Για το μυθιστόρημα του Γκρέαμ Μακρέι Μπερνέτ «Το ματωμένο του έργο» (μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Μεταίχμιο).
Του Μάνου Μπονάνου
Κάστρο του Ινβερνές, πρωτεύουσας των σκοτσέζικων Χάιλαντς, 1869. Ο δεκαεπτάχρονος Ρόντερικ Μακρέι βρίσκεται στη φυλακή, όπου, εν όψει της δίκης του και κατόπιν παρότρυνσης του δικηγόρου του, συγγράφει τα απομνημονεύματά του, στα οποία ομολογεί χωρίς καμία απολύτως περιστροφή τη δολοφονία τριών ανθρώπων. Ύστερα από μια τέτοια παραδοχή, τι θα μπορούσε να σταθεί ανάμεσα σε αυτόν και την αγχόνη του νόμου;
Η δίκη παίρνει μεγάλες διαστάσεις και τραβά την προσοχή σύσσωμης της κοινής γνώμης και των εφημερίδων της εποχής. Η πρωτόγνωρη αγριότητα του εγκλήματος και η φημολογούμενη ξεκάθαρη ανάληψη της ευθύνης από τον συλληφθέντα κατηγορούμενο, ανήλικο γιο ενός καλλιεργητή μισθωμένης γης, έχει εξάψει τα εκδικητικά πάθη αλλά και τη φαντασία κοινού και δημοσιογράφων, που παρακολουθούν αμφότεροι με κομμένη την ανάσα την εξέλιξη της δίκης. Το πραγματικό δίλημμα όμως δεν αφορά την καθαυτή διάπραξη των φόνων, την απαιτούμενη απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου και την επακόλουθη ποινή που προβλέπει, αλλά την ίδια τη δυνατότητα καταλογισμού σε έναν δράστη ο οποίος εμφανίζεται αμετανόητος και ατάραχος – και κατά συνέπεια πιθανώς διαταραγμένος.
Ο Μπερνέτ μετουσιώνει την ατέρμονη μάχη ανάμεσα στις παραδεδομένες αξίες και το παγιωμένο σύστημα αντιλήψεων και το διαρκές αίτημα της υπέρβασής τους υπό το πρίσμα της νέας γνώσης, των κοινωνικών μετατοπίσεων και της αλλαγής των νοοτροπιών.
Αξιοποιώντας ευφάνταστα τη συνθήκη που μεταγράφει μια υπαρκτή μαρτυρία από τα αρχεία της πόλης του Ινβερνές, το συγγραφικό τέχνασμα του Μπερνέτ προσδίδει αληθοφάνεια και χαρίζει στην ήδη καλοστημένη ιστορία του ένα βαθύτερο επίπεδο ταύτισης και φόβου για την τύχη του ήρωα. Στην ειλικρινή, απέριττη και χαρισματικά δοσμένη αφήγησή του, ο Ρόντερικ περιγράφει με τα πιο αδρά χρώματα τις συνθήκες ζωής σε αυτή την απομακρυσμένη γωνιά της τόσο ιδιοσυγκρασιακής πατρίδας του: τον επίμονο μόχθο των ενοικιαστών (της πεισματικά άγονης) καλλιεργήσιμης γης που παλεύουν για να εξασφαλίσουν απλώς τα απολύτως απαραίτητα για τη διαβίωσή τους· την απαιτούμενη υποταγή σε κάποιους κανόνες που δεν αναφέρονται πουθενά και που υπακούν αποκλειστικά στη λογική της διατήρησης της καθεστηκυίας τάξης και τη διαιώνιση της ανισότητας· τέλος, τη σφοδρότητα και τις ολέθριες συνέπειες που μπορεί να έχει σε μια μικρή κοινότητα μια σύγκρουση με έναν εκπρόσωπο –έστω και της χαμηλότερης βαθμίδας– των δομών της φεουδαρχικής εξουσίας.
Αυτά για το σκηνικό. Όμως η απόφαση στο δικαστικό αυτό θρίλερ οφείλει να παρθεί σε μια διανοητική σφαίρα την οποία αδυνατεί να συλλάβει σε όλος της το εύρος το μεγαλύτερο μέρος του ακροατηρίου που παρακολουθεί τη δίκη, για τον απλό λόγο πως ξεφεύγει των ορίων της κατανόησής του και εισέρχεται στα –ακόμα και σήμερα τόσο υποκειμενικά– χωράφια της εγκληματολογικής ανθρωπολογίας: μιας επιστήμης που έκανε τότε τα πρώτα της βήματα, κουβαλώντας ήδη στη φαρέτρα της τις πρώτες λανθασμένες βεβαιότητές της. Η επιτυχία του Μπερνέτ είναι πως αντιλαμβάνεται τη σημασία που έχει όλο αυτό και μετουσιώνει μέσα από την ιστορία του την ατέρμονη μάχη ανάμεσα στις παραδεδομένες αξίες και το παγιωμένο σύστημα αντιλήψεων και το διαρκές αίτημα της υπέρβασής τους υπό το πρίσμα της νέας γνώσης, των κοινωνικών μετατοπίσεων και της αλλαγής των νοοτροπιών, που οφείλουν να έχουν άμεσο αντίκτυπο στη νομοθεσία και τον τρόπο που οριοθετεί η κοινωνία το αποδεκτό και αντιμετωπίζει το παραβατικό – και όλα αυτά με το μεγαλύτερο διακύβευμα: ένα παιδί καθισμένο στο εδώλιο.
Το βιβλίο κέρδισε δικαιωματικά μια υποψηφιότητα για το φετινό βραβείο Booker. Η μετάφραση της Χίλντας Παπαδημητρίου τίμησε το πρωτότυπο, αποδίδοντας εμφατικά τις αποχρώσεις του λόγου των πρωταγωνιστών του Μπερνέτ.
* Ο ΜΑΝΟΣ ΜΠΟΝΑΝΟΣ είναι επιμελητής και συγγραφέας.