Για το μυθιστόρημα του Πέντρο Χουάν Γκουτιέρες «Ο βασιλιάς της Αβάνας» (μτφρ. Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, εκδ. Μεταίχμιο).
Του Παναγιώτη Γούτα
Το βιβλίο Ο βασιλιάς της Αβάνας ξεκινά μ’ ένα τραγικό περιστατικό που λειτουργεί ως τραγική ειρωνεία ή, καλύτερα, ως φάρσα για τον δεκατριάχρονο Ρέι, ένα αγόρι που ζει σε μια φτωχογειτονιά της Αβάνας. Είναι ο μόνος επιζών ενός οικογενειακού δράματος, στο οποίο μάνα, γιαγιά και αδελφός βρίσκουν φριχτό θάνατο μέσα σε μια στιγμή, ενώ ο άλαλος και απονευρωμένος Ρέι απλώς κοιτάζει άπραγος το αναπάντεχο που συνέβη μπροστά του. Μάρτυρας για το συμβάν δεν υπάρχει κανένας, και όταν φτάνει η αστυνομία συλλαμβάνει το δεκατριάχρονο αγόρι, το οποίο, σοκαρισμένο, δεν ανοίγει καν το στόμα του για να επικαλεσθεί την αθωότητά του και να υπερασπισθεί τον εαυτό του.
Η συνέχεια, γεμάτη ανατροπές και εκπλήξεις. Σύλληψη, αναμορφωτήριο, πρώτη επαφή με ανθρώπους του περιθωρίου, σεξουαλικές οχλήσεις, τατουάζ, δύο πέρλες στον προικισμένο φαλλό του εφήβου, μετά δραπέτευση, άγρια περιπλάνηση στους δρόμους της Αβάνας πάντα με τον φόβο κάποιας νέας σύλληψης, σκληρή ενηλικίωση on the road, μια τετραετία γεμάτη μικροκλοπές, χινετέρας, τραβεστί, μικροπωλητές, μετακομίσεις σε εγκαταλελειμμένα κτήρια, κλεμμένους πίνακες ζωγραφικής, μπεκρήδες, ναρκομανείς, άφθονο σεξ, χαρτορίχτρες που ορέγονται νεαρούς και κάνουν πνευματικούς «καθαρισμούς», μια ανηλεής, σχεδόν ζωώδης περιπλάνηση μέσα στη φτώχεια και στην πλήρη ανθρώπινη εξαθλίωση, για να προκύψει ένα τέλος σκληρότερο και τραγικότερο κι απ’ την πιο σκληρή και τραγική εκδοχή της ίδιας της ζωής. Όρνεα πεινασμένα, δίπλα σε μια τεράστια χωματερή, να γεύονται το νόστιμο λιπόσαρκο σώμα του εφήβου Ρέι, ο οποίος, λίγες σελίδες πριν, μόλις είχε προλάβει να θάψει, κακήν κακώς, το μισοσαπισμένο πτώμα της Μάγδας, μιας λερής χινετέρας που ωστόσο ο Ρέι την αγάπησε βαθιά, μέσα σε λίτρα ρούμι, επαναλαμβανόμενο σεξ, σκηνές ζηλοτυπίας και μια συμπεριφορά εκ μέρους του που εναλλασσόταν από την πιο τρυφερή αγάπη μέχρι τη βιαιότερη οργή και εκδίκηση.
Στην παράδοση του βρόμικου ρεαλισμού
Ο έφηβος ήρωας Ρέι (λογοπαίγνιο το όνομά του με τη λέξη βασιλιάς) θυμίζει σε πολλά σημεία τον Χόλντεν Κόλφιλντ του Σάλιντζερ, στον Φύλακα στη σίκαλη, συνεχώς περιπλανιέται, θυμάται, βρίζει, ζει με ωμότητα και κυνισμό τη στιγμή του παρόντος, αδιαφορώντας για παρελθόν και μέλλον.
Ο Γκουτιέρες στήνει ένα σκληρό, άμεσο, αντιλυρικό βιβλίο, πιστός στην παράδοση του βρόμικου ρεαλισμού. Ο έφηβος ήρωας Ρέι (λογοπαίγνιο το όνομά του με τη λέξη βασιλιάς) θυμίζει σε πολλά σημεία τον Χόλντεν Κόλφιλντ του Σάλιντζερ, στον Φύλακα στη σίκαλη, συνεχώς περιπλανιέται, θυμάται, βρίζει, ζει με ωμότητα και κυνισμό τη στιγμή του παρόντος, αδιαφορώντας για παρελθόν και μέλλον, κι όλο επιστρέφει στη Μάγδα, όπως ο Κόλφιλντ επέστρεφε τρυφερά στην αδελφούλα του, τη Φοίβη, για να την υπερασπιστεί και να την προστατέψει. Διαβάζουμε στη σελ. 224 του βιβλίου: «Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μέρα τη μέρα. Ο Ρέι ζούσε το λεπτό. Μόνο το συγκεκριμένο λεπτό που ανέπνεε. Αυτό είχε ζωτική σημασία για την επιβίωσή του, αλλά ταυτόχρονα τον καθιστούσε ανίκανο να προχωρήσει με θετικό τρόπο. Ζούσε όπως ζει το νερό που λιμνάζει σε μια λακκούβα, ακίνητο, μολυσμένο, σιχαμερό, που εξατμίζεται ενώ σαπίζει. Κι εξαφανίζεται». Παράλληλα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην αφήγηση παρουσιάζουν οι αναρωτήσεις του εφήβου που κρύβουν –σχεδόν πάντα– ένα βίαιο πρωτογονισμό αλλά και έντονο και αυξημένο αίσθημα αυτοσυντήρησης και επιβίωσης, μέχρι τον απροσδόκητο χαμό του.
Στο Ο βασιλιάς της Αβάνας θα συναντήσουμε πολλά αφηγηματικά στοιχεία και στερεότυπα από παλιότερα βιβλία του Γκουτιέρες: ο υπερσεξουαλισμός των ηρώων του, η αποσύνθεση και η ηθική χαλάρωση των ηθών της Κούβας, το ερωτικό γυναικείο δίπολο (Μάγδα-Σάντρα) που βασανίζει (μεταξύ άλλων εφήμερων επαφών) τον Ρέι, θυμίζοντάς μας το Ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα, με το σεξουαλικό δίπολο Σουηδέζα-Κουβανή, που ταλάνιζε τον εκεί αφηγητή, η πείνα και η εξαθλίωση της Αβάνας, η εμβληματική παραλιακή λεωφόρος Μαλεκόν με όλη την ερωτική της μυθολογία, οι θρησκευτικές δοξασίες των Κουβανών, αλλά και οι μεστές υπαρξιακές αναρωτήσεις του συγγραφέα-αφηγητή, όλα αναπτύσσονται δημιουργικά σ’ αυτό το σκληρό αλλά τόσο αληθινό βιβλίο.
Αντιγράφω κάποια από τα, κατά τη γνώμη μου, δυνατά σημεία της αφήγησης του Γκουτιέρες, που καθηλώνουν με την αλήθεια και την ευθύτητα της διατύπωσής τους:
Σελ. 51: «Ο φτωχός σε μια φτωχή χώρα μπορεί μόνο να περιμένει το χρόνο να περάσει και να έρθει η ώρα του. Και στο μεσοδιάστημα, από τη στιγμή που γεννιέται μέχρι που πεθαίνει, το καλύτερο είναι να προσπαθεί να μην πηγαίνει γυρεύοντας μπελάδες. Αλλά ορισμένες φορές σε γυρεύουν οι μπελάδες. Πέφτουν από τον ουρανό. Έτσι, δωρεάν. Χωρίς να τους γυρεύεις».
Σελ. 103: «Η λεπτότητα της αγάπης είναι πολυτέλεια. Το να την απολαμβάνεις είναι μια υπερβολή που δεν ταιριάζει στους στωικούς».
Σελ. 117: «Ο άνθρωπος όλα τα συνηθίζει. Εάν κάθε μέρα τού δίνουν μια κουταλιά σκατά, στην αρχή του έρχεται αναγούλα, και μετά ζητάει μόνος του με αγωνία την κουταλιά του με τα σκατά και καταστρώνει σχέδια για να φάει δυο κουταλιές και όχι μόνο μία».
Σελ. 121: «“ Η μόνη περιουσία του φτωχού είναι η πείνα” έλεγε η γιαγιά του όταν ακόμη μιλούσε. Από μικρό τον είχαν μάθει να μην δίνει σημασία σ’ αυτήν την περιουσία. Να κάνει σαν να μην υπήρχε. “Ξέχνα την πείνα γιατί δεν υπάρχει τίποτα για φαΐ ” τον φώναζε η μάνα του πάντα, κάθε μέρα, κάθε ώρα».
Σελ. 222: «Εκείνο το μέρος ήταν καλό. Βρόμικο, μισογκρεμισμένο, ετοιμόρροπο, όλα κατεστραμμένα, αλλά ο κόσμος έμοιαζε άτρωτος. Ζούσαν κι ευγνωμονούσαν τους αγίους κάθε μέρα και το απολάμβαναν. Μέσα στα ερείπια και τη βρόμα, αλλά το απολάμβαναν».
Απομυθοποίηση της πόλης της Αβάνας
Ο Γκουτιέρες απομυθοποιεί την Αβάνα δεόντως, αναδεικνύοντας πτυχές και όψεις της πόλης που σχετίζονται με την εκπόρνευση των φτωχών ανθρώπων της, τη βρόμα, την εξαθλίωσή της, τη βία των σκοτεινών και κακόφημων δρόμων της.
Η Αβάνα του Γκουτιέρες, η Αβάνα του 1998, έχει μια έντονη πτυχή, που ίσως κάνει τους υπέρμαχους του υπαρκτού σοσιαλισμού να θυμώσουν, καθότι συνήθισαν να βλέπουν, με μυωπικά γυαλιά, μόνο τις ενδεχόμενες αρετές του εν λόγω συστήματος. Ο Γκουτιέρες απομυθοποιεί την Αβάνα δεόντως, αναδεικνύοντας πτυχές και όψεις της πόλης που σχετίζονται με την εκπόρνευση των φτωχών ανθρώπων της, τη βρόμα, την εξαθλίωσή της, τη βία των σκοτεινών και κακόφημων δρόμων της. Αλλά και το καθεστώς της Κούβας καυτηριάζει ο συγγραφέας, που μέχρι πρότινος αδυνατούσε να τυπώσει τα βιβλία του στη χώρα του, έχοντας το στίγμα του «αντιδραστικού» και του «μηδενιστή» λογοτέχνη. Γράφει σχετικά ο Γκουτιέρες: «Και ποιες είναι οι απαιτήσεις; (για να μπεις στη ζώνη dollar και να ευημερήσεις σ’ αυτήν τη χώρα). Πρέπει να είσαι απόφοιτος πανεπιστημίου, του κόμματος, κάτω από τριάντα χρονών, να μιλάς μια ξένη γλώσσα». Και παρακάτω: «Όλο και κάποιος γέρος μουρμούριζε: “Αυτοί γίνονται εκατομμυριούχοι και η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα. Είναι εναντίον του λαού, όλα εναντίον του λαού”. Κανείς δεν του έδινε σημασία. Ορισμένοι γέροι εξακολουθούσαν να ελπίζουν ότι η κυβέρνηση όλο και κάτι θα έλυνε. Τους είχαν πιπιλίσει τόσο το μυαλό μ’ αυτήν την ιδέα, που είχε περάσει στα γονίδιά τους». Η μετάφραση της Κλεοπάτρας Ελαιοτριβιάρη άμεση, εύστοχη, με εμβόλιμες νεανικές φράσεις αργκό, μετέφερε επιτυχώς όλον τον αισθησιασμό, τον ερωτισμό, τη λαγνεία, τον κυνισμό αλλά και την τρυφερότητα της αφήγησης του Γκουτιέρες.
Ο Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες, ο νεότερος της παράδοσης του βρόμικου ρεαλισμού, έστησε ένα τολμηρό, άμεσο, ειλικρινές και έντιμο μυθιστόρημα, συνεχίζοντας στον δρόμο των κορυφαίων του είδους, του Μπουκόφσκι, του Σάλιντζερ, του Κάρβερ, του Τσίβερ, του Τομπάιας Γουλφ, του Κόρμακ Μακάρθυ και τόσων άλλων δημιουργών. Πάτησε δηλαδή, δημιουργικά, σε ό,τι πιο ευθύ, άμεσο, γήινο, χωμάτινο και ειλικρινές έχει γραφτεί ως τώρα από τους αιώνιους μάστορες της αμερικανικής ηπείρου, και κατάφερε, με ακόμα ένα βιβλίο του, να μας εκπλήξει.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ PEDRO-JUAN GUTIERREZ