Για το μυθιστόρημα του Τζόζεφ Κόνραντ «Με τα μάτια ενός Δυτικού» (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Ερατώ).
Του Νίκου Ξένιου
Το μυθιστόρημα Με τα μάτια ενός Δυτικού (εκδ. 1911) του Τζόζεφ Κόνραντ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ερατώ» σε θαυμάσια μετάφραση Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη και με επιλογικό σημείωμα της Σώτης Τριανταφύλλου. Aπό τα σπουδαιότερα έργα του Kόνραντ, το βιβλίο βρίθει συγκρούσεων που αποδίδουν την ιστορική αποτυχία κινημάτων και ιδεωδών και θίγει τον παράλογο χαρακτήρα των ανθρωπίνων και την αδικία. Κάποιος «ιμπρεσιονισμός» επιτυγχάνεται με την αντιπαράθεση φευγαλέων εντυπώσεων προς τις αφηγηματικές βεβαιότητες, στοιχείο αμιγώς μοντερνιστικό[1], ώστε να αποδοθούν οι αμφίρροπες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στην επαναστατική Ρωσία των αρχών του εικοστού αιώνα. Αναφερόμενο με υπόκωφη μελαγχολία στη Ρωσική Επανάσταση και στον μυστικισμό (δυο εναλλακτικές εκδοχές της πραγματικότητας, δηλαδή), το βιβλίο θέτει υπό αίρεσιν αξίες και ιδεώδη που, όλως περιέργως, και σήμερα ακόμη καλούμεθα να επανεξετάσουμε. Εδώ, τη θέση της περιπέτειας στις θάλασσες ή τις εξωτικές αποικίες παίρνει η ίντριγκα στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης –που ενέχει τη θέση της Ανατολής και της Γενεύης– που συμβολοποιεί τη Δύση.
Παράδοξοι χαρακτήρες και «αναξιόπιστος» αφηγητής
Στο Με τα μάτια ενός Δυτικού υπονομεύονται τα στοιχεία που συνθέτουν τους χαρακτήρες ενός κλασικού μυθιστορήματος του δέκατου ένατου αιώνα, πράγμα για το οποίο μας προειδοποιεί ο επινοημένος αφηγητής, που φέρει τον τίτλο: «καθηγητής γλωσσών» και ζει στη Γενεύη. Δια στόματός του ο Κόνραντ γνωστοποιεί στον αναγνώστη το προσωπικό αρχείο του Κύριλου Σιντόροβιτς Ραζούμοφ, φοιτητή στην Αγία Πετρούπολη κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1910, ενός εθνικιστή μικροαστού χωρίς σφιχτούς οικογενειακούς δεσμούς και με νεφελώδεις πεποιθήσεις, ουσιαστικά αποκομμένου από το κοινωνικό milieu της τάξης του, που φιλοδοξεί να καταλάβει μια θέση στο πνευματικό στερέωμα της χώρας του και στην τσαρική ιεραρχία.
«Οι ενθουσιώδεις επαναστάτες δεν μπορούν να κηλιδώσουν την απεραντότητα του λευκού χιονιού με λίγες σταγόνες αίμα που θα χύσουν». Ο συγγραφέας διαισθάνεται πως οι επαναστάσεις ξεπέφτουν στα χέρια στενόμυαλων φανατικών και υποκριτών.
Η χρήση «αναξιόπιστου αφηγητή» δικαιολογείται από τον συγγραφέα με το πρόσχημα της έλλειψης επαρκούς φαντασίας[2]. Συχνά παραπλανά τον αναγνώστη, προφασιζόμενος την, υποτίθεται, «μη λογοτεχνική» προσέγγιση του αφηγητή του, έτσι ώστε μια αμιγώς λογοτεχνική επινόηση να έχει τον χαρακτήρα επεξεργασμένων ημερολογιακών σημειώσεων που δεν επαρκούν ώστε να τεκμηριώσουν την αλήθεια της εξιστόρησης. Υπερτονίζει, ωστόσο, το πρίσμα ενός «δυτικού», απορρίπτοντας την τριτοπρόσωπη αφήγηση από κάποιον παντόπτη αφηγητή.
Ο βίαιος και ανηλεής κρατικός υπουργός Κύριος Π. δολοφονείται από δύο βομβιστές. Ο Ραζούμοφ βρίσκει στο διαμέρισμά του τον Βίκτορα Χαλντίν, ένα συμφοιτητή του, που του εξομολογείται την εμπλοκή του στη βομβιστική αυτήν ενέργεια και του αποσπά υπόσχεση για βοήθεια, παρά το ιδεολογικό χάος που τους χωρίζει. Διέρχεται συνειδησιακή κρίση, θεωρεί πως η ζωή του θα καταστραφεί από τις Αρχές και αποδεικνύεται συντηρητικός, παραβαίνοντας την υπόσχεσή του στον αφελή επαναστάτη Χαλντίν και καταδίδοντάς τον. Κατόπιν απολογείται, λέγοντας πως «οι ενθουσιώδεις επαναστάτες δεν μπορούν να κηλιδώσουν την απεραντότητα του λευκού χιονιού με λίγες σταγόνες αίμα που θα χύσουν». Ο συγγραφέας διαισθάνεται πως οι επαναστάσεις ξεπέφτουν στα χέρια στενόμυαλων φανατικών και υποκριτών.
Η προδοσία του Ραζούμοφ υπό άλλο πρίσμα
Στο δεύτερο μέρος ο αυτοτιμωρούμενος, μπωντλαιρικός Ραζούμοφ εμφανίζεται στη Γενεύη, όπου ζει με τη μητέρα της η Ναταλία Βικτόροβνα Χαλντίν, η ανεξάρτητη και ειλικρινής αδελφή του Χαλντίν. Η φιλία της με τον Ραζούμοφ τής δίνει την ψευδαίσθηση της πίστης προς το πνεύμα του απαγχονισμένου αδελφού της. Εδώ, κάθε χαρακτήρας ερμηνεύει διαφορετικά τη σιωπή και τον λακωνισμό του Ραζούμοφ. Η Μαντάμ Σ. και ο Πήτερ Ιβάνοβιτς τον θεωρούν συνεργό του Χαλντίν, ενώ εκείνος βρίσκεται στη Γενεύη ως πράκτορας της ρωσικής κυβέρνησης. Οι δυο αγαπημένοι χαρακτήρες του συγγραφέα είναι ο Ραζούμοφ και η Ναταλία Χαλντίν: τα γνωρίσματά τους διαγράφονται είτε με παραλείψεις είτε με υπερβολές. Μετά από εκτενή συζήτηση με τη Ναταλία, ο μισάνθρωπος Ραζούμοφ κάνει κάποιες κρυπτικές, ιδιαίτερα σκοτεινές παρατηρήσεις και τελικά της υπαινίσσεται πως ο ίδιος κατέδωσε τον αδελφό της. Οι λέξεις εμφανίζονται από τον Κόνραντ ως εχθροί της αλήθειας και η βασανισμένη ψυχή του ήρωά του παραπέμπει ευθέως στον «Λόρδο Τζιμ»[3].
Οι περισσότεροι ήρωες είναι αλλοτριωμένες προσωπικότητες και η ουσία της ψυχοσύνθεσής τους είναι τα membra disjecta των πεποιθήσεών τους, που τους καθιστούν διπλότυπα του εαυτού τους.
Όταν ο ενοχικός Ραζούμοφ αποκαλύπτει την αλήθεια, υφίσταται βίαια επίθεση και χάνει την ακοή του. Στο εξής θα τον φροντίζει η Θέκλα (η γραμματέας του εξόριστου επαναστάτη Πήτερ Ιβάνοβιτς), που εξαρχής –σαν παραπλανημένη μάγισσα του «Μακμπέθ»– είχε ερμηνεύσει τον κυνισμό του ως έκφραση γνήσιου επαναστατικού πνεύματος. Λέγεται πως ο χαρακτήρας της Θέκλας είναι εμπνευσμένος από τον θρύλο της πρώτης γυναίκας-μάρτυρα και μαθήτριας του αποστόλου Παύλου, της «δυτικής» Αγίας Θέκλας. Και πως ο Πήτερ Ιβάνοβιτς, από την εξορία στη Σιβηρία, τη δραπέτευση και τις κακουχίες, φεμινιστής θεωρητικός της Επανάστασης και μέλος της φιλοσοφικής «αυλής» της Μαντάμ ντε Σ., είναι μια αλληγορική εκδοχή του Μπακούνιν. Οι περισσότεροι ήρωες είναι αλλοτριωμένες προσωπικότητες και η ουσία της ψυχοσύνθεσής τους είναι τα membra disjecta[4] των πεποιθήσεών τους[5], που τους καθιστούν διπλότυπα του εαυτού τους. Μόνον ο χαρακτήρας της Σοφίας Αντόνοβνα πλησιάζει κάπως στην «ρώσικη» αλήθεια του Κόνραντ. Ο κύριος αφηγητής, ο Πήτερ Ιβάνοβιτς και η Ελεονόρα Μαξίμοβνα παρουσιάζονται αρκετά «δυτικοποιημένοι».
Ο Joseph Conrad |
Ετικέτες, ταυτότητες χωρίς πατρίδα και φαντάσματα
Παρά το γεγονός ότι ο Κόνραντ θεωρούσε τον Ντοστογιέβσκη «πολύ Ρώσο για τις αντοχές του», το Έγκλημα και Τιμωρία τον επηρέασε έντονα στη συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος: αυτό είναι εμφανέστατο στη θαυμάσια σκηνή της ανάκρισης του Ραζούμοφ από τον ηδονιστή Μικούλιν, που επιστρατεύει την παραπειστική οδό για να τον χρησιμοποιήσει ως πληροφοριοδότη των τσαρικών αρχών. Μόνο στο τέταρτο μέρος του μυθιστορήματος αποκαλύπτεται η πραγματική αποστολή του Ραζούμοφ στη Γενεύη, και αυτή η επανενεργοποίηση του κεντρικού θέματος από τον Κόνραντ είναι αριστοτεχνικά δοσμένη. Κάθε χαρακτήρας του μυθιστορήματος φέρει και ένα ψευδώνυμο, ως «ετικέτα»: η μετωνυμική χρήση των ονομάτων υποδηλώνει με λοξό τρόπο την ουσία των χαρακτήρων. Ο αφηγητής είναι ένας «καθηγητής γλωσσών», η Θέκλα είναι μια «dame de compagnie»[6], ο Πέτρος Ιβάνοβιτς είναι ένας «ηρωϊκός φυγάς», ο μπανάλ Νικήτας είναι ένας «necator» (εξολοθρευτής)[7], η Ναταλία είναι μια «γενναιόδωρη ύπαρξη», η Αντόνοβνα μια «επαναστάτρια», ο πρίγκηπας Κ. είναι ο «σπόνσορας» του Ραζούμοφ κ.ο.κ.
Οι απόψεις του Κόνραντ σε μεγάλο βαθμό διαμορφώθηκαν από τον πατριωτισμό του πατέρα του, Απόλλωνα Κορζενιόβσκι: η αντίθεση της Ρωσίας προς τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό συνιστούσε, γι’ αυτόν, απειλή για την ανθρωπότητα.
Οι απόψεις του Κόνραντ σε μεγάλο βαθμό διαμορφώθηκαν από τον πατριωτισμό του πατέρα του, Απόλλωνα Κορζενιόβσκι: η αντίθεση της Ρωσίας προς τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό συνιστούσε, γι’ αυτόν, απειλή για την ανθρωπότητα. Κάποιοι κριτικοί πολωνικής καταγωγής αυτό το αποδίδουν στην αντίληψη της Πολωνίας από τον Κόνραντ ως μιας ιδιαίτερης πατρίδας που απειλείται από τη Ρωσία. Οι πολιτικές απόψεις του πατέρα του μεταπλάστηκαν, στη συνείδησή του, σε ζητήματα ηθικής: φιλίας, τιμής, πίστης, επιμονής ιπποτικού χαρακτήρα, ανεπτυγμένης αίσθησης του καθήκοντος, πνευματικής ενότητας του έθνους. Η δυσπραγία της Πολωνίας στα μάτια του προσέλαβε τις διαστάσεις μοίρας όλης της ανθρωπότητας, ενώ η συνεχής αποξένωση του ανθρώπου αναγορεύθηκε σε κεντρικό θέμα του βιβλίου του[8]. Η απουσία μιας terra firma από τη ζωή του είναι μια αδυναμία που εξομολογείται ο ίδιος, γράφοντας: «η οπτική μου είναι μεν αυτή ενός Εγγλέζου αλλά παραμένω, παρ’ όλα αυτά, ένας homo duplex» που γράφει σε «Franglais» ή σε «Poglish» [9].
Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Κόνραντ πέρασε σε νευρική κρίση συνομιλώντας με τους ήρωες του βιβλίου του. Αυτή διήρκεσε, με τη μορφή μανίας καταδίωξης, για μιαν ολόκληρη εβδομάδα. Κατά τον Ραζούμοφ του οι επαναστάτες είναι ανίκανοι να διακρίνουν πως στη νέα κατάσταση που επαγγέλλονται μόνο τα ονόματα θα αλλάξουν: «Η λεοπάρδαλη δεν αλλάζει τις ρίγες της», όπως λέει στην εισαγωγή του ο συγγραφέας. Μετά την εκτέλεσή του ο παθιασμένος ιδεαλιστής Χαλντίν, που ήδη εξαρχής εμφανίστηκε ως «σκιώδης» παρουσία στο δωμάτιο του Ραζούμοφ, μετατρέπεται σε «σαιξπηρικό» φάντασμα, ένα απτό memento που τον διώκει σαν παραίσθηση ή ως ερινύα. Ο χαρακτήρας αυτός είναι ένα παλίμψηστο διαφορετικών οπτικών πάνω στο ίδιο θέμα, το ανάγλυφο αποτέλεσμα αλλεπάλληλων ιζημάτων του συναισθήματος, μια στερεοσκοπική εικόνα πλασμένη από εντυπώσεις, που δεν λειτουργεί με γνώμονα τη λογική, αλλά βάσει μιας ηθικής του οξύμωρου. Άλλωστε όλοι οι αντιφατικοί ήρωες του Κόνραντ αναδύονται από την αχλύ μιας προσωπικής μυθολογίας, σφυρηλατημένοι από τα προσωπικά τους οράματα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Το τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδ. Κριτική.
[1] Βλέπε το αφιέρωμα στον Τζόζεφ Κόνραντ της Nouvelle Revue Francaise, 135, Δεκέμβριος 1924.
Με τα μάτια ενός Δυτικού
Τζόζεφ Κόνραντ
Μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Ερατώ 2017
Σελ. 432, τιμή εκδότη €20,15