Για το μυθιστόρημα του Julian Barnes «Η μοναδική ιστορία» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Μεταίχμιο).
Του Χρήστου-Αρμάντο Γκέζου
«Θα προτιμούσες να αγαπάς πολύ και να υποφέρεις πολύ ή να αγαπάς λίγο και να υποφέρεις λίγο; Νομίζω πως αυτό είναι, τελικά, το μόνο ουσιαστικό ερώτημα». Ο Μπαρνς ξεκινά το βιβλίο του θέτοντας ένα σαιξπηρικής πνοής, βαρυσήμαντο ερώτημα, ωστόσο το κείμενο γρήγορα προσγειώνεται και συνεχίζει χαμηλότονα, χωρίς να προοιωνίζεται μεγαλεπήβολους αφηγηματικούς στόχους. Και πράγματι, η ιστορία που μας ξεδιπλώνει ο Άγγλος συγγραφέας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συμβατική και κοινότοπη: ο Πολ είναι ένας πολύ νέος άντρας στην Αγγλία του 1960, αποστρέφεται τον μεσοαστικό συντηρητισμό που τον περιβάλλει και δεν βιάζεται να μεγαλώσει, νιώθει πλήρης και ασφαλής στα δεκαεννιά του χρόνια και απεχθάνεται τα συμπαρομαρτούντα της βαθιάς ενηλικίωσης. Σε μια λέσχη τένις γνωρίζει τη Σούζαν, μια 48χρονη παντρεμένη γυναίκα με δυο μεγάλες κόρες, με την οποία αναπτύσσει μια ερωτική σχέση που τον καθορίζει αμετάκλητα.
Ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας Χέρμαν Μέλβιλ είχε πει πως για να γράψεις ένα μεγάλο βιβλίο, πρέπει να διαλέξεις ένα μεγάλο θέμα. Ορισμένοι θα διαφωνήσουν. Ο Μπαρνς όπως και να ‘χει παίρνει κάτι σύνηθες και τετριμμένο, μια ερωτική ιστορία χωρίς κραυγαλέες ιδιαιτερότητες, και την κάνει μοχλό για να μας μιλήσει για πολλά και σημαντικά ζητήματα, συγκινώντας την ίδια ώρα βαθιά.
Η «Μοναδική ιστορία» είναι πρώτα και κύρια ένα βιβλίο για τον έρωτα, αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ο Μπαρνς προσπαθεί εξονυχιστικά να ορίσει τη φύση του έρωτα, τις ιδιότητές του, το μεγαλείο και τη σήψη του.
Η Μοναδική ιστορία είναι πρώτα και κύρια ένα βιβλίο για τον έρωτα, αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ο Μπαρνς προσπαθεί εξονυχιστικά να ορίσει τη φύση του έρωτα, τις ιδιότητές του, το μεγαλείο και τη σήψη του. Ο Πολ, στην αρχή και για καιρό ενθουσιασμένος, ζητά από τη Σούζαν να μείνουν μαζί. Είναι όμως ανίσχυρος μπροστά στο πέρασμα του χρόνου, που εκδηλώνεται μέσω της βιολογικής ωρίμανσης, η οποία ο ίδιος εν τέλει πιστεύει ότι έρχεται μετά το 25ο έτος της ηλικίας, της απώλειας της αθωότητας που φέρνει το ξεθύμασμα του έρωτα, και τέλος της διαβρωτικής εισβολής της πραγματικότητας στη φαντασία.
Το βιβλίο του Μπαρνς ωστόσο είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή ερωτική ιστορία και, τελικά, είναι σημαντικό. Παρά τα ταπεινά του υλικά και το εγκρατές ύφος, διαθέτει σφαιρική σύλληψη και είναι δομημένο με όραμα: η ζωή του Πολ προσεγγίζεται στην ολότητά της και η καμπύλη αλλαγής που τον αφορά θυμίζει σε χρονικό εύρος και δραματουργικό βάρος την άνοδο και την πτώση σημαντικών προσωπικοτήτων σε επικές βιογραφίες της λογοτεχνίας ή του σινεμά. Επιπλέον, ο συγγραφέας επιδεικνύει μια εντυπωσιακή τόλμη στην αναμέτρησή του με τον πόνο: οξυδερκής, ειλικρινής, στοχαστικός, με χέρι σταθερό και νυστέρι παγωμένο, φτάνει στο κόκαλο της ψυχικής συντριβής, χωρίς να χάνει το λεπτό του χιούμορ. Γράφει σε ένα σημείο: «Ανακαλύπτεις πόσα φαινομενικά ασύμβατα συναισθήματα ενδέχεται να ευδοκιμούν, πλάι πλάι, στην ίδια ανθρώπινη καρδιά. Θυμώνεις με τα βιβλία που έχεις διαβάσει, γιατί κανένα δεν σε προετοίμασε γι’ αυτό που σου συμβαίνει. Αναμφίβολα διάβασες τα λάθος βιβλία. Ή τα διάβασες με τον λάθος τρόπο». Και πράγματι, είναι πολλές οι φορές που φαίνεται σαν να θέλει ο Μπαρνς να γράψει επιτέλους αυτό το «σωστό βιβλίο», που θα μεταγγίσει μια εμπεδωμένη, βιωμένη αντίληψη για τον έρωτα, έτσι ώστε όσοι τύχει να το διαβάσουν να είναι λίγο πιο προετοιμασμένοι.
Η γραφή του Μπαρνς είναι τόσο πυκνή και στιβαρή που η ανάγνωση διαθέτει έναν παράδοξα συναρπαστικό χαρακτήρα, δημιουργώντας σου την αίσθηση πως αν σηκώσεις έστω για λίγο τα μάτια σου από το κείμενο ή παραλείψεις κάποια πρόταση ή φράση, μπορεί να χάσεις ένα λεκτικό σύνολο που θα σου αποκάλυπτε μια πανανθρώπινη αλήθεια ή το κρυφό νόημα του βιβλίου.
Φυσικά, ο Μπαρνς δεν είναι τόσο χοντροκομμένος για να διεκδικήσει μια μονολιθική αναπαράσταση της ερωτικής περιπέτειας ως αναπόφευκτης καταδίκης. Αυτό που κάνει είναι να παρουσιάζει μια πιθανή διαδρομή της, αυτήν που αφορά τη μοναδική ιστορία του Πολ και την οποία ο πρωταγωνιστής της, ηλικιωμένος πια, ανατρέχει στο παρελθόν για να μας διηγηθεί. «Ένα μονάχα έχει σημασία, ένα μονάχα αξίζει πραγματικά να το διηγηθούμε. Και να ποιο είναι το δικό μου» μας λέει και ξεκινά, μεταχειριζόμενος ένα στεγνό, αποστασιοποιημένο ύφος αγγλικού φλέγματος, που δεν είναι ξεκρέμαστη πόζα αλλά έχει σαφέστατα να κάνει με την έκβαση της συγκεκριμένης ιστορίας και την απομάγευση που επέρχεται στον ψυχισμό του. Ο Μπαρνς, με εκπληκτική γλωσσική ακρίβεια και λεπτομερή προσήλωση στις λέξεις, ασκεί απόλυτο έλεγχο στο κείμενό του. Χαρακτηριστικό όλων των παραπάνω είναι ένα απόσπασμα όπου περιγράφεται με απρόσμενα μηχανικό τρόπο η λειτουργία της μνήμης. «Αυτό συμβαίνει με τη μνήμη, είναι... ναι, επιτρέψτε μου να το θέσω ως εξής. Έχετε δει ποτέ σας ηλεκτρικό μηχάνημα που σκίζει ξύλα; Είναι πολύ εντυπωσιακό. Κόβεις το κούτσουρο σ’ ένα συγκεκριμένο μήκος και το τοποθετείς στο υπέρεισμα της μηχανής, πατάς το κουμπί με το πόδι σου και το κούτσουρο πιέζεται προς την πλευρά μιας λεπίδας σε σχήμα τσεκουριού. Τότε, το κούτσουρο χωρίζεται καθαρά κι ευθεία πέρα για πέρα. Να τι προσπαθώ να πω: η ζωή είναι μια εγκάρσια τομή, η μνήμη είναι ένα σκίσιμο πέρα για πέρα, κι αυτό το σκίσιμο η μνήμη το παρακολουθεί ως το τέλος».
Γρήγορα δημιουργείται η εντύπωση στον αναγνώστη ότι το βιβλίο ίσως τελικά αφορά κυρίως τη μνήμη και τις ανεπάρκειές της, το πώς λειτουργεί αυτή και το πώς μας καθορίζει. Στο τέλος, ο Πολ δεν έχει καμία ανάμνηση της σεξουαλικότητας της Σούζαν: «Έκαναν πάντα έρωτα με τα φώτα σβηστά; Αδύνατον να θυμηθεί». Πόσες φορές είχαν κάνει έρωτα; Εκείνη μετρούσε, εκείνος όχι. Έναν κορσέ θυμάται σίγουρα, σαν ξέφτι που τη γλίτωσε. Η αφήγηση συχνά μοιάζει να αποτελείται από πολλές μικρές βινιέτες, με αποσαφηνιστικές ή παρενθετικές σκηνές, παρεκβάσεις, επαναλήψεις και προγεύσεις από μελλοντικές εξελίξεις. Κάποιες φορές δεν ξέρουμε σε ποια ακριβώς χρονολογία ανήκει μια σκηνή ή ένα περιστατικό. Είναι σαν ο συγγραφέας να θέλει να μοιραστεί μαζί μας ό,τι θεωρεί σημαντικό, ακόμα κι αν χρειαστεί να ανακόψει για λίγο τον ρυθμό της πλοκής, η οποία έτσι κι αλλιώς είναι βραδυφλεγής και σχετικά ισχνή. Παρά το τελευταίο όμως, η γραφή του Μπαρνς είναι τόσο πυκνή και στιβαρή που η ανάγνωση διαθέτει έναν παράδοξα συναρπαστικό χαρακτήρα, δημιουργώντας σου την αίσθηση πως αν σηκώσεις έστω για λίγο τα μάτια σου από το κείμενο ή παραλείψεις κάποια πρόταση ή φράση, μπορεί να χάσεις ένα λεκτικό σύνολο που θα σου αποκάλυπτε μια πανανθρώπινη αλήθεια ή το κρυφό νόημα του βιβλίου.
Ο Julian Barnes |
Είναι όμως λίγο πριν από το τέλος που καταλαβαίνουμε και εμπεδώνουμε ότι το βαθύτερο θέμα που απασχολεί τον Μπαρνς στο βιβλίο δεν είναι ούτε ο έρωτας, ούτε η μνήμη. «Το ουσιαστικό ερώτημα ήταν άλλο: τι είναι ψυχική συντριβή, πώς ακριβώς επέρχεται και τι απομένει στο τέλος». Ο πόνος, λοιπόν. Η συναισθηματική καταστροφή. Ένας από τους τρόπους –και είναι σίγουρα πολλοί– που ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τις φαυλότητες της συνθήκης του, της τόσο περιοριστικής του συνθήκης που τον εξαναγκάζει σε μια αδιάσπαστη προσμονή οδύνης και φθοράς. Πώς η ψυχή θρυμματίζεται αρχικά και πώς το άτομο έπειτα μπορεί να προχωρήσει τσακισμένο, με τι μηχανισμούς να περιορίσει τη ζημιά, πώς να διαχειριστεί τον συντετριμμένο του εαυτό μέσα στο κατά τα άλλα απαράλλαχτο και αδιάφορο σύμπαν και να συνεχίσει, προσμένοντας το τέλος.
Τι είναι προτιμότερο, μια ζωή τρικυμιώδης με πλούσια ανταλλάγματα αλλά και στιγμές συντριβής, ή μια ζωή επικούρειας αταραξίας όπου απουσιάζει μαζί με την ηδονή κι ο πόνος; Δεν έχει να κάνει (μόνο) με τον έρωτα ή την αγάπη, έχει να κάνει με όλα εκείνα τα μικρά ή μεγάλα που μπορούν να σε κάνουν να τρέμεις.
Έτσι, αναδεικνύονται και οι πλήρεις διαστάσεις του διλήμματος που τίθεται στο ξεκίνημα του βιβλίου, που πια μπορεί να ιδωθεί ως ένα θεμελιακό φιλοσοφικό ερώτημα: τι είναι προτιμότερο, μια ζωή τρικυμιώδης με πλούσια ανταλλάγματα αλλά και στιγμές συντριβής, ή μια ζωή επικούρειας αταραξίας όπου απουσιάζει μαζί με την ηδονή κι ο πόνος; Δεν έχει να κάνει (μόνο) με τον έρωτα ή την αγάπη, έχει να κάνει με όλα εκείνα τα μικρά ή μεγάλα που μπορούν να σε κάνουν να τρέμεις.
Ο Πολ φαίνεται να καταλήγει, αυθόρμητα σχεδόν, υποκινούμενος από μια αντανακλαστική, απεγνωσμένη αντίδραση του ψυχισμού του, σε μια ξεκάθαρη επιλογή όσον αφορά το παραπάνω ερώτημα. Προσγειωμένος τόσο που διαβιεί πια εντός του χώματος, εναγκαλίζεται την ακραία συμβατικότητα, ευγνωμονεί την πλήξη και την ασφάλεια, θλίβεται προκαταβολικά για την τύχη των νέων ερωτευμένων που βλέπει έτοιμους να ανταλλάξουν όρκους αιώνιας αγάπης (η σχετική σκηνή με το σορμπέ μάνγκο λίγο πριν το τέλος είναι συγκλονιστική και το απόγειο του γλυκόπικρου χιούμορ του συγγραφέα). Κι όμως, ακόμα κι αν ξέρει πως «ναι, ο έρωτας για εκείνον ήταν η απόλυτη καταστροφή» ακόμα προσπαθεί να τον ορίσει, λίγο από περιέργεια λίγο από πείσμα, μέχρι να αναγκαστεί να παραδεχθεί ότι χαραμίζει τον χρόνο του και ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο πέρα από το να μας καταστήσει κοινωνούς της μνήμης του. Γιατί «ίσως ο έρωτας να μην μπορούσε να αιχμαλωτιστεί σε έναν ορισμό, αλλά μονάχα σε μια ιστορία».
* Φωτογραφία: Robbie Spencer ©
* Ο ΧΡΗΣΤΟΣ-ΑΡΜΑΝΤΟ ΓΚΕΖΟΣ είναι συγγραφέας.
Η μοναδική ιστορία
Julian Barnes
Μτφρ. Κατερίνα Σχινά
Μεταίχμιο 2018
Σελ. 312, τιμή εκδότη €14,40