Για το μυθιστόρημα της Edna O’ Brien «Μικρές κόκκινες καρέκλες» (μτφρ. Χριστίνα Σωτηροπούλου, εκδ. Κλειδάριθμος).
Του Μιχάλη Πιτένη
Στις 6 Απριλίου 2012, στην εικοστή επέτειο από την έναρξη της πολιορκίας του Σεράγεβο από τις σερβοβοσνιακές δυνάμεις, τοποθετήθηκαν 11.541 καρέκλες κατά μήκος των οκτακοσίων μέτρων του κεντρικού δρόμου της πόλης. Μια κενή καρέκλα για κάθε κάτοικο του Σεράγεβο που έχασε τη ζωή του στη διάρκεια των 1.425 ημερών της πολιορκίας. Οι 643 μικρές καρέκλες αντιπροσώπευαν τα παιδιά που σκοτώθηκαν από τα πυρά ελεύθερων σκοπευτών και από το βαρύ πυροβολικό που ήταν ακροβολισμένο στα γύρω βουνά.Το μικρό αυτό κείμενο, προοίμιο στο βιβλίο της Edna O’ Brien Μικρές κόκκινες καρέκλες, προϊδεάζει τον αναγνώστη μόνο ως έναν βαθμό για το περιεχόμενό του. Διαβάζοντάς το θα συνειδητοποιήσει πως η συγγραφέας μιλά όχι μόνο για τις 11.541 άδειες καρέκλες του Σεράγεβο μα για τις εκατοντάδες χιλιάδες άδειες καρέκλες που υπάρχουν σ’ όλο τον σύγχρονο κόσμο. Καρέκλες που άδειασαν, και συνεχίζουν να αδειάζουν, εξαιτίας της βίας που γεννούν κηρυγμένοι και ακήρυχτοι πόλεμοι, που άλλοι μας απασχολούν όσο διαρκεί ένα δελτίο ειδήσεων και άλλοι που, ενώ εξελίσσονται με μεγάλη σφοδρότητα δημιουργώντας ποταμούς αίματος και δυστυχίας, η καθημερινότητά μας τους έχει εξοβελίσει στο μέγεθος ενός εσωτερικού μονόστηλου εφημερίδας με παρελθούσα ημερομηνία.
H συγγραφέας μιλά όχι μόνο για τις 11.541 άδειες καρέκλες του Σεράγεβο μα για τις εκατοντάδες χιλιάδες άδειες καρέκλες που υπάρχουν σ’ όλο τον σύγχρονο κόσμο. Καρέκλες που άδειασαν, και συνεχίζουν να αδειάζουν, εξαιτίας της βίας που γεννούν κηρυγμένοι και ακήρυχτοι πόλεμοι.
Κι έρχεται η κ. Edna O’ Brien, την οποία δικαίως οι Times χαρακτηρίζουν ως μεγάλη κυρία της λογοτεχνίας, να ανασηκώσει τα πέπλα της συλλογικής λήθης μ’ αυτό της το έργο. Μας οδηγεί σε μια γωνιά της Ιρλανδίας όπου ο γιατρός Βλαντ, πριν αποδειχθεί πως υπήρξε και αυτός άγγελος του θανάτου, που μπορεί να μην εξόντωνε ανθρώπους μέσω ιατρικών πειραμάτων όπως ο σατανικός Γερμανός ναζί Γιόζεφ Μένγκελε, ωστόσο τον συναγωνίστηκε σε αποτελεσματικότητα στρέφοντας τα όπλα του ακόμα και εναντίον αμάχων κάθε ηλικίας και φύλου στο Σεράγεβο, στη Σρεμπρένιτσα, δεν έχει βρει απλώς καταφύγιο αλλά και τη γενική αποδοχή…
Η μικρή ιρλανδική κοινωνία αγκαλιάζει τον κ. Βλαντ γοητευμένη απ’ τη φινέτσα, τον κοσμοπολίτικο αέρα και την πνευματική του καλλιέργεια και του παραδίδεται σχεδόν ολοκληρωτικά. Η αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας, όπως είναι φυσικό, λειτουργεί αποσταθεροποιητικά και διαλυτικά για όλα, σχεδόν, τα μέλη της. Για ένα όμως απ’ αυτά, τη Φιντέλμα, θα σηματοδοτήσει την απόλυτη καταστροφή της, καθώς το τίμημα που θα υποχρεωθεί να πληρώσει, για τη σύναψη ενός ιδιόμορφου ερωτικού δεσμού μαζί του, αποδεικνύεται τελικά πολύ βαρύ για το έγκλημα της.
Η φυγή της –εκούσια εξορία– στο Λονδίνο είναι μονόδρομος και θα τη φέρει μπροστά σε μια πραγματικότητα αδιανόητη για τη μέχρι τότε ζωή της, που οριζόταν και εξελισσόταν σ’ έναν τόπο που πλέον φαντάζει ειδυλλιακός, συγκρινόμενος με τον τωρινό μέσα στον οποίο πρέπει να επιβιώσει. Το πράσινο και υγρό μιας ανθούσας και καρποφορούσας φύσης αντικαθίσταται από το γκρίζο και γλιστερό της μεγαλούπολης, τα πουλιά και τα ζώα που αναζητούν και βρίσκουν εύκολα καταφύγιο και τροφή δίνουν τη θέση τους στους άστεγους και απελπισμένους αλλοεθνείς που αναζητούν εναγωνίως ένα πιάτο ζεστό φαΐ και μια γωνιά προφυλαγμένη απ’ τη βροχή και το κρύο, η αλληλεγγύη και ο αλτρουισμός των συντοπιτών της γίνεται ο εφιάλτης της με κάθε μέσο κατάκτησης και διατήρησης μιας ταπεινής και ελάχιστα αμειβόμενης εργασίας που το μόνο που διασφαλίζει είναι απλώς η στοιχειώδης διαβίωση.
Η Φιντέλμα, μια Ιρλανδή καλλονή, γίνεται απ’ τη μία μέρα στην άλλη μια μαύρη που, δυστυχώς για κείνη, έχει να αντιπαλέψει και να σταθεί απέναντι σε πραγματικές μαύρες με σώματα γεμάτα ουλές από απάνθρωπα βασανιστήρια, αναμνήσεις που στοιχειώνουν κάθε βράδυ τον ύπνο τους, πόδια σκληρά σαν την πέτρα μετά από πεζοπορία χιλιάδων χιλιομέτρων σε χώμα και άσφαλτο και δέρμα αργασμένο απ’ την αλμύρα τρικυμισμένων θαλασσών και ανελέητων καταιγίδων. Γυναίκες που ακόμα και αν ξυπνούν πια σε γειτονιές όπου ακούγονται φωνές παιδιών ή το μαρσάρισμα ενός απορριμματοφόρου, στα αυτιά τους η μνήμη αναπαράγει κροταλισμούς όπλων και αλαλαγμούς επίδοξων βιαστών τους και γι’ αυτό ξεκινάν για την όποια δουλειά τούς προσφέρθηκε στη χώρα όπου βρέθηκαν εξ ανάγκης και όχι λόγω επιλογής, με το μαχαίρι στα δόντια.
Αν έχει κάτι κοινό μ’ αυτές τις γυναίκες η Φιντέλμα είναι σίγουρα το μίσος και ακούγοντας τις ιστορίες τους θα πει:
Ο πόλεμος, η βία, ο ανθρώπινος παραλογισμός δεν συσσωρεύουν απλώς εκατόμβες νεκρών. Καταστρέφουν και τον πνευματικό και ψυχικό κόσμο των διασωθέντων που εξακολουθούν να κινούνται νιώθοντας σαν να βρίσκονται διαρκώς σ’ ένα πεδίο μάχης, περιτριγυρισμένοι από εχθρούς που από στιγμή σε στιγμή θα τους επιτεθούν.
Η απώλεια της αίσθησης κάθε φυσικού και αφύσικου, το βαθιά ριζωμένο μίσος. Ο πόλεμος, η βία, ο ανθρώπινος παραλογισμός δεν συσσωρεύουν απλώς εκατόμβες νεκρών. Καταστρέφουν και τον πνευματικό και ψυχικό κόσμο των διασωθέντων που εξακολουθούν να κινούνται νιώθοντας σαν να βρίσκονται διαρκώς σ’ ένα πεδίο μάχης, περιτριγυρισμένοι από εχθρούς που από στιγμή σε στιγμή θα τους επιτεθούν.
Η Edna O’ Brien στο βιβλίο της Μικρές κόκκινες καρέκλες πρωτοτυπεί και αντί να βάλει στο κέντρο της αφήγησής της κάποια απ’ τις αμέτρητες και ιδιαίτερα συγκινητικές ιστορίες ενός θύματος από μια ταραχώδη και δοκιμαζόμενη γωνιά του πλανήτη, επιλέγει να τοποθετήσει μια γυναίκα που θεωρητικά και πρακτικά βρίσκεται πολύ μακριά από κάθε κίνδυνο. Κίνηση ευφυής καθώς διαβάζοντας τα πάθη της Φιντέλμα, θέλοντας και μη, αντιλαμβανόμαστε πόσο εύκολο είναι το να βρεθεί ο καθένας στη θέση της και από την προσωπική του νιρβάνα να καταλήξει να μοιράζεται την κόλαση με ανθρώπους που πριν μπορεί να μην είχε κανένα απολύτως κοινό μαζί τους, εφεξής όμως θα τους συνδέει τουλάχιστον ένα. Το μίσος. Το μίσος για εκείνους που τους έφεραν σ’ αυτή τη θέση, το μίσος για όσους τους εκμεταλλεύονται εξαιτίας της θέσης που βρίσκονται, το μίσος για τους ομοιοπαθούντες, το μίσος για τον ίδιο τους τον εαυτό.
Η Ιρλανδή συγγραφέας με τον λιτό αλλά περιεκτικό και πολύ δυνατό λόγο της, που αποδόθηκε εξαιρετικά στη γλώσσα μας από την κ. Χριστίνα Σωτηροπούλου, καθηλώνει τον αναγνώστη της και είναι στιγμές που αν και οι περιγραφές της λένε λίγα, υπονοούν πολλά περισσότερα, κάνοντας ακόμα και τη φαντασία να ανατριχιάσει. Σκιαγραφεί εικόνες που θυμίζουν σιωπηλά κινηματογραφικά πλάνα, τυλιγμένες μέσα σε πέπλα πυκνής λευκής ομίχλης που καθώς ανασηκώνονται ελαφρά αποκαλύπτουν σκηνές φρίκης, τα αποτελέσματα ανθρώπινων έργων.
Η Edna O’ Brien με αυτό το βιβλίο της, ίσως το καλύτερό της μέχρι σήμερα, απλώνει πολλές, αμέτρητες Μικρές κόκκινες καρέκλες και μας καλεί να αναλογιστούμε πόση θλίψη και οδύνη υπάρχει και στις μέρες, δίνοντάς μας παράλληλα την ευκαιρία να κατανοήσουμε γιατί στο βλέμμα τόσων συνανθρώπων μας που βίωσαν την απώλεια και τον όλεθρο, φωλιάζει τόσο μίσος.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΤΕΝΗΣ είναι συγγραφέας.