Για το μυθιστόρημα του Ramiro Quintana «Οι εργάτες του κρύου» (μτφρ. Ρομίνα Κηπουρίδου, εκδ. Σαιξπηρικόν).
Του Κώστα Δρουγαλά
Παρότι πολυγραφότατος συγγραφέας «μικρών μυθιστορημάτων», είναι η πρώτη φορά που ο Ραμίρο Κιντάνα, ο σπουδαίος Αργεντινός πεζογράφος, μεταφράζεται στα ελληνικά. Το ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα Οι εργάτες του κρύου κυκλοφόρησε μέσα στο 2017 από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν. Η πολύ απαιτητική μετάφραση του κειμένου ανήκει στην πρωτοεμφανιζόμενη Ρομίνα Κηπουρίδου.
Ό,τι γνωρίζουμε όμως για την αφήγηση καταρρέει μετά από λίγες μόνο παραγράφους: ο Κιντάνα οδηγεί τον αναγνώστη σε μονοπάτια που είτε χορταριάζουν αναπάντεχα είτε οδηγούν τη γνώριμη δυτική αφήγηση στον γκρεμό.
Η ιστορία εκκινεί φαινομενικά απλά: ένα τσούρμο γκάουτσο (βοσκοί της αργεντίνικης ενδοχώρας) βγαίνουν στην παγωμένη ερημιά της Αργεντινής καθώς πέφτουν οι πρώτες νιφάδες χιονιού, σε αναζήτηση χαμένων προβάτων· όλοι υποψιάζονται την ύπαρξη ζωοκλεφτών. Ως εδώ θα λέγαμε πως είναι μια συνηθισμένη ιστορία δοσμένη με τον πλέον αναπάντεχο τρόπο. Ό,τι γνωρίζουμε όμως για την αφήγηση καταρρέει μετά από λίγες μόνο παραγράφους: ο Κιντάνα οδηγεί τον αναγνώστη σε μονοπάτια που είτε χορταριάζουν αναπάντεχα είτε οδηγούν τη γνώριμη δυτική αφήγηση στον γκρεμό.
Τα χωρικά και χρονικά δεδομένα, παρότι δεν προσδιορίζονται ούτε μία στιγμή μέσα στο βιβλίο, ανατρέπονται διαρκώς· ο χρόνος μπλέκεται μέσα στις εγκιβωτισμένες ιστορίες, κατακερματίζεται, μέχρι που στο τέλος δεν έχει καμία σημασία. Ακόμη, το μυθιστόρημα του Κιντάνα σατιρίζει παράλληλα τους γκάουτσο, το σύμβολο της ελευθερίας της Αργεντινής, εντάσσοντάς τους σε ένα πικαρέσκο κλίμα, που καμία σχέση δεν έχει με τον ηρωισμό του γκάουτσο Μαρτίν Φιέρρο, του Χοσέ Ερνάντες. Οι γκάουτσο του Κιντάνα δρουν σε ένα φαινομενικά ρεαλιστικό κλίμα, με έντονες τις χιουμοριστικές αποχρώσεις, σύμφωνα πάντα με τη μεγάλη παράδοση του πικαρέσκου μυθιστορήματος (π.χ. η ιστορία του Φελισιάνο, που ντυμένος λύκος, μπαίνει στο συμβούλιο του χωριού ζητώντας να απελευθερώσουν τα πρόβατα από τα μαντριά για να αποκτήσει ξανά νόημα η ζωή των λύκων).
Ο Κιντάνα σαρκάζει τους ήρωές του («τόση ήταν η λαχτάρα και τόσο ξεχωριστή η επίδραση των καρπών, που [...] δημιουργούσαν αέρια που απελευθερώνονταν [...] αν σταματούσαν τουλάχιστον να τους καταβροχθίζουν μετά από αυτό...») και αυτοσαρκάζεται («ριψοκίνδυνοι και ρωμαλέοι, όταν είχαν να υπερασπιστούν την περιουσία τους, αν και δεν φαίνεται από την αφήγηση»). Το βιβλίο είναι πρωτότυπο, είναι εκκεντρικό, και φυσικά δεν θα μπορούσε να μην επηρεάζεται από τον μαγικό ρεαλισμό (π.χ. τα πρόβατα που δίνουν τη λύση στην αϋπνία του Δαλμάσιο λίγο πριν το κλείσιμο του βιβλίου).
Ο Κιντάνα θα μπορούσε να αποτελεί έναν λογοτέχνη πρότυπο: παραμένει σταθερά πρωτοποριακός πατώντας παράλληλα στη μεγάλη αργεντίνικη παράδοση της πεζογραφίας, δημιουργεί μια δική του γλώσσα εκφέροντας έναν πρωτότυπο λόγο, ενώ έχει πάρει σαφείς αποστάσεις από το καλλιτεχνικό δημιούργημα ως εμπόρευμα υπηρετώντας σταθερά τη λογοτεχνία ως αγαθό.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΔΡΟΥΓΑΛΑΣ είναι εκπαιδευτικός και βιβλιοκριτικός.