Για το μυθιστόρημα της Hannah Kent «Οι Καλοί» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Ίκαρος).
Της Διώνης Δημητριάδου
Οι Καλοί είναι παμπόνηροι. Και γλεντζέδες. Κάνουν ό,τι τους αρέσει, γιατί δεν νοιάζονται ούτε για το Θεό ούτε για το Διάβολο. Δεν περιμένουν ούτε Παράδεισο ούτε Κόλαση. Η καλοσύνη τους δεν τους φτάνει για να σωθούνε. Μα ούτε η κακία τους για να χαθούνε.
Oι Καλοί, τα ξωτικά, τα έξω του ορατού κόσμου, τα νεραϊδένια πλάσματα που μηχανεύονται να πλήξουν τους ανθρώπους, να τους ταράξουν στον ύπνο τους, να τους χαλάσουν τη σοδειά, να πάρουν μαζί τους τις έρημες ψυχές, πρέπει σ’ αυτό το όνομα να ακούν. Να ημερεύουν έτσι μαζί με όσους αδύναμους θνητούς το ξεστομίζουν.
Έτσι μιλούν οι άνθρωποι για τους Καλούς. Εκεί στο απομονωμένο μέρος της Κομητείας του Κέρι, στην Ιρλανδία, το 1825. Το όνομά τους κατ’ ευφημισμό, να ακούγεται η καλή λέξη, να αποφορτίζεται η έννοια από το κακό που τη συνοδεύει. Γιατί οι Καλοί, τα ξωτικά, τα έξω του ορατού κόσμου, τα νεραϊδένια πλάσματα που μηχανεύονται να πλήξουν τους ανθρώπους, να τους ταράξουν στον ύπνο τους, να τους χαλάσουν τη σοδειά, να πάρουν μαζί τους τις έρημες ψυχές, πρέπει σ’ αυτό το όνομα να ακούν. Να ημερεύουν έτσι μαζί με όσους αδύναμους θνητούς το ξεστομίζουν.
Από τον τίτλο ήδη έχεις εισχωρήσει στον κόσμο των δεισιδαιμονιών, των παράλογων φόβων, των εξωλογικών ερμηνειών, των προλήψεων. Όποιος έχει διαβάσει το πρώτο μυθιστόρημα (Έθιμα Ταφής) της Αυστραλής Hannah Kent δεν θα ξαφνιαστεί από το σκοτεινό κλίμα της ιστορίας. Το σκηνικό είχε στηθεί σ’ εκείνο το πρώτο μυθιστόρημα της νεαρής Kent στη Βόρεια Ισλανδία, την ίδια εποχή. Εκεί είχαμε μια νεαρή γυναίκα καταδικασμένη σε θάνατο για ένα έγκλημα. Εδώ η ιστορία είναι διαφορετική. Ένα ορφανό παιδί, ο Μίχολ, ανήμπορο να περπατήσει και να μιλήσει στα τέσσερά του χρόνια, μεγαλώνει δίπλα στη γιαγιά του τη Νόρα Χιλ, που πρόσφατα χήρεψε. Μαζί τους η Μαίρη, μια φτωχή κοπέλα από άλλο μέρος που ξενοδουλεύει για να βοηθήσει την οικογένειά της. Γύρω τους μια μικρή κοινωνία πάμφτωχων ανθρώπων, έτοιμων να αποδώσουν την όποια κακοτυχία τους στα κακά δαιμόνια που τους έχουν βάλει στόχο. Οι ίδιοι έχουν βρει τον αποδιοπομπαίο τράγο, τον δικό τους στόχο. Η γριά Νανς Ρόουτς, αγγισμένη η ίδια από τα ξωτικά, με παράδοση οικογενειακή δίπλα στα αόρατα όντα, ξέρει τα μυστικά του κόσμου (και στις δύο εκδοχές του, θεατή και αθέατη), γιατροπορεύει με δικά της μαντζούνια τους αναξιοπαθούντες, παρούσα σε γέννηση και σε θάνατο, μαμή και μοιρολογίστρα.
Η μοιρολογίστρα. Η μαμή. Η μοιράρισσα. Η Νανς άνοιγε το στόμα της και οι άνθρωποι σκέφτονταν το πώς γύριζε η ζωή, πώς στράβωναν τα πράγματα και γίνονταν άλλα. Κοίταζαν τ’ άσπρα της μαλλιά κι έβλεπαν το περίεργο φως, ανάμεσα στη νύχτα και στη μέρα. Ήταν η γυναίκα που έφερνε τα παιδιά στο σίγουρο λιμάνι του κόσμου. Και ήταν η σειρήνα που ξέκοβε τα πλεούμενα από τις άγκυρες της ζωής και τα βούλιαζε στα σκοτάδια.
Συγκεντρώνει, όμως, στο πρόσωπό της την καχυποψία των υπολοίπων, αυτών που με δυσπιστία βλέπουν τις ιατρικές της γνώσεις αλλά και με φόβο την πηγή αυτών των γνώσεων. Αυτή έχει πάρε δώσε με τους Καλούς, αυτή μόνο για καλό δεν ήρθε κοντά τους. Αν συνομιλεί με δαίμονες, δαιμονική φύση θεωρείται κι αυτή. Κάποια πράγματα είναι αυτονόητα στις κλειστές, φοβικές κοινωνίες. Η άγνοια, η απελπισία, η αδιέξοδη ζωή, όλα οδηγούν σε παραλογισμούς. Η χήρα Νόρα Χίλι θα αρχίσει να πιστεύει τα λόγια της Νανς Ρόουτς ότι το εγγόνι της το έχουν αρπάξει οι Καλοί κι έχουν βάλει στη θέση του αυτό το αγρίμι.
Των ξωτικών ο αέρας σε πήρε, πάνω στα φυλλαράκια και στ’ αγριόχορτα, σε πήγε στα νερά τα σύνορα, στους τόπους τους σύνορους, στα περάσματα ανάμεσα σε τούτον τον κόσμο και τον άλλον.
Των ξωτικών ο αέρας σε πήρε, πάνω στα φυλλαράκια και στ’ αγριόχορτα, σε πήγε στα νερά τα σύνορα, στους τόπους τους σύνορους, στα περάσματα ανάμεσα σε τούτον τον κόσμο και τον άλλον.
Και τότε θα αρχίσει να σκέφτεται με ποιον τρόπο θα απαλλαγεί από το ανεπιθύμητο ξωτικό (το ξώπαρμα, το νεραϊδόπαρμα) και πώς θα ξαναβρεί τον αληθινό Μίχολ. Από δω και πέρα η πλοκή χρωματίζεται από όλο και πιο σκοτεινά χρώματα, το σκηνικό θυμίζει μεσαιωνικές εικόνες, το παράλογο κυριαρχεί, η λογική εξανεμίζεται.
Τρεις γυναίκες στο μέρος όπου συναντιούνται τρία τρεχούμενα ποτάμια, τρία ξημερώματα στη σειρά. […] τρεις φορές πριν το ξημέρωμα και για τρεις μέρες. Και την τρίτη μέρα, όταν γυρίσετε σπίτι, το τελώνιο θα ’χει φύγει. […] Ίσως οι Καλοί αποφασίσουν να σου τον δώσουν πίσω.
Δείτε εδώ πώς είναι κυρίαρχο στην ιρλανδική λαϊκή ζωή το μοτίβο του μαγικού αριθμού τρία, που πολύ συχνά το συναντάμε και στη δική μας παράδοση, σε παραμύθια, σε θρύλους και σε δημοτικά τραγούδια (στις «Παραλογές», που έχουν ως περιεχόμενο επίσης το εξωλογικό στοιχείο). Μαγικά σύμβολα, κοινά στις παραδόσεις των λαών.
Η γραφή της Kent αφήνεται ελεύθερη στα θέματα που, όπως φαίνεται, πολύ αγαπά. Η σύγκρουση της λογικής με τον παράλογο φόβο και τη δεισιδαιμονία, οι βίαιες αντιδράσεις του περίγυρου. Και η παρέμβαση της εκκλησίας, για να διασώσει ό,τι ακόμα μπορεί να διασωθεί, σημαντική για τη διεκδίκηση της συμμετοχής των Καθολικών στο Κοινοβούλιο.
Αυτοί που θέλουν να μας κρατήσουν έξω από το Κοινοβούλιο, δεν έχουν παρά να δείξουν κάποιους Καθολικούς που ραντίζουν με γάλα τις ασπραγκαθιές, που χορεύουν στα σταυροδρόμια και κουβεντιάζουν για ξωθιές και ανεμικά.
Όπως φαίνεται έχει δρομολογηθεί η αντίδραση απέναντι στη Νανς, που θα συμπαρασύρει και όσους έχουν μαγικές δοσοληψίες μαζί της. Η κορύφωση του δράματος θα έρθει στον σημαδιακό τόπο, εκεί που συναντώνται και διασταυρώνονται τρία ρέματα (τριάδα σκοτεινή) και το ποτάμι, ο Φλεσκ (τα νερά του ήταν κατοικία πνευμάτων), κυλάει βαθύ. Εκεί θα συντελεστεί το έγκλημα, φυσικό επακόλουθο της άγνοιας και των φοβικών προλήψεων. Και μετά οι ανθρώπινοι νόμοι θα αποφασίσουν για τον φταίχτη. Όπως πάντα γίνεται, χωρίς όμως πάντα να αποδίδεται και η δικαιοσύνη.
Η ιστορία δίνεται μέσα από μια τριτοπρόσωπη αφήγηση, αυτή του παντογνώστη αφηγητή με τη μηδενική εστίαση, όμως κάλλιστα θα ξεχωρίζαμε την οπτική της νεαρής και ξενόφερτης Μαίρης, η οποία μπορεί να διακατέχεται από παρόμοια φοβικά αισθήματα και να γνωρίζει τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες της εποχής, αποδεικνύεται ωστόσο ότι κατέχει μια ευαισθησία απέναντι στον μικρό Μίχολ, αρνούμενη να πιστέψει ότι φροντίζει καθημερινά ένα ξώπραγμα και αντιδρώντας όσο δύναται στις παράλογες θεραπείες που περισσότερο με βασανιστήρια μοιάζουν. Θα είναι άλλωστε ο καταλύτης που θα λειτουργήσει για τη λύση του δράματος. Σε μια διαφορετική, λοιπόν, εκδοχή γραφής θα ήταν η ιδανική φορέας μιας πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Με άλλη δραματικότητα στα αφηγούμενα και άλλη συναισθηματική φόρτιση ενδεχομένως. Η συγγραφέας προτίμησε να πάρει η ίδια τον ρόλο της αφηγήτριας και να δώσει έτσι τη συνολική εικόνα, την κοινή λίγο ως πολύ στάση των ανθρώπων απέναντι σε μια ασθένεια που δεν γνωρίζουν (αυτή που ταλαιπωρεί το κακόμοιρο παιδί) και απέναντι ταυτόχρονα στη δική τους κακοδαιμονία που τη χρεώνουν στα ξωτικά και στις νεράιδες.
Διαβάζοντας, βλέπεις πόσο ακόμα κρατούν τη θέση τους κάποιες σκοτεινές γωνίες στο μυαλό, πόσο ακόμα αχνοφέγγει μια αμυδρή έστω υποψία για την ύπαρξη του αθέατου και εξωλογικού.
Το μυθιστόρημα της Kent αφηγείται μια ιστορία που αληθινά συνέβη –αυτό είναι το πλέον συγκλονιστικό– και που η ίδια διασκεύασε προσθέτοντας την απαραίτητη μυθοπλασία, όπως είχε κάνει και στην πρώτη της εμφάνιση στη λογοτεχνία. Έχει την ικανότητα να μεταφέρει το κλίμα της κλειστοφοβικής κοινωνίας στον σημερινό αναγνώστη, που θεωρητικά έχει πλέον ξεφύγει από τις δεισιδαιμονίες και καθοδηγείται από τις επιταγές της λογικής και μόνον. Διαβάζοντας, ωστόσο, βλέπεις πόσο ακόμα κρατούν τη θέση τους κάποιες σκοτεινές γωνίες στο μυαλό, πόσο ακόμα αχνοφέγγει μια αμυδρή έστω υποψία για την ύπαρξη του αθέατου και εξωλογικού. Αυτό, φυσικά, συνδέεται με την αξιοσύνη της γραφής, που κατορθώνει να σε παρασύρει στη δίνη της πλοκής και να σε αποσυνδέει από τον σημερινό ορθολογισμό. Αν κάποιοι βλέπουν στη γραφή αυτή μια τάση επανάληψης των βασικών μοτίβων (συγκρίνοντας τους «Καλούς» με τα «Έθιμα ταφής»), αυτό καθόλου δεν στερεί από τον αναγνώστη την απόλαυση, την αναγνωστική τέρψη που πηγάζει από μια ταλαντούχο λογοτεχνική πένα. Η εποχή που αγαπά η Kent να τοποθετεί τις ιστορίες της μπορεί να είναι απόμακρη πολύ από τους σημερινούς ρυθμούς, ωστόσο είναι ιδιαίτερα γοητευτική και αναγνωστικά ενδιαφέρουσα στα χέρια μιας ικανής μυθιστοριογράφου. Η ίδια γράφει σχετικά με το μυθιστόρημά της: «Γράφοντας το μυθιστόρημά μου προσπάθησα να εντάξω αυτά που εμείς σήμερα ονομάζουμε προλήψεις και δεισιδαιμονίες μέσα στο υφάδι της καθημερινής ζωής στην ιρλανδική ύπαιθρο του δέκατου ένατου αιώνα, σαν κάτι φυσιολογικό και συνηθισμένο – όχι σαν κάτι ανώμαλο».
Και έτσι είναι. Η ιστορία που μας αφηγείται δεν αποπνέει καμία ασυνέχεια, καμία ανισορροπία στη ροή της ζωής των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Το παράλογο στενά δεμένο με το απολύτως φυσιολογικό. Αυτό το τελευταίο ας θεωρηθεί ένα ακόμα προτέρημα του βιβλίου μέσα στα πολλά. Μια ιδιαίτερη τελευταία μνεία στη μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου. Πλούσια γλώσσα που αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο το εξωλογικό περιβάλλον της ιστορίας χρησιμοποιώντας τις πλέον κατάλληλες λέξεις που παραπέμπουν και στο δικό μας ανάλογο λεξιλόγιο των λαϊκών παραδόσεων.
Στο σύνολο μια πολύ ενδιαφέρουσα νέα εμφάνιση της Hannah Kent στη λογοτεχνία, ισάξια της πρώτης που τόσο μεγάλη αίσθηση έκανε.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.