Για το μυθιστόρημα του Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ «Λευκή φρουρά» (μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Ερατώ).
Του Νίκου Ξένιου
Στις 29 Ιουνίου 1917, τρεις μήνες μετά το ξέσπασμα της Ρωσικής Επανάστασης, η Ουκρανία διακηρύσσει την αυτονόμησή της από τη Ρωσία. Μετά από τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ ξεκινά μια διετία αναρχίας για την Ουκρανία. Το Κίεβο περνά από τα χέρια των Γερμανών στα χέρια των Ουκρανών εθνικιστών του Σιμόν Πετλιούρα και η Ουκρανία υφίσταται μια προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση. Όταν οι Γερμανοί την καταλαμβάνουν, κατά τη διάρκεια της «κυβέρνησης-μαριονέτας» των Λευκών και μετά την ήττα και αποχώρηση των Γερμανών, ο Πετλιούρα εξακολουθεί να αντιτίθεται στους Σοβιετικούς. Το 1925 ο Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ (1891-1940), που έχει τη ρετσινιά του «αντισοβιετικού» από τη λογοκρισία του Κόμματος και αναγκάζεται να δουλέψει ως βοηθός σκηνοθέτης στο Θέατρο Τεχνών της Μόσχας, αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες, στο βραχύβιο περιοδικό «Rossiya», τη Λευκή Φρουρά του.
Η Λευκή Φρουρά πρωτομεταφράστηκε στη δεκαετία του 1970 από τον Αντρέα Φραγκιά. Η νέα μετάφραση της έμπειρης μεταφράστριας Ελένης Μπακοπούλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ερατώ σε καλαίσθητη έκδοση με σκληρό εξώφυλλο και συνοδεύεται από ένα δοκίμιο του Ιγκάρ Μπέλζα και από ένα αναλυτικό χρονολόγιο της ζωής του συγγραφέα.
Νοσταλγοί του ancient régime
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα αμφιλεγόμενο, όπου η στρατιωτική περιβολή περιγράφεται με αξιοσημείωτο φετιχισμό και όπου η νοσταλγία της παλιάς, αυτοκρατορικής Ρωσίας μετατρέπεται σε ύμνο.
Τα αδέλφια Τούρμπιν έχουν μόλις θάψει τη μητέρα τους. Ο Αλεξέι, ο Νικόλκα και η Γιελένα ζουν με τη γλυκιά ανάμνηση της τσαρικής Ρωσίας. Στο μυθιστόρημα εμφανίζονται ως φιλελεύθεροι, ανοιχτόκαρδοι και αντισημίτες, αριστοκρατικά υπερόπτες, γαλουχημένοι ως αφοσιωμένοι ορθόδοξοι, έτοιμοι να αντιταχθούν στη νέα κατάσταση που έρχεται να σαρώσει τις παλιές αξίες τους. Αλλά και όλος ο κοινωνικός τους περίγυρος αναπλάθει αυτές τις πεπαλαιωμένες αξίες. Ένας γείτονάς τους, ο Βασίλι Λίσοβιτς (Βασιλίσα) κρύβει πίσω από την ταπετσαρία τσαρικά ρούβλια, χρυσό και ασήμι, ενώ ένας προσκεκλημένος τους διατηρεί την αυταπάτη πως ο τσάρος και η τσαρίνα έχουν διαφύγει μέσω της Ασίας και βρίσκονται ασφαλείς στην Ευρώπη. Οι Μπολσεβίκοι, στις περιγραφές τους, είναι οι «εκπεσόντες άγγελοι». Η μεσοαστική τάξη του Κιέβου δεν είναι παρά μια ρωσόφωνη νησίδα μέσα στη θάλασσα της επαναστατημένης ουκρανικής αγροτιάς. Η αντίθεση ανάμεσα στο αστικό και στο αγροτικό στοιχείο αντικατοπτρίζεται στους χαρακτήρες των δυο αδελφών, Νικόλκα και Αλεξέι. Οι εφιάλτες του Αλεξέι είναι χαρακτηριστικοί ενός μοναρχικού, που δεν θέλει ούτε να ακούει καν τα ονόματα του Κερένσκι και του Τρότσκι. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα αμφιλεγόμενο, όπου η στρατιωτική περιβολή περιγράφεται με αξιοσημείωτο φετιχισμό και όπου η νοσταλγία της παλιάς, αυτοκρατορικής Ρωσίας μετατρέπεται σε ύμνο.
Ως πρότυπα για τη διαγραφή των χαρακτήρων του ο Μπουλγκάκωφ χρησιμοποιεί κάποια μέλη της ρωσόφωνης κρατικής υπαλληλίας που συμμετείχαν στην άμυνα του Κιέβου ενάντια στις δυνάμεις των Ουκρανών εθνικιστών. Φιλοτεχνεί τύπους της εγχώριας ελίτ που δεν άντεχαν την αναταραχή και νοσταλγούσαν το παρελθόν. Στο βιβλίο πρωταγωνιστεί ένα Κίεβο πλημμυρισμένο με πρόσφυγες από τη Μόσχα και την Πετρούπολη: αξιωματικούς που έχουν γυρίσει από το μέτωπο, εμπόρους, δικηγόρους, γαιοκτήμονες, πόρνες, μηχανικούς, γιατρούς και συγγραφείς, που όλοι μισούν τους Μπολσεβίκους, περιφέρονται αξύριστοι και μεθοκοπούν. Το όργιο ασυδοσίας των οπαδών του Πετλιούρα, η αλλαγή καθεστώτος και η επιστράτευση του ίδιου του Μπουλγκάκωφ αποτυπώνονται στο μυθιστόρημα.
Το 1921 δίνεται άδεια στον συγγραφέα να κατοικήσει και να εργαστεί στη Μόσχα. Εκεί, συμβιβαζόμενος παράλληλα με τις προπαγανδιστικές παραγγελίες του Κόμματος, κατορθώνει να προσεγγίσει τους συγγραφικούς κύκλους και να δημοσιεύσει στην εφημερίδα «Παραμονή» και να κάνει επιμέλεια κειμένων στην εφημερίδα «Σειρήνα». Στην πρώτη της εκδοχή η Λευκή Φρουρά ξεκινούσε με τον τίτλο «Ο κίτρινος σημαιοφόρος» και απέδιδε την ήττα του ομώνυμου κινήματος με φράσεις αντλημένες από την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Σταδιακά ο συγγραφέας εμπλουτίζει τους χαρακτήρες των μελών της οικογένειας Τούρμπιν, ενώ επιστρατεύει και πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία και ορίζει ως σκηνικό του μυθιστορήματός του το Κίεβο του 1918: η νοσταλγική εικόνα του μνημείου του πρίγκιπα Βλαδίμηρου, η οδός Μαλο-Προβάλναγια όπου τραυματίζεται ο Αλεξέι, η γενναιοφροσύνη κάποιων προσώπων και ο βαθύς ανθρωπισμός σε σύγκρουση με την ωμή βία και τη χυδαιότητα συνθέτουν μια «μεγάλη και τρομακτική» εικόνα της ταραχώδους εκείνης χρονιάς. Το μυθιστόρημα κλείνει με την εμφάνιση του θωρακισμένου τραίνου «Προλετάριος» στον σταθμό και τον προοιωνισμό μιας νέας εποχής.
Η θεατρική εκδοχή και η αλλαγή στάσης του «πατερούλη»
Το 1926 η Λευκή Φρουρά, διασκευασμένη σε θεατρικό έργο υπό τον τίτλο Ημέρες των Τούρμπιν, ανεβαίνει στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, σκηνοθετημένη από τον Στανισλάφσκι. Ο ίδιος ο Στάλιν την επικρίνει δημόσια και το έργο απαγορεύεται. Ο Μπουλγκάκωφ εκφράζει τη δυσαρέσκειά του φωναχτά σε φίλους και γνωστούς και διατείνεται ότι «ίσως να ήταν καλύτερα να πάει να ζήσει κάπου αλλού, σε κάποια χώρα όπου τουλάχιστον τα βιβλία του θα δημοσιεύονταν κι η αξία του ίσως και να αναγνωριζόταν». Κάποια ημέρα χτυπά το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο Στάλιν:
– Τι πληροφορούμαι, πολίτη Μπουλγκάκωφ! Μα, επιθυμείτε στ’ αλήθεια να εγκαταλείψετε τη Σοβιετική Ένωση; Λοιπόν, ακούστε τι θα γίνει. Θα δουλέψετε και πάλι στο Θέατρο Τέχνης ως βοηθός σκηνοθέτη, ίσως κι αλλού ως λιμπρετίστας για όπερες. Για τη δημοσίευση των έργων σας, θα δούμε εν καιρώ.
Ο «πατερούλης» κράτησε αμφίθυμη στάση απέναντι στον Μπουλγκάκωφ, παίζοντας μαζί του «τη γάτα με τον ποντικό» μέχρι τον θάνατό του.
Εν καιρώ και εγένετο. Στις 15 Ιανουαρίου 1932, η διεύθυνση του θεάτρου γνωστοποιεί στον έκπληκτο Μπουλγκάκωφ ότι οι Ημέρες των Τούρμπιν θα ανέβουν ξανά στη σκηνή. Οι παραστάσεις στη Μόσχα επρόκειτο να συνεχιστούν για εννέα ολόκληρες σεζόν. Φαίνεται πως η έντονα εκπεφρασμένη αγάπη για την ουκρανική γη και η εθελοτυφλία προς τη διαφθορά της εποχής του τσαρισμού, σε συνδυασμό με την ακριβή αναπαράσταση των ιστορικών περιστατικών και την προσδοκία πως μια ανώτερης ηθικής νέα κατάσταση πραγμάτων θα έρθει από τον Βορρά, έκαναν τελικά τον Στάλιν να θεωρήσει το έργο φιλικά διακείμενο προς το καθεστώς του. Παρόλα αυτά ο «πατερούλης» κράτησε αμφίθυμη στάση απέναντι στον Μπουλγκάκωφ, παίζοντας μαζί του «τη γάτα με τον ποντικό» μέχρι τον θάνατό του.
Τα ξημερώματα της 1ης Σεπτεμβρίου 1939 η Γερμανία εξαπολύει κεραυνοβόλο επίθεση ενάντια στην Πολωνία και την καταλαμβάνει. Στις 17 Σεπτεμβρίου εισβάλλει στην Πολωνία από τα ανατολικά η Σοβιετική Ένωση και καταλαμβάνει την υπόλοιπη χώρα. Το 1940, και ενώ ο Προκόφιεφ ανεβάζει στο Λένινγκραντ το μπαλέτο Ρωμαίος και Ιουλιέτα, ο Μπουλγκάκωφ πεθαίνει στη Μόσχα, ο Ισαάκ Μπάμπελ δολοφονείται, ο Λεόν Τρότσκι πεθαίνει μυστηριωδώς στο Μεξικό, τα σοβιετικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τις βαλτικές χώρες και οι Γερμανοί προελαύνουν για δεύτερη φορά ενάντια στη Ρωσία.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το τέλος του βιβλίου
«Στο παράσπιτο, και ο Πιέτκα ο Σιεγκλόφ έβλεπε ένα όνειρο.
Ο Πιέτκα ήταν μικρός, για τούτο και δεν ενδιαφερόταν ούτε για τους μπολσεβίκους, ούτε για τον Πετλιούρα, τον Δαίμονα. Και είδε ένα όνειρο απλό και χαρούμενο, σαν ηλιακή σφαίρα.
Περπατούσε λοιπόν ο Πιέτκα σε ένα μεγάλο πράσινο λειβάδι, και στο λειβάδι αυτό είχε κάτσει ένα αστραφτερό αδαμάντινο μπαλόνι, μεγαλύτερο από τον Πιέτκα. Στα όνειρα, όταν οι μεγάλοι πρέπει να τρέξουν κολλάνε στη γη, βογκάνε και χτυπιούνται, προσπαθώντας να ξεκολλήσουν τα πόδια τους από το βάλτο. Τα παιδικά πόδια όμως είναι ζωηρά και ελεύθερα. Ο Πιέτκα έφτασε τρέχοντας ως το αδαμάντινο μπαλόνι και με κομμένη την ανάσα από ένα χαρούμενο γέλιο, το άρπαξε στα χέρια του. Το μπαλόνι περιέλουσε τον Πιέτκα με λαμπερές πιτσιλιές. Αυτό ήταν όλο το όνειρο του Πιέτκα. Από την ευχαρίστηση άρχισε να χαχανίζει εν τω μέσω της νυχτός. Και εύθυμα του έστειλε εις απάντησιν μια στράκα ένα τριζόνι πίσω από τη σόμπα. Ο Πιέτκα άρχισε να βλέπει και άλλα, ελαφριά και χαρούμενα όνειρα, ενώ το τριζόνι τραγουδούσε και ξανατραγουδούσε το τραγούδι του κάπου σε μια σχισμή, στη λευκή γωνία πίσω από τον κουβά, ζωντανεύοντας την αποκοιμισμένη, ψιθυριστή νύχτα της οικογένειας».
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ MIKHAIL BULGAKOV