Για τα μυθιστορήματα των Pino Cacucci «Φρίντα Κάλο - !VIVA LA VIDA!» (μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια, εκδ. Άγρα) και Emma Reyes «Αναμνήσεις δι᾽ αλληλογραφίας» (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, εκδ. Ίκαρος).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Η ένταση του βίου, η ανυποχώρητη επιμονή στο να ζεις και στο να μετατρέπεις τη ζωή, τη δική σου και των άλλων, σε έργο τέχνης, η γενναία, η ηρωική εμμονή στην εμμένεια των εμμονών, και η ιπποτική θητεία στις προσηλώσεις: ιδού τι διέπει το πέρασμα από τούτο τον πλανήτη γυναικών όπως η Φρίντα Κάλο και η Έμμα Ρέγιες.
Γιατί η τέχνη δεν αντανακλά την πραγματικότητα. Τη ΘΕΜΕΛΙΩΝΕΙ. Την πλάθει, τη δημιουργεί, την καταστρέφει, και πάλι την ξαναφτιάχνει από την αρχή.
Κάλο: «Γιατί η τέχνη δεν αντανακλά την πραγματικότητα. Τη ΘΕΜΕΛΙΩΝΕΙ. Την πλάθει, τη δημιουργεί, την καταστρέφει, και πάλι την ξαναφτιάχνει από την αρχή». Ρέγιες: «Είναι αλήθεια πως η ζωγραφική μου είναι βουβά ουρλιαχτά. Τα τέρατα που βγαίνουν από το χέρι μου είναι άνθρωποι και θεοί ή ζώα ή κάτι απ’ όλα αυτά μαζί. Ο Λούις Καμπαγιέρο λέει ότι δεν ζωγραφίζω τους πίνακές μου: ότι τους γράφω». Μας εξοικειώνουν με το πάθος αυτών των δύο εκπληκτικών γυναικών δύο πρωτότυπα πονήματα: το σχεδίασμα για ένα θεατρικό έργο και μια εξομολογητική αλληλογραφία.
Τόσο η Φρίντα όσο και η Έμμα, πάλεψαν με τη ζωή, με τα χρώματα, με τις λέξεις. Μίλησαν και έγραψαν. Αυτοβιογραφήθηκαν, μέσα από την τέχνη τους, μετέτρεψαν την τέχνη σε μιαν αυτοβιολογία, που, εκκινώντας από το προσωπικό, το κυτταρικό, έφτασε να αφορά και να συγκλονίζει τους πάντες.
Η Μεξικάνα Φρίντα Κάλο (Frida Kahlo, 6 Ιουλίου 1907 – 13 Ιουλίου 1954), πήγε μέχρι την κόλαση για να μας στείλει τις πιο παθιασμένα αισιόδοξες και πιο αισιόδοξα παθιασμένες πολεμικές ανταποκρίσεις από εκείνο το πεδίο της μάχης όπου κονταριοχτυπιούνται αιωνίως το αέναο Ναι με το οχληρό Όχι, η οργιαστική κατάφαση στη ζωή με τη χλεμπονιάρα άρνηση. Ο Pino Cacucci (Πιεμόντε, 1955), θα πάρει τα λόγια της Φρίντα, τις στιγμές της, τα οράματά της, τον ταραχώδη βίο της, θα τα επεξεργαστεί και θα της τα δωρίσει αβρά, θα της κινήσει εκ νέου χείλη και γλώσσα, θα την κάνει πάλι λυτρωτικά, και για κείνη και για μας, να μιλήσει. Στο έργο του Φρίντα Κάλο, Viva la Vida!, μεταφρασμένο λαμπρά και επιδέξια από την έμπειρη Τιτίκα Δημητρούλια (εκδ. Άγρα), η Φρίντα ψιθυρίζει, ουρλιάζει, ψάλλει, οιμώζει, αλλά και γελάει, ναι, γελάει, γελάει, γελάει.
Τόσο η Φρίντα όσο και η Έμμα, πάλεψαν με τη ζωή, με τα χρώματα, με τις λέξεις. Μίλησαν και έγραψαν. Αυτοβιογραφήθηκαν, μέσα από την τέχνη τους, μετέτρεψαν την τέχνη σε μιαν αυτοβιολογία, που, εκκινώντας από το προσωπικό, το κυτταρικό, έφτασε να αφορά και να συγκλονίζει τους πάντες.
Ερωτεύεται τον πληθωρικό Ντιέγκο Ριβέρα (Diego Rivera, 1886-1957), τον ακάματο ζωγράφο, τον ανοικονόμητο επαναστάτη, τον ηγέτη του Μεξικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος που διέγραψε τον ίδιο του τον εαυτό για «τροτσκιστική παρέκκλιση»! Συναντιέται και συνδέεται με την σπουδαία επαναστάτρια φωτογράφο (ας σημειωθεί ότι φωτογράφος ήταν και ο πατέρας της Φρίντα), την Ιταλίδα Τίνα Μοντόττι (Tina Modotti, 1896-1942), και μάλιστα στο σπίτι της Τίνα θα γιορτάσει η Φρίντα τον πρώτο της γάμο (διότι χώρισαν, το 1939, και ξαναπαντρεύτηκαν, το 1940!) με τον Ντιέγκο, ένα τρελό βράδυ, τον Αύγουστο του 1929.
Θα την ερωτευτεί παράφορα ο μέγας Λέων Τρότσκι, κυνηγημένος πια, αλλά πάντα κραταιός, και η Φρίντα θα συνάψει μια σύντομη ερωτική σχέση μαζί του. Στο μεταξύ, ο Ντιέγκο συνάπτει ερωτική σχέση με την Κριστίνα, τη μικρή αδελφή της Φρίντα, ένα σκληρό, λίαν τραυματικό γεγονός. Η Φρίντα, πάλι, δεν θα αρνηθεί να ενδώσει στον έρωτα του Νεοϋορκέζου γλύπτη Ισάμου Νογκούτσι (Isamu Noguchi, 1904-1988). Κούκλος ήταν» θα πει «Γοητευτικός… πληθωρικός… Πράγματι, κόντευε να μου πάρει τα μυαλά. Με λάτρευε. Μαζί του ένιωθα το κέντρο του κόσμου». Οδύνη και ηδονή, αυτοί είναι οι δύο πόλοι της ταραγμένης, πλούσιας εντούτοις, ζωής που γλέντησε και τίμησε η Φρίντα. «Εσύ κι εγώ» λέει, απευθυνόμενη στον Ντιέγκο και συνοψίζοντας τις δεκαετίες τους μαζί, «είμαστε ιερόσυλοι για τους θρησκόληπτους, χυδαίοι για τους ηθικολόγους, ανατρεπτικοί για τους καπιταλιστές, και πουλημένοι στους καπιταλιστές για τους κομμουνιστές».
Το 1954, λίγο πριν πριν από τον χαμό της, η Φρίντα γράφει στο ημερολόγιό της: Ήρθε και πάλι η εποχή των βροχών… Αλλά για πρώτη φορά, τα δάκρυά μου δεν θα γίνουν ένα με τη βροχή. Τέρμα τα δάκρυα, αγάπη μου. Θα συνεχίσω να σου γράφω με τα μάτια μου.
Είναι αλήθεια πως η ζωγραφική μου είναι βουβά ουρλιαχτά. Τα τέρατα που βγαίνουν από το χέρι μου είναι άνθρωποι και θεοί ή ζώα ή κάτι απ’ όλα αυτά μαζί. Ο Λούις Καμπαγιέρο λέει ότι δεν ζωγραφίζω τους πίνακές μου: ότι τους γράφω
Μια και λέμε για δάκρυα: για την Κολομβιανή Έμμα Ρέγιες (Emma Reyes, 1919-2003), έγραψε ο μεγάλος φίλος της και σπουδαίος ιστορικός τέχνης, ο Χερμάν Αρσινιέγας (Germán Arciniegas,1900-1999), ότι «δεν ζωγραφίζει με λάδι αλλά με δάκρυα». Ορφανεμένη, αγνώστων γονιών, έγκλειστη σε ορφανοτροφείο από παιδούλα, αγράμματη, γεννημένη στο μηδέν και προορισμένη να ζήσει στο τίποτα, η Έμμα υπερέβη κάθε εμπόδιο, ανακάτεψε ξανά, η ίδια, την τράπουλα της ζωής της, θέσπισε από μόνη της, με πείσμα και επιμονή αδάμαστη, τους κανόνες του βίου και της τέχνης της.
Στο συνταρακτικό βιβλίο Αναμνήσεις δι’ αλληγραφίας, τον ευγενέστατα λυρικό πλούτο του αποδίδει έξοχα η Μαρία Παλαιολόγου (εκδ. Ίκαρος), η Έμμα αυτοβιολογείται, όπως και η Φρίντα, συντάσσοντας επιστολές, θεματικά και χρονολογικά τακτοποιημένες, όπου ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις της από τα πρώτα της άθλια χρόνια και από την πορεία που την έφερε στην επικράτεια της τέχνης της, της ζωγραφικής. Είκοσι τρεις επιστολές, γραμμένες από το 1969 έως το 1997, ιστορούν παιδικά χρόνια αδιανόητης σκληρότητας και ερήμωσης, αλλά και αταλάντευτης κατάφασης, όπως και πάλι συμβαίνει με την Φρίντα, στη ζωή: το πελώριο Ναι! Ναι! Ναι! στη ζωή, μια ζωή που θα βαφτιστεί στα νάματα της τέχνης και θα λάμψει τελικά.
Δάκρυα, πάντα δάκρυα, αλλά και επιμονή, και προσήλωση. Η κατακλείδα στην 17η επιστολή συνοψίζει πολλά: «Η αδελφή Εβανχελίνα μάς είπε να πάμε με τις άλλες στην τραπεζαρία να φάμε κάτι. Εγώ έφαγα μονάχα τα δάκρυά μου». Τρώει δάκρυα, ζωγραφίζει με δάκρυα, η Ρέγιες. Δεν έχει άλλα δάκρυα, γράφει μονάχα με τα μάτια της, η Κάλο.
Για την οποία Κάλο, ο τελετάρχης της υπερρεαλιστικής περιπέτειας, ο θρυλικός André Breton έγραψε, θαυμάσια και θαυμαστά, ότι ήταν «μια βόμβα τυλιγμένη σε μεταξωτή κορδέλα».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Αποσπάσματα από τα βιβλία
«Η ζωγραφική έγινε για μένα ο μοναδικός λόγος για τον οποίο περίμενα το ξημέρωμα, το ξημέρωμα που έμοιαζε να μην έρχεται ποτέ».
Pino Cacucci, Φρίντα Κάλο, Viva la Vida!
«Το κεφάλι μου είναι σαν δωμάτιο γεμάτο με παλιά πράγματα όπου δεν ξέρει κανείς πια τι υπάρχει και σε τι κατάσταση βρίσκεται […] Μη θλίβεσαι, γιατί από τους θλιμμένους ανθρώπους επωφελείται ο Διάβολος».
Emma Reyes, Αναμνήσεις δι᾽ αλληλογραφίας