Για τη συλλογή διηγημάτων της Γιουντόρα Γουέλτυ «Το μεγάλο δίχτυ» (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Καστανιώτη).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση όταν άνοιξα τον μεγάλο τόμο με τα 15 διηγήματα της όχι και τόσο γνωστής στην Ελλάδα Γιουντόρα Γουέλτυ με γενικό τίτλο Το μεγάλο δίχτυ (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Καστανιώτης, 2018) και διάβασα την κατατοπιστική εισαγωγή της μεταφράστριας ήταν ότι αυτή η Αμερικανίδα συγγραφέας έζησε μια χαρούμενη παιδική, εφηβική και ενήλικη ζωή. Εάν λάβει κανείς υπόψη ότι η Αμερική κατέχει μάλλον το παγκόσμιο ρεκόρ στις αυτοκτονίες λογοτεχνών τα τελευταία εκατό χρόνια (Χ. Κρέιν, Χέμινγουεϊ, Πλαθ, Σέξτον, Μπέριμαν, Μπρόντιγκαν, Χ. Τόμσον, Ντις, Γουάλας… και ο κατάλογος είναι ελλιπής), ενώ και η ζωή τόσων και τόσων Αμερικανών συγγραφέων σημαδεύτηκε από την οικογενειακή και κοινωνική βία, την περιθωριοποίηση, τη βαριά κατάθλιψη και την κατάχρηση ουσιών, η περίπτωση της Γουέλτυ μοιάζει διαφορετική.
Και όντως είναι, όπως διαπιστώνουμε από ορισμένα στοιχεία για τη ζωή της καθώς διαβάζουμε παράλληλα τις ιστορίες της. Η Γουέλτυ γεννήθηκε στο Τζάκσον του Μισισίπι το 1909 και μεγάλωσε με τους γονείς και τους αδερφούς της σε ένα πλαίσιο αγάπης, θαλπωρής, καθώς και μεγάλης περιέργειας για τον φυσικό και κοινωνικό κόσμο. Η μεγάλη οικογενειακή βιβλιοθήκη τής έδωσε τα πρώτα εφόδια, ωστόσο διέθετε το κατάλληλο «αυτί» για να ακούσει και να αγαπήσει, αφενός την ιδιαίτερη προφορά των Νοτίων, αφετέρου τους ήχους της φύσης. Σπούδασε στο Γουισκόνσιν και στη Νέα Υόρκη, εργάστηκε ως ραδιοφωνική παραγωγός και φωτογράφος, και παράλληλα άρχισε να δημοσιεύει με σημαντική και ολοένα αυξανόμενη επιτυχία. Δίχως να παντρευτεί ή να αποκτήσει δική της οικογένεια, πέθανε καταξιωμένη και πλήρης ημερών το 2001.
Αυτό που κινεί περισσότερο το ενδιαφέρον της είναι οι μικρές λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, τις οποίες περιγράφει με διορατικότητα και παραστατικότητα, αλλά και αποστασιοποίηση.
Στις ιστορίες του τόμου, που περιλαμβάνουν τα καλύτερα δείγματα της διηγηματογραφίας της από τις αρχές της δεκαετίας του ’40 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, η Γουέλτυ καταγράφει με φωτογραφικό βλέμμα τη ζωή στον αμερικανικό Νότο. Αυτό που κινεί περισσότερο το ενδιαφέρον της είναι οι μικρές λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, τις οποίες περιγράφει με διορατικότητα και παραστατικότητα, αλλά και αποστασιοποίηση. Το βλέμμα της διηγηματογράφου, σαν αυτό του κορυφαίου προκατόχου της στη συγκεκριμένη λογοτεχνική φόρμα, του Τσέχοφ, εστιάζει στη ζωή απλών ανθρώπων αποδίδοντάς την με σχετικά απλή γλώσσα και αποφεύγοντας τις αξιολογικές κρίσεις. Εδώ, από την άποψη της επίδρασης και του μοντερνισμού, δεν έχουμε τις λεκτικές εκκεντρικότητες ενός Φόκνερ (που επίσης καταγίνεται με τους ανθρώπους του αμερικανικού Νότου), αλλά την έμφαση σε γεγονότα που, ενώ εκ πρώτης όψεως μοιάζουν κοινότοπα, κρύβουν συνήθως πολλά: η αγάπη της για τον Τουέιν είναι φανερή, χωρίς όμως τη χιουμοριστική του διάθεση.
Η Γιουντόρα Γουέλτυ |
Μια λογοτεχνία χαμηλών εντάσεων χωρίς μεγάλες υπαρξιακές αναταράξεις, όπου έντονες επιθυμίες υπάρχουν αλλά κρύβονται κάτω από μια συνήθως συμπαγή και ενίοτε εύθραυστη κρούστα μοιρολατρικής αποδοχής των πραγμάτων.
Υπάρχουν βέβαια φορές όπου τα διηγήματα της Γουέλτυ δεν γλιτώνουν την παγίδα της ηθογραφίας ή άλλες όπου ο αναγνώστης πιθανότατα θα νιώσει την ανάγκη για μια υπαρξιακή ή στοχαστική εμβάθυνση. Τις καλύτερες ιστορίες της, πάντως, όπως λόγου χάριν το «Μεγάλο δίχτυ», διατρέχει ένας τόνος παραδοξότητας, ακόμα και σουρεαλισμού, που τις καθιστά γοητευτικές. Μεγάλη εντύπωση, επίσης, προκαλούν οι ισχυρές παρομοιώσεις της, συχνά από τον κόσμο των ζώων: «Ροχάλιζε θαρρείς και είχε μέσα του όλα τα βατράχια της άνοιξης» διαβάζουμε στο διήγημα «Ο κυρ-Κούνελος»· «Ακούστηκε ένας ήχος, θα μπορούσε να ’ταν κίσσα που τσακώνεται, ήταν η πίσω πόρτα» («Το ρεσιτάλ του Ιουνίου»)· «Τα μάτια της γάτας, μεγάλα σαν ρολόγια χειρός, έλαμπαν αδάκρυτα» («Μουσική από την Ισπανία»)· «Ψόφια φίδια ήταν απλωμένα σ’ όλο το μήκος της ασφάλτου σαν σελιδοδείκτες» («Δεν είναι εδώ για σένα, αγάπη μου»). Τέλος, όταν το δραματικό στοιχείο είναι πανταχού παρόν μα υπόγειο, όπως στην καταπληκτική ιστορία «Ο θάνατος ενός πλασιέ», βλέπουμε την τέχνη της Γουέλτυ στα καλύτερά της, ενώ και στο τελευταίο διήγημα του τόμου («Από πού έρχεται η φωνή;») δοκιμάζει με επιτυχία τις δυνάμεις της σε ένα ύφος πολύ διαφορετικό από αυτό στο οποίο μας συνήθισε.
Συνολικά πρόκειται για μια λογοτεχνία ρεαλιστικών χαρακτήρων, καθημερινών καταστάσεων και φωτεινών εικόνων που αποδίδονται με το φλέγμα ενός λίαν παρατηρητικού ανθρώπου, δίχως τις μεγάλες συναισθηματικές μεταβολές που συνήθως αναμένουμε από τους χαρακτήρες. Μια λογοτεχνία χαμηλών εντάσεων χωρίς μεγάλες υπαρξιακές αναταράξεις, όπου έντονες επιθυμίες υπάρχουν αλλά κρύβονται κάτω από μια συνήθως συμπαγή και ενίοτε εύθραυστη κρούστα μοιρολατρικής αποδοχής των πραγμάτων.
* Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία της Eudora Welty.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι μεταφραστής και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Τα μάτια της υψώθηκαν κατά το παράθυρο και είδε μια αδύναμη γκρίζα λάμψη να πηγαίνει προς τα κάτω, σαν το διάβα ενός σπίρτου. Το κολιμπρί! Το ήξερε, ήταν αυτό που ερχόταν κάθε χρόνο. Σηκώθηκε και το κοίταζε. Ένα μικρό σμαραγδί μασούρι που αιωρούνταν πάνω από τα νυχτολούλουδα. Στιλπνό σαν μέταλλο και συνάμα θαμπό, συμπαγές και ακαθόριστο, μεγαλόπρεπο και αιθέριο, η αχλή των αόρατων φτερών του μυστηριώδης, σαν το δαχτυλίδι γύρω από το φεγγάρι – να προσπάθησε ποτέ κανείς να το πιάσει; Εκείνη πάντως όχι. Άσ’ το να αιωρείται εκεί δα μια στιγμή κάθε χρόνο για εκατό χρόνια –απίστευτα διψασμένο, λιμασμένο για την κάθε σταγόνα από όλα τα νυχτολούλουδα της αυλής, σαν να τα ’χει μετρημένα–, μετά να φεύγει σαΐτα».
Το μεγάλο δίχτυ
Και άλλες ιστορίες
Γιουντόρα Γουέλτυ
Μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου
Καστανιώτης 2018
Σελ. 482, τιμή εκδότη €23,00