Για το μυθιστόρημα του Zia Haider Rahman «Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε» (μτφρ. Ανδρέας Μιχαηλίδης, εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Όπως η ζωή, έτσι και η μουσική, ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, αλλάζουν δίχως να κοιτάζουν τη δικιά σου μελαγχολία. Τα πράγματα προχωρούν, μαζί και η έκφρασή τους. Η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν. Το ίδιο και ο έρωτας, η αγάπη, η φιλία. Η ρευστότητα και το εφήμερο, το παροδικό, είναι η ανθρώπινη κατάσταση. Και οι δημιουργοί αξιώσεων ξέρουν καλά να οργανώνουν το υλικό τους και να μεθοδεύουν την έκφραση του εν λόγω υλικού με τα τηλεσκόπια, τα μικροσκόπια και τα περισκόπιά τους πάντα εστιασμένα σε αυτό που διαρκώς μεταβάλλεται, στα ίχνη που αφήνει στο διάβα του ο χρόνος, στον δόλο του Λόγου και της Ιστορίας. Ο σάκος του επίμονου αναγνώστη κουβαλάει, συχνά, μυθιστορήματα που αδράχνουν το πνεύμα των εκάστοτε καιρών, που δεν είναι αγκυλωμένα σε ιδεολογικά γρανάζια, που ξέρουν να καταγράφουν αυτό που συμβαίνει, που παρακολουθούν με την προσήλωση του επιστήμονα τη γεωπολιτική των παθών, που δεν αντιμετωπίζουν με τρόμο τις αλλαγές, που δεν φυγοπονούν απέναντι στην τόσο απαιτητική εργασία που συνίσταται στο να ζεις στους καιρούς σου και να καταγράφεις, πάντα κριτικά, τα όσα διαδραματίζονται στην εποχή σου. Το ογκώδες μυθιστόρημα Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε του Zia Haider Rahman (μτφρ. Ανδρέας Μιχαηλίδης, εκδ. Πόλις) ανήκει στα έργα αυτά που θέλουν να είναι κοίλα κάτοπτρα των καιρών μας.
Γεννημένος στο πολύπαθο Μπανγκλαντές στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Rahman μεγαλώνει στη Μεγάλη Βρετανία, ζει σε συνθήκες μεγάλης ένδειας, καταφέρνει να κάνει λαμπρές σπουδές, γίνεται στέλεχος στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ζει από τα μέσα τη φρενήρη παράνοια της άκρατης και άκριτης πρόσδεσης στο άρμα της μεγιστοποίησης του κέρδους.
Γεννημένος στο πολύπαθο Μπανγκλαντές στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Rahman μεγαλώνει στη Μεγάλη Βρετανία, ζει σε συνθήκες μεγάλης ένδειας, καταφέρνει να κάνει λαμπρές σπουδές, γίνεται στέλεχος στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ζει από τα μέσα τη φρενήρη παράνοια της άκρατης και άκριτης πρόσδεσης στο άρμα της μεγιστοποίησης του κέρδους. Συσσωρεύει εμπειρίες, συνάζει (και επεξεργάζεται δημιουργικά, ως φαίνεται) πληροφορίες και υλικό, και, ακούγοντας θαρρείς μυστηριωδώς τη φράση του ποιητή Νίκου Καρούζου «γράφοντας εκδικούμαστε τα πράγματα» φιλοτεχνεί μια μεγαλειώδη τοιχογραφία του κόσμου στον οποίο ζούμε τις τελευταίες ιλιγγιώδεις δεκαετίες.
Το πρόσχημα είναι λιτά υποτυπώδες: δύο φίλοι συναντιούνται ύστερα από χρόνια, ο ένας έρχεται, τσαλακωμένος από τις αναταράξεις του βίου του, στο κατώφλι του επί χρόνια λίαν τακτοποιημένου δεύτερου, ο οποίος βρίσκεται, για πρώτη φορά στη ζωή του, στα πρόθυρα μιας κοινωνικής, οικονομικής, και ψυχολογικής κατάρρευσης, θύμα και αυτός του γενικότερου στραπάτσου που προκάλεσε η μανία της κερδοσκοπίας (την οποία υπηρέτησε πιστά και ο ίδιος).
Οι δύο φίλοι, ο Ζαφάρ και ο ανώνυμος αφηγητής, επανασυνδέονται και συζητούν. Η ζωή του πρώτου εκτυλίσσεται σαν μαγνητοταινία στα μύχια ηχεία του δεύτερου, αποτυπώνεται σε σημειωματάρια, έγγραφα, ντοκουμέντα, φωτογραφίες που αφήνει ο Ζαφάρ στα χέρια του φίλου του. Σε αυτό το υλικό, στα στιγμιότυπα που γίνονται σεκάνς, σκηνές ολόκληρες και αλληλουχίες συμβάντων και περιπετειών, συνοψίζονται οι βηματισμοί και τα άλματα μιας εποχής που κινείται με τέτοια ταχύτητα ώστε είναι δύσκολη η κατανόηση και η ερμηνεία της.
Ο Ζαφάρ είναι το συμπληρωματικό νεγκατίφ του αφηγητή: φύσει ταλαντούχος, ιδιοφυής, παράτολμος, ανοιχτός στην περιπέτεια, κυνηγός της γνώσης που δεν παρέχεται από τα έδρανα αλλά αποκτάται μέσα από τη βιωμένη στιγμή, αντισυμβατικός, ελισσόμενος διαρκώς στο υπάρχον πλαίσιο που τείνει να του επιβληθεί, ανθρώπινος πολύ ανθρώπινος στην αναζήτηση της εσώτερης, αλλά και κοινωνικής, αλήθειας. Η εμμονή του Ζαφάρ με τα μαθηματικά φανερώνει την αγωνία του να βρει μια μέθοδο που θα του επιτρέψει να φτάσει σε μια διαύγαση, σε μια επίγνωση που σταθεροποιεί, που κρυσταλλώνει τη γνώση, καίτοι βαθιά μέσα του συνειδητοποιεί ότι αυτό δεν είναι εντέλει εφικτό, ότι πάντα κάτι θα διαφεύγει, κάτι θα μένει σε εκκρεμότητα, κάτι θα παραμένει αίνιγμα που ανοίγεται, βασανιστικά και οδυνηρά, σε άλλα αινίγματα. «Ποιος αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω / με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό» ιδού το ζήτημα, αιώνιο και αέναο, των ανθρώπων (ιδίως της εποχής μας) που βλέπουν τις βεβαιότητές τους να σωριάζονται σε ερείπια, που αναζητούν ένα έρμα και ένα έρεισμα ώστε να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Για τον Ζαφάρ, κάθε ανάμνηση είναι ένα work in progress, «ένα έργο σε εξέλιξη», κάθε έννοια υπόκειται στη διαδικασία της ρευστότητάς της για να αντικατασταθεί από μιαν άλλη που, με τη σειρά της, θα γίνει ρευστή επίσης. Όλα, τα πάντα, η κατάσταση των πραγμάτων και τα γεγονότα της ζωής μας, γίνονται ένα παλίμψηστο, κι εμείς γινόμαστε/είμαστε «ταξιδιώτες χωρίς πλαίσιο αναφοράς» λέει ο Ζαφάρ στον φίλο του. «Κάθε φορά που θυμόμαστε κάτι, η μελλοντική μας ανάμνηση αυτού του πράγματος μεταβάλλεται, σαν να γράφουμε και να ξαναγράφουμε τη μνήμη με μια νέα μνήμη, έπειτα από κάθε χρήση· πρόκειται για ένα διαρκές παλίμψηστο». Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο.
Ο Zia Haider Rahman |
Ο Rahman συνθέτει το μεγαλειώδες, από όλες τις απόψεις, μυθιστόρημά του, σε μια παρτιτούρα όπου χορεύουν κρίσιμες στιγμές της μυθιστοριογραφίας (τα επιτεύγματα του W.S. Sebald, ιδίως) αγκαλιασμένες με τη φιλοσοφία (απλώνεται σε όλες τις σελίδες του το έργο του Immanuel Kant).
Και όντως: «Έχεις ένα τσιγάρο;» ρωτάει ο Ζαφάρ τον φίλο του – έναν φίλο που είναι, συνάμα, αρχειοφύλακας των θραυσμάτων της ζωής του Ζαφάρ, καταγραφέας των ιστοριών του, φορέας ενός ήπιου φθόνου, στιγμιαίος προδότης. «And what can I tell you, my brother, my killer» έψαλλε πικρά ο αείμνηστος Λέοναρντ Κοέν, στο «Famous Blue Raincoat» αυτόν τον κρυφό πυρήνα του μυθιστορήματος του Rahman, στη σελίδα 369 του οποίου πρέπει να φτάσουμε για να ανακαλύψουμε, τρυπωμένο σε μια φράση γεμάτη νόημα, τον τίτλο του. «Οτιδήποτε νέο βρίσκεται στα όρια του οπτικού μας πεδίου, μες στο σκοτάδι, κάτω από τη γραμμή του ορίζοντα, οπότε τίποτα νέο δεν είναι ορατό, παρά μόνο υπό το φως των όσων γνωρίζουμε» αποφαίνεται ο Ζαφάρ, προσφέροντας στον φίλο του το κλειδί της αποκρυπτογράφησης σύνολου του δικού του βίου, αλλά και του βίου του αφηγητή, και, βεβαίως, του βίου όλων μας σε καιρούς ταχύτατων, σαρωτικών αλλαγών.
Ο Rahman συνθέτει το μεγαλειώδες, από όλες τις απόψεις, μυθιστόρημά του, σε μια παρτιτούρα όπου χορεύουν κρίσιμες στιγμές της μυθιστοριογραφίας (τα επιτεύγματα του W.S. Sebald, ιδίως) αγκαλιασμένες με τη φιλοσοφία (απλώνεται σε όλες τις σελίδες του το έργο του Immanuel Kant). Η αντίστιξη Ζαφάρ/Αφηγητής θυμίζει την αντίστιξη Νάφτα/Σετεμπρίνι στο Μαγικό Βουνό του Thomas Mann, ουσιαστικά τη σύγκρουση των δύο μείζονων προγραμμάτων/προταγμάτων που δέσποσαν στον 20ό αιώνα. Στο έργο του Rahman (που ας θυμίσουμε ότι είναι το πρώτο του!) μας προτείνεται, με συγκλονιστικά οργανωμένο τρόπο, μια άρση, μια υπέρβαση της αντίστιξης, της σύγκρουσης: μέσω των θραυσματικών εμπειριών του άλλου και των κατατετμημένων εμπειριών ημών να οδηγηθούμε στο ουσιώδες, πάει να πει στη συνείδηση του ποιοι είμαστε, στην απαλλαγή μας από χίμαιρες και φενάκες, στο ξεπέρασμα μιας ελεεινής και ολέθριας, κενής και μάταιης υλοφροσύνης.
Λίγα, ελάχιστα έθιξα από τα όσα θίγει το μυθιστόρημα του Rahman. Όσο το μελετούσα (διότι απαιτεί μελέτη και όχι βιαστική περιδιάβαση στις σελίδες του) τόσο επανερχόταν στον νου μου η απόφανση του Ludwig Wittgenstein «Από εδώ όπου είμαστε, να πάμε εκεί όπου βρίσκεται η Απόφαση», ενώ άκουγα επανειλημμένα τη «Chaconne» του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ που μας καλεί ο συγγραφέας, στη σελίδα 225, να βάλουμε στο πικάπ και στη ζωή μας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ένα από τα ωραιότερα κομμάτια που έχουν γραφτεί για βιολί. Ο Γιοχάνες Μπραμς έγραψε για τη Σακόν του Μπαχ ένα γράμμα στην Κλάρα Σούμαν, λέγοντας ότι μέσα σε λίγα λεπτά περιέγραφε κάθε δυνατή συγκίνηση και ότι, αν το είχε γράψει ο ίδιος, δηλαδή ο Μπραμς, σίγουρα θα είχε τρελαθεί». (σ. 225)
Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε
Zia Haider Rahman
Μτφρ. Ανδρέας Μιχαηλίδης
Πόλις 2018
Σελ. 646, τιμή εκδότη €20,00