Άρβιντ είναι συγκλονιστική. Νήματα σκέψεων, συναισθημάτων, προοπτικών ξετυλίγονται καθώς καταβυθίζεται, με το κρίσιμο ερώτημα του αδιέξοδου έρωτα να πλανάται φασματικά στο μυθιστόρημα: είναι ο Άρβιντ που δεν γνωρίζει τον εαυτό του και τα όριά του ή είναι η σταδιακή αποκάλυψη της αθέατης πλευράς της ζωή της Λύντια που τον κατευθύνει σε αυτή την καταβύθιση; Είναι τέτοιος ο στοχασμός του Σέντερμπεργκ που για κανέναν από τους χαρακτήρες δεν μπορούμε να νιώσουμε την οριστική και απόλυτη συμπάθεια, απόρριψη ή καταδίκη. Ο καθένας με τον τρόπο του συμμετείχε σε αυτό το παιχνίδι που είναι ο έρωτας και το παρουσιάζει ως τέτοιο ο Σέντερμπεργκ επιλέγοντας να θίξει κάθε διάσταση που συμμετέχει σε αυτό, από την πιο ιδεαλιστική –την ιδέα της πλήρους αφοσίωσης σε ένα πρόσωπο, της αναμονής, της εμπιστοσύνης, της αποκλειστικότητας– μέχρι την πιο πραγματιστική ή και κυνική κάποιες φορές – τον εγωισμό, την κοινωνική και οικονομική αποκατάσταση, τη συντροφικότητα ως αντίδοτο στη μοναξιά και την ανία.
Όπως και στην περίπτωση του Δόκτωρ Γκλας, τα ερωτήματα είναι και πάλι περισσότερα από τις απαντήσεις και το τέλος ανοιχτό. Ο Άρβιντ θα επιλέξει τη φυγή και θα αφεθεί στις τύχες μιας άλλης κίνησης – «και το τρένο κυλούσε στις ράγες». Ο Γκλας θα παραμείνει, γράφοντας στο ημερολόγιό του: «και η ζωή πέρασε από μπροστά μου».
* Ο ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.
→ Στην κεντρική εικόνα: Φωτογραφία από την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου (2016) σε σκηνοθεσία Pernilla August.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Δεν αντέχω να υποκρίνομαι κάθε μέρα στη γυναίκα που υποσχέθηκα να αγαπώ στα καλά και στα άσχημα. Δεν μπόρεσα να κρατήσω αυτή την υπόσχεση, ήδη την αθέτησα. Πρέπει όμως να της το πω. Να της πω ότι ο καθένας πρέπει να τραβήξει τον δρόμο του, ότι πρέπει να χωρίσουμε. Πρέπει να βάλω τάξη στη ζωή μου, να ξέρω τι θέλω. Δεν αντέχω αυτή την ψεύτικη ζωή. Και αφού οι σκέψεις προχώρησαν τόσο πολύ κάτι έγινε και όλα πάγωσαν. Οι λεπτομέρειες, το πρακτικό του θέματος, τι θα έλεγε στην Ντάγκμαρ και πώς θα κανόνιζαν την κατάσταση, όχι μόνο τα οικονομικά – όλα αυτά μετατράπηκαν σε ένα ασυνάρτητο χάος που δεν μπορούσε να πάρει συγκεκριμένη μορφή».
TA BIBΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΛΜΑΡ ΣΕΝΤΕΡΜΠΕΡΓΚ