Για το βιβλίο του François Roux «Η ακαθάριστη εθνική ευτυχία» (μτφρ. Μανώλης Πιμπλής, εκδ. Πόλις).
Του Θωμά Συμεωνίδη
Η Ακαθάριστη εθνική ευτυχία είναι ένα φιλόδοξο μυθιστόρημα με κατακτημένη απλότητα, ένα μυθιστόρημα αβίαστο, ειλικρινές. Η πρόθεση του Γάλλου συγγραφέα, Φρανσουά Ρου, να αποτυπωθεί η σύγχρονη γαλλική πραγματικότητα, οριοθετείται χρονικά ανάμεσα σε δύο κεντρικές ημερομηνίες, προεδρικών εκλογών και οι δύο, με την πρώτη, τη 10η Μαΐου 1981, να οδηγεί τον Φρανσουά Μιτεράν στην εξουσία και τη δεύτερη, την 6η Μαΐου 2012, τον Φρανσουά Ολάντ αντίστοιχα. Ο Ρου δεν επιχειρεί μία εξαντλητική παρουσίαση γεγονότων και προσώπων, αλλά επιλέγει, με επιτυχία, τέσσερα βασικά πρόσωπα, των οποίων παρακολουθούμε τις πορείες, από το 1981, όταν βρίσκονται όλα στη μεταιχμιακή ηλικία των δεκαοχτώ ετών, μέχρι και το 2012. Τα τέσσερα αυτά πρόσωπα είναι φίλοι, με τις δικές τους ιδιαιτερότητες, φιλοδοξίες, απόψεις, αλλά το κυριότερο, με τις δικές τους αυταπάτες και ψευδαισθήσεις, οι οποίες, δεν είναι αυστηρά προσωπικές, αλλά συνδέονται με τον χαρακτήρα και το κλίμα της εποχής: «Ποτέ δεν είχαμε αισθανθεί τόσο ευτυχισμένοι. Ποτέ δεν είχαμε ελπίσει τόσο πολύ» – αυτό ήταν το κλίμα την ημέρα της εκλογής του Μιτεράν.
Ο Ρου επενδύει στη συνάντηση αυτών των προσώπων με τα γεγονότα και το κλίμα της εποχής, αναδεικνύοντας, μέσα από τις απόψεις και την κατάστασή τους, τα στερεότυπα αλλά και τα υπόγεια ρεύματα έντασης και αντιπαράθεσης στο εσωτερικό της γαλλικής κοινωνίας.
Ο Πολ, το ένα από τα τέσσερα πρόσωπα και βασική αφηγηματική φωνή του βιβλίου, πηγαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική, αλλά πολύ γρήγορα θα καταλάβει ότι αυτό που θέλει πραγματικά είναι να γίνει ηθοποιός. Τα άλλα τρία πρόσωπα είναι ο Μπενουά που θα ασχοληθεί με τη φωτογραφία, ο Ρούντολφ με την πολιτική, ο Τανγκί με τις επιχειρήσεις. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, που ξεκινάει το 1981 και ολοκληρώνεται το 1984, θα παρακολουθήσουμε τους τέσσερις νέους και πιο συγκεκριμένα, τους τρόπους με τους οποίους οι σχέσεις με τους γονείς τους, η καταγωγή τους, ο χαρακτήρας τους, θα προδιαγράψουν μία πορεία η οποία μένει να κατακτηθεί. Ο Ρου επενδύει στη συνάντηση αυτών των προσώπων με τα γεγονότα και το κλίμα της εποχής, αναδεικνύοντας, μέσα από τις απόψεις και την κατάστασή τους, τα στερεότυπα αλλά και τα υπόγεια ρεύματα έντασης και αντιπαράθεσης στο εσωτερικό της γαλλικής κοινωνίας. Παράλληλα όμως, ο Ρου επενδύει και στο διαπροσωπικό και συναισθηματικό στοιχείο. Και τα τέσσερα πρόσωπα παρουσιάζονται μέσα από την αγωνία τους να ανακαλύψουν τον έρωτα, να αφεθούν, να γίνουν αποδεκτοί, επιθυμητοί, με την έμφαση να δίνεται στον Πολ και την ομοφυλοφιλία του.
Στο πρώτο μέρος, ο Ρου παρουσιάζει τους τέσσερις φίλους σε μετάβαση, να αφήνουν πίσω τους το σχολείο, να πηγαίνουν για πρώτη φορά διακοπές μαζί, να καλούνται να διαχειριστούν τις προσδοκίες των άλλων και να υποστηρίξουν τις επιλογές τους. Οι περιγραφές και οι διάλογοι του Ρου χαρακτηρίζονται από ακρίβεια, γλαφυρότητα και ρεαλισμό με αποτέλεσμα, μέσα από καλά επιλεγμένα επεισόδια, να ερχόμαστε αντιμέτωποι με το συναισθηματικό βάθος των προσώπων και το αποτύπωμα που έχουν οι πρώτες τους ερωτικές εμπειρίες, οι ανταγωνισμοί, οι ανησυχίες τους, και συγκεκριμένα στην περίπτωση του Πολ, το αποτύπωμα της πρώτης του επαφή με το Παρίσι, όπου δύσκολα ο αναγνώστης δεν θα αισθανθεί απόηχους του Μπαλτζάκ και του Λυσιέν ντε Ρυμπαμπρέ των Χαμένων ψευδαισθήσεων: «Αυτό που είδα όταν ανέβηκα τις σκάλες του σταθμού Ενβαλίντ το ένιωσα σαν χαστούκι. Το Παρίσι απλωνόταν μπροστά μου ακολουθώντας τις στροφές του Σηκουάνα πολύ πιο πέρα από τη γέφυρα Αλεξάντρ ΙΙΙ και μέχρι το Ιλ ντε λα Σιτέ. Στάθηκα ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα, μαγεμένος από το αριστουργηματικό θέαμα. Το μυαλό μου ξεχείλιζε από σκέψεις αισιόδοξες και ζωογόνες. Ως ύπαρξη, βρισκόμουν στο κατώφλι μιας καινούριας μέρας, το προαισθανόμουν καθαρά. Τίποτα πια δεν θα ήταν όπως πριν».
Στο δεύτερος μέρος, μεταφερόμαστε απευθείας στο έτος 1999, όπου θα συναντήσουμε τα βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος στην προέκταση των επιλογών τους και σε μία πρώτη ωριμότητα, για να τα ακολουθήσουμε μέχρι και το 2012. Αυτό που αλλάζει ουσιαστικά στο δεύτερο μέρος είναι το πλαίσιο εντός του οποίου δοκιμάζονται οι απόψεις και οι αντιλήψεις των προσώπων. Τώρα, δεν πρόκειται απλώς για την οικογένεια ή τους φίλους, αλλά για δομές εργασίας, κρατικούς θεσμούς, κυκλώματα. Έτσι, στην περίπτωση του Ρούντολφ και του Τανγκί για παράδειγμα, οι απόψεις τους για την πολιτική και τις επιχειρήσεις υπονομεύονται όταν συνειδητοποιούν, αργά ή γρήγορα, το τίμημα που έχουν οι ενέργειες, οι επιλογές και οι αποφάσεις τους, ένα τίμημα το οποίο δεν υπήρχε καν ως υποψία, στο πρώτο μέρος του βιβλίου.
Ο Ρου καταφέρνει να ανασυστήσει το πλέγμα των διλημμάτων, ευθυνών και συνεπειών που διέπει την κίνηση των τεσσάρων βασικών προσώπων στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν και να διαχειριστούν πλέον απώλειες σε όλα τα επίπεδα.
Με αυτή την έννοια, η δομή του βιβλίου και οι επιμέρους επιλογές του Ρου καταφέρνουν να συνθέσουν ένα σύστημα αντιστοιχιών ανάμεσα στα δύο μέρη, έτσι ώστε η αντιπαραβολή και η απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, στις διαφορετικές ηλικίες, στις διαφορετικές εποχές, να δίνεται με τρόπο σαφή. Σε αυτό έχει συντελέσει και το γεγονός ότι ο Ρου, πέρα από την προσωπική του εμπειρία, πραγματοποίησε μία σειρά συνεντεύξεων με ανθρώπους που έχουν πολύ καλή γνώση και εποπτεία των χώρων που θέλει να χαρτογραφήσει η «ακαθάριστη εθνική ευτυχία». Μέσα από αυτούς τους τρόπους ο Ρου καταφέρνει να ανασυστήσει το πλέγμα των διλημμάτων, ευθυνών και συνεπειών που διέπει την κίνηση των τεσσάρων βασικών προσώπων στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν και να διαχειριστούν πλέον απώλειες σε όλα τα επίπεδα. Οι αρχικές τους απόψεις και επιλογές αναπλαισιώνονται, τους παρακολουθούμε να καλούνται να διαχειριστούν την αποτυχία τους (Ρουντόλφ, Τανγκί), την επιτυχία τους (Μπενουά), τη συνειδητοποίηση της μηδαμινότητάς τους (Πολ), τους παρακολουθούμε, μάταια τις περισσότερες φορές, να προσπαθούν να βρουν τρόπους να έρθουν σε αρμονία με τον κόσμο και τελικά με τον εαυτό τους.
Η Ακαθάριστη εθνική ευτυχία εντυπωσιάζει τελικά ως εγχείρημα, καθώς ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτό που υπόσχεται ως βιβλίο. Εντάσσεται στην ίδια ομάδα με έργα όπως το Φαμπέρ, Ο Καταστροφέας του Τριστάν Γκαρσία (μτφρ. Αλεξάνδρα Κωσταράκου, εκδ. Πόλις). Ωστόσο, ο Ρου είναι πολύ πιο σαφής σε αυτό που θέλει να πει, περισσότερο αποστασιοποιημένος, πιο ακριβής στην αποτίμηση μίας ολόκληρης εποχής, πιο συνεκτικός και ποιοτικός στη γραφή του. Θέτει το ζήτημα της ευτυχίας, ατομικής και συλλογικής και παίρνει θέση, νηφάλια, με μία διάθεση υπέρβασης προκειμένου να καταλήξει, στον επίλογο του βιβλίου, στη διατύπωση ενός αιτήματος ατομικού και συλλογικού επαναπροσδιορισμού στη βάση μίας επανεξέτασης της σύνδεσης που υπάρχει ανάμεσα στην ευτυχία, την επιτυχία, την ευημερία.
Πρόκειται για ένα βιβλίο, σε εξαιρετική μετάφραση από τον Μανώλη Πιμπλή, που αξίζει να διαβασθεί, όχι μόνο για την κατανόηση της γαλλικής κοινωνίας, αλλά γενικότερα, για την κατανόηση μιας εποχής και των εμποδίων που υπάρχουν στην ενηλικίωση ανθρώπων, ιδεών, απόψεων και κατά προέκταση, στην υλοποίηση ατομικών και συλλογικών επιδιώξεων και οραμάτων.
* Ο ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μου φαίνεται ότι μεγαλώσαμε σε έναν κόσμο όπου όλες οι βεβαιότητες, ακόμη και οι πιο ασήμαντες, είχαν υποχωρήσει. Έναν κόσμο που πιάστηκε ο ίδιος στην παγίδα που έστησε, καθώς ανατίναξε αποφασιστικά και αυτάρεσκα τα όρια που δήλωνε ότι είχε προκαθορίσει. Έναν κόσμο που αμέλησε να δημιουργήσει ένα όραμα για τη χώρα και πριμοδότησε το ιδιωτικό συμφέρον σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Είμαστε, φυσικά, οι νεκροθάφτες της Ένδοξης Τριακονταετίας, τα παιδιά της κρίσης, της ανεργίας, της υπερκατανάλωσης, της παγκοσμιοποίησης, της αδύναμης ανάπτυξης, του χρήματος που από βασιλιάς έγινε ανεξέλεγκτη δύναμη, αλλά πάνω απ’ όλα είμαστε τα παιδιά της αμφιβολίας και της αβεβαιότητας».