Για το βραβευμένο με Booker 2017 μυθιστόρημα του George Saunders «Λήθη και Λίνκολν» (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Ίκαρος).
Του Γιάννη Καρκανέβατου
Το Λήθη και Λίνκολν δεν είναι βιβλίο – αν και θυμίζει. Έχει σελίδες γραμμένες, χαρακτήρες, σημεία στίξης αλλά ο δημιουργός του –μ’ έναν διαβολεμένα υποχθόνιο τρόπο– έχει οργανώσει μια παράσταση ψυχών που παίζεται μέσα στο κεφάλι τού εκάστοτε αναγνώστη.
Το 1862 ο Αβραάμ Λίνκολν χάνει τον εντεκάχρονο αγαπημένο του γιο από τυφοειδή πυρετό. Μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν πως συνεχόμενα βράδια ο Λίνκολν επισκέπτεται την κρύπτη για να πάρει στα χέρια του το άψυχο σώμα του γιου του. Η εικόνα αυτή στοιχειώνει τον συγγραφέα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Πριν από είκοσι περίπου χρόνια, o George Saunders, φέρελπις συγγραφέας εκείνη την εποχή, ακούει τον ξάδερφο της γυναίκας του να αφηγείται την ακόλουθη ιστορία: Το 1862 (δυο χρόνια μετά την ανάδειξή του σε πρόεδρο, έναν χρόνο μετά τον εμφύλιο, και έναν χρόνο πριν υπογράψει το διάταγμα για τη χειραφέτηση των μαύρων) ο Αβραάμ Λίνκολν χάνει τον εντεκάχρονο αγαπημένο του γιο από τυφοειδή πυρετό. Μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν πως συνεχόμενα βράδια ο Λίνκολν επισκέπτεται την κρύπτη για να πάρει στα χέρια του το άψυχο σώμα του γιου του. Η εικόνα αυτή στοιχειώνει τον συγγραφέα. Δημιουργεί στο μυαλό του μια μίξη ανάμεσα στο Μνημείο Λίνκολν (ενός μνημείου στην Ουάσιγκτον που θυμίζει ναό δωρικού ρυθμού και εμπνέει δύναμη) και στην Πιετά (το γνωστό γλυπτό του Μιχαήλ Άγγελου, που η Παναγία –σε νεαρότερη ηλικία απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς– έχει στα πόδια της τον αντρικό σώμα του Υιού της. Το βλέμμα της είναι χαμηλωμένο και το αριστερό της χέρι αμήχανα ανοιγμένο (απορημένο κατά τον ουρανό για τον πόνο που έμελλε να της δοθεί). Ο συνδυασμός αυτός, ισχύος και ευαισθησίας, έχει ρίξει τον σπόρο του. Κάποια μελλοντική στιγμή θα βλαστήσει.
Είναι τo 2012, η χρονιά που όπως αναφέρει ο Saunders –ένας έως τότε πετυχημένος συγγραφέας διηγημάτων– αρνείται να αποδεχτεί ότι το μνήμα του μπορεί να φέρει τη φράση: «Έντρομος να σαλπάρει προς μια φοβιστική καλλιτεχνική δημιουργία που απεγνωσμένα επιθυμούσε να δοκιμάσει» (η σκέψη πάνω στις λέξεις που θα ήθελε κανείς να σκαλιστούν στον τάφο του, ενίοτε λειτουργεί καταλυτικά και ευεργετικά πάνω στο δίπολο επιθυμία-φόβος που μας διακατέχει) και πέφτει με τα μούτρα στη συγγραφή. Αποτέλεσμα: το –χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς– πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο Lincoln in the bardo (επιτυχημένη η επιλογή του Λήθη και Λίνκολν στα ελληνικά, αφού το bardo παραμένει αμετάφραστο και σύμφωνα με κάποιες βουδιστικές σχολές αποτελεί το μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στον θάνατο και την επαναγέννηση). Στο ομιχλώδες τοπίο της ύπαρξης της συνείδησης, ενώ η ύλη είναι απούσα, εκτυλίσσεται το πολυφωνικό αυτό κείμενο. Οι διάφορες ψυχές (εκατόν εξήντα έξι ο συνολικός τους αριθμός, νούμερο που προκαλεί ίλιγγο αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αφήνει τον αναγνώστη να απομακρυνθεί ψυχικά από τα τεκταινόμενα), με κεντρικούς ήρωες τον Χανς Βόλμαν που σκοτώθηκε την ημέρα του γάμου του με μια νεαρή κοπέλα, τον Ρότζερ Μπέβινς που αυτοκτόνησε αφού ο έρωτάς του δεν βρήκε ανταπόκριση και του αιδεσιμότατου Έβερλυ Τόμας, μιλάνε ακατάπαυστα και αναθυμούνται την πρότερη ζωή τους. Σχολιάζουν, επιδοκιμάζουν, αποδοκιμάζουν, αρνούνται να αποδεχτούν την κατάσταση που βρίσκονται. Συνεχώς αναφέρονται στα αρρωστόκουτα που τους φέρανε και δεν τους εκπλήσσει η ευκολία του να διασχίζουν τοίχους ή να εισχωρούν σε ανθρώπους, ζωντανούς αυτή τη φορά. Στην παρέα τους θα προστεθεί ο Γουίλι που θα τον πάρουν υπό την προστασία τους και που ο θρήνος τού πατέρα αρνείται να τον αφήσει να αποχωρήσει. Με τον εμφύλιο –που στοίχισε πάνω από ένα εκατομμύριο νεκρούς– αλλά και τη συναισθηματική απονέκρωση που μπορεί να φέρει ο θάνατος ενός και μόνο αγαπημένου προσώπου.
Μια ιστορία παλίμψηστο, προδοσίας και συγχώρεσης, αγάπης και μίσους, πάθους και συμπόνοιας. Με τόσες πραγματικότητες όσα και βλέμματα. Σε μια φόρμα διαλογική, όπου κάθε χαρακτήρας καταλαμβάνει έναν χώρο από μια λέξη μέχρι κάποιες σελίδες, με ανάμιξη ιστορικών αναφορών και μυθοπλαστικών στοιχείων, που δεν θυμίζει προηγούμενα αναγνώσματα.
Κάποια μυθιστορήματα εξιστορούν τον κόσμο, ενώ άλλα δημιουργούν έναν κόσμο δικό τους και σε αιχμαλωτίζουν να τον ζήσεις. Ο συγγραφέας επιλέγει το δεύτερο. Με γλώσσα απλή, καθομιλουμένη, με παύσεις, δισταγμούς, βρισιές, επαναλήψεις, μισοτελειωμένες φράσεις. Δεν θέλει καν να κρατήσει σαν έκπληξη τον κόσμο στον οποίο αναφέρεται, γι’ αυτό και τον βάζει στον τίτλο (με την χρήση της λέξης bardo). Προτιμά έναν αναγνώστη που θα μπει χωρίς προκαταλήψεις και με ανοιχτή καρδιά και μυαλό θα βαδίσει την ιστορία. Μια ιστορία παλίμψηστο, προδοσίας και συγχώρεσης, αγάπης και μίσους, πάθους και συμπόνοιας. Με τόσες πραγματικότητες όσα και βλέμματα. Σε μια φόρμα διαλογική, όπου κάθε χαρακτήρας καταλαμβάνει έναν χώρο από μια λέξη μέχρι κάποιες σελίδες, με ανάμιξη ιστορικών αναφορών και μυθοπλαστικών στοιχείων, που δεν θυμίζει προηγούμενα αναγνώσματα. Το βραβείο Booker (μία από τις μεγαλύτερες αναγνωρίσεις σε αγγλόφωνο συγγραφέα) που του δόθηκε πριν λίγο καιρό θεωρείται εύλογη διάκριση.
Ομολογώ πως καθώς προχωρούσα στην ανάγνωση, είχα μια μικρή αγωνία. Την αγωνία μήπως η αβανταδόρικη αρχή κατέληγε σ’ ένα μαλθακό τέλος. Ο συγγραφέας ευτυχώς με διαψεύδει αφού με κάποιο τέχνασμα που αρνούμαι να αποκαλύψω, απογειώνει στο τελευταίο μέρος την αφήγηση. Ίσως κάποιοι αναγνώστες να διαφωνήσουν με τα προαναφερόμενα. Ίσως για πράγματα που λατρεύεις, ο φακός της υποκειμενικότητας να θολώνει τη ματιά. Σε κάθε μελλοντικό αναγνώστη πάντως θα ήθελα να υπενθυμίσω πως είναι όχι μόνο θεμιτό αλλά και αναγκαίο, η ευρύνοια αυτού που διαβάζει να ανταποκρίνεται στα ρίσκα που παίρνει αυτός που γράφει. Αλλιώς κινδυνεύουμε από την πλήξη και την επανάληψη. Τελειώνοντας, να δώσω τα εύσημα στον μεταφραστή αλλά και στις εκδόσεις Ίκαρος, που μας γνώρισαν αυτόν τον υπέροχο συγγραφέα, προσδοκώντας στην έκδοση και προγενέστερων έργων του.
* Φωτογραφία: Robert Wuensche, Εικονογράφιση: Houston Chronicle
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΚΑΝΕΒΑΤΟΣ είναι συγγραφέας.