Για το μυθιστόρημα του Paul Auster «Το βιβλίο των ψευδαισθήσεων» (μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη, εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γιώργου Βέη
Το πρόσωπο υφίσταται και ως απουσία. Ακόμη και ως αυτο-διαγραφή του. Ή ως αυτο-ακύρωσή του. Άλλωστε τίποτε δεν του εξασφαλίζει εξ ορισμού την ακέραιη διατήρηση της ίδιας του της εικόνας. Ιδίως ενώπιον αδιάφορων κατά κανόνα τρίτων. Υπάρχει δηλαδή για να χαθεί οριστικά (;). Η πιθανή επανεμφάνισή του στις αρένες του βίου είναι κατ’ εξοχήν υπόθεση της λογοτεχνίας των υψηλών αποστάξεων. Η επαναφορά στη ζωή αντιστοιχεί λίγο πολύ στη θριαμβική επανεκκίνηση εκείνου του περιώνυμου Λαζάρου στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον (ια’ 1-45). Έχω βεβαίως κατά νουν κι εκείνον τον αποφασιστικό χαρακτήρα του Ναθάνιελ Χόθορν, ο οποίος εξαφανίζεται για είκοσι ολόκληρα χρόνια από προσώπου Γης, για να αποδειχθεί, στο τέλος της αφήγησης, ότι εξακολουθεί να ζει πράγματι ως ένα αυστηρά απόκρυφο, διαυγές ον, στην άλλη άκρη του δρόμου, όπου βρίσκεται το σπίτι του και η υπόλοιπη οικογένειά του.
Οι ανατροπές διαδέχονται η μια την άλλη, αναποδογυρίζοντας όλες ανεξαιρέτως τις επιφάνειες της πραγματικότητας. Η καταιγιστική εξέλιξη της δράσης καταδεικνύει στην διηγητική πράξη την ανεξάντλητη ευρηματικότητα του συγγραφέα.
Έχω επίσης κατά νου το εξαίρετο μυθιστόρημα Η φυγή του κυρίου Μοντ του Ζορζ Σιμενόν. Εννοώ: George Simenon, La fuitede monsieur Monde, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1945. Κυκλοφόρησε ήδη στα ελληνικά, σε λειτουργική μετάφραση της Αργυρώς Μακάρωφ, από τις εκδόσεις Άγρα, το 2012. Το παρουσίασε δε διεξοδικά, μεταξύ άλλων, μέσα από αυτές τις ηλεκτρονικές σελίδες, ο Νίκος Ξένιος, πριν από τέσσερα και πλέον χρόνια. Συγκρατώ ότι το έργο αυτό το έχει επαινέσει επανειλημμένως ο πολυβραβευμένος, ιδιαίτερα γνωστός στο αναγνωστικό μας κοινό, Τζον Μπάνβιλ, τα περισσότερα βιβλία του οποίου έχουν εκδοθεί, ως γνωστόν, προ πολλού στη γλώσσα μας από τον οίκο του Θανάση Καστανιώτη. Ο κύριος Μοντ επιχειρεί ν’ αλλάξει εντελώς πλαίσιο βίου, ήτοι χωροχρόνο ύπαρξης, χωρίς όμως ταυτοχρόνως να απολέσει ταυτότητα. Η φυγή αποτελεί τρόπον τινά περίπτωση οριακής μετάστασης. Η μάλλον απρόοπτη επανεμφάνιση ή η προμελετημένη ανεύρεσή του σημαίνει προφανώς αναγέννησή του στην πρότερη κατάστασή του. Συνοψίζοντας, φρονώ ότι το απώτερο πρότυπο της μείζονος Εξαφάνισης, μέσα στον γνόφο του ενδεχομένου μη-όντος, για είκοσι μάλιστα συνεχή έτη, συνιστά βεβαίως ο ομηρικός Οδυσσέας για το σύνολο των συντοπιτών του Ιθακησίων. Και όχι μόνον.
Ο Έκτορ Μαν στο παρόν, ευθύβολα μεταφρασμένο, εξόχως συγκερασμένο Βιβλίο των ψευδαισθήσεων, έργο του 2002, χάνεται συνειδητά, στη συνέχεια μιας βραχείας, αλλά ενδιαφέρουσας σταδιοδρομίας στον κινηματογράφο των βωβών. Το μυστήριο εμπεριέχει πειθαναγκασμό διάρρηξης του εγώ εξ ων αρχικώς συνετέθη. Η απόφαση διατηρεί την υφή μιας τυπικής αυτοχειρίας, η οποία περιλαμβάνει και εμφανώς δεσμευτική απάλειψη ακόμη και του περιττού πλέον σώματος του ίδιου του Μαν από τον κόσμο των ορατών. Μετά από πενήντα χρόνια ο καθηγητής Τσίμερ, ο οποίος βιώνει την ολέθρια απώλεια της γυναίκας και των τέκνων του, ασχολείται συστηματικά με την πλήρη διερμηνεία του αξιοπερίεργου φαινομένου Έκτορ Μαν. Επιδίδεται μάλιστα στη συγγραφή συναφούς μονογραφίας. Προφανώς πρόκειται για ένα είδος αυτοσχέδιας αυτοθεραπείας ενάντια σε μιαν αναπόφευκτη, άκρως επιθετική κατάθλιψη, η οποία, εννοείται, τον βασανίζει νύχτα μέρα. Δεν θα διστάσει μάλιστα, συνεχίζοντας τη σκληρή αυτή ιδιοθεραπεία, να δοθεί απερίσπαστος και στην απόδοση των ογκωδών απομνημονευμάτων του Σατομπριάν στην αγγλική γλώσσα. Η μοναχική πράξη της μετάφρασης από το ένα γλωσσικό σύστημα στο έτερο απηχεί ριζική ίαση. Το όποιο δυνατό αποτέλεσμα της μετάφρασης αντιστοιχεί σε απολύτως λυτρωτικό χάπι. Ή σε ισχυρή πλην όμως ευεργετική χημειοθεραπεία. Κάποια στιγμή όμως ο καθηγητής Τσίμερ πληροφορείται από κάποια Άλμα την ύπαρξη του Μαν. Ο τελευταίος, ω του θαύματος, έχει διαβάσει την περίφημη μονογραφία περί αυτού! Είναι περιττό να τονίσω ότι αυτό που επακολουθεί συνιστά το ζενίθ της ευρύτερης μυθοπλαστικής ικανότητας του προικισμένου Πολ Όστερ. Οι ανατροπές διαδέχονται η μια την άλλη, αναποδογυρίζοντας όλες ανεξαιρέτως τις επιφάνειες της πραγματικότητας. Η καταιγιστική εξέλιξη της δράσης καταδεικνύει στην διηγητική πράξη την ανεξάντλητη ευρηματικότητα του συγγραφέα. Η ψευδαίσθηση δεν συνιστά ψευδαίσθηση, όπως αποδεικνύεται πανηγυρικά, αλλά κειμενική εδραίωση της επικρατέστερης των παραλλαγών της αλήθειας. Αλλά μήπως κι αυτή η εξέλιξη αποτελεί απλώς μιαν άλλη προέκταση των ονείρων; Η ανάγνωση συνέχεται από ηδονή.
Τόσο ο Έκτορ Μαν, όσο και ο παράδοξος βιογράφος του, ο καθηγητής Τσίμερ, σκάβοντας πλήρως εαυτούς, τείνουν να καταστούν άτρωτοι ψυχικά και ηθικά.
Συγκρατώ ότι στο απομονωμένο ράντσο του, σε όλη τη μακρά διάρκεια της δήθεν εξάλειψής του, ο Έκτορ Μαν κινηματογραφεί και καταστρέφει αδιαλείπτως τις ταινίες που παράγει ο ίδιος: γέννηση και θάνατος είναι εδώ τα δύο πρόσωπα του Ιανού της Δημιουργίας. Η δε περίφημη εντολή του Μάρκου Αυρηλίου «ένδον σκάπτε» γίνεται σεβαστή σε απόλυτο βαθμό. Τα όρια ενδοσκόπησης συνεχώς διαστέλλονται: τόσο ο Έκτορ Μαν, όσο και ο παράδοξος βιογράφος του, ο καθηγητής Τσίμερ, σκάβοντας πλήρως εαυτούς, τείνουν να καταστούν άτρωτοι ψυχικά και ηθικά. Οι αντιστάσεις στον επαπειλούμενο εξανδραποδισμό τους αυξάνονται. Η παρατεταμένη αυτοεξορία αποδεικνύεται ασφαλής όαση ανασυγκρότησης της ύπαρξης. Κοντολογίς, το κάψιμο των χειρογράφων προς το τέλος του έργου, οι αυτοκαταστροφικές εφαρμογές και λοιπά παρεμφερή διαβήματα, προκειμένου να διασωθεί επιτέλους το Πρόσωπο, συνιστούν κρισιμότατες μάχες χαρακωμάτων του εγώ. Ενός εγώ, το οποίο επιμένει να προσβλέπει στην Τέχνη ως να ήταν ο πολυπόθητος επίγειος Παράδεισος. Ό,τι δηλαδή επικαλείται ευθέως, όπως ξέρουμε ήδη, με το σύνολο μάλιστα του έργου του, ο διάσημος συμπατριώτης τους, ο Έζρα Πάουντ.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι ποιητής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Οκέι, μίστερ Χόλυγουντ. Σταμάτα τότε να χρησιμοποιείς τη μάσκα. Άμα το κάνεις αυτό, ίσως το ξανασκεφτώ. Μάλιστα. Εκεί το πάμε λοιπόν. Όταν κάποιος δεν θέλει να δείχνει το πρόσωπό του, κάποιο μυστικό θα ’χει, έτσι δεν είναι; Κι όταν μια κοπέλα παίρνει μυρωδιά τι σόι μυστικό είν’ αυτό, τότες αλλάζουνε τα πράγματα. Εγώ έδωσα τα χέρια με τον Χερμ. Όμως Χερμ δεν υπάρχει ή μήπως όχι; Τον λένε Έκτορ, και τώρα πρέπει να το πάρουμε απ’ την αρχή».