Για το «Λιε Τσι – Το αληθινό κείμενο του τέλειου κενού» (μτφρ. Σωτήρης Χαλικιάς, εκδ. Ίνδικτος).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Ο Σωτήρης Χαλικιάς έσκυψε μαγεμένος πάνω από την Κίνα, πάνω από τον Κομφούκιο και τώρα πάνω από το ταοϊστικό Λιε Τσι. Το μάγεμά του αυτό φαίνεται ήδη από την εισαγωγή του στο Λιε Τσι. Για τη μεταφορά αυτή, στη γλώσσα μας, των ιδεών και των ιστοριών ενός αλλότριου πολιτισμού, μια μεταφορά όχι από μια αγγλική ή άλλη μετάφραση, αλλά με πολύχρονη επίμοχθη μελέτη των πολύσημων κινεζικών ιδεογραμμάτων, οφείλουμε στον κ. Χαλικιά τα μέγιστα. Η Μάνια Σεφεριάδη, όταν απόδωσε στην ελληνική τα Τσουάνγκ Τσου και Τάο Τε Κινγκ, μετέφρασε μεταφράσεις. Ωστόσο, στην ερμηνεία ενός ιδεογράμματος οι λεπτότατες διακρίσεις μοιάζει να είναι το παν.
Η ρίζα της νεραγκούλας γίνεται ονίσκος, τα φύλλα της γίνονται πεταλούδες. Η πεταλούδα αυτή ξαφνικά αλλάζει και γίνεται σκουλήκι, ζει κάτω από τον φούρνο και στην όψη μοιάζει σαν να μην έχει δέρμα, τ’ όνομά του είναι τζυ τουό. Το τζυ τουό χίλιες μέρες μετά αλλάζει και γίνεται πουλί.
Ομολογώ, τα Ανάλεκτα παρά το ενδιαφέρον τους κάποια στιγμή με κούρασαν, μα η ανάγνωση του Λιε Τσι ήταν σαν ποτάμι που με παρέσυρε, από ιστορία σ’ ιστορία κι από παραβολή σε παραβολή. Γοητεύτηκα τυχαία τρόπον τινά, πιάνοντας καταρχάς το βιβλίο στα χέρια μου στο σπίτι ενός φίλου κι ανοίγοντάς το στην τύχη σε μια σελίδα, κατά τον τρόπο του Ι Τσινγκ, θα μπορούσε κανείς να πει. Μια ονειρική φυτοζωολογία ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μου, και σταμάτησα την κουβέντα για να διαβάσω σ’ όλους τούτες τις αινιγματικές λέξεις που μ’ είχαν τόσο γοητεύσει. Να, απ’ αυτές, οι πρώτες αράδες:
«Κάθε ον έχει μέσα τα σπέρματά του: Όταν βρίσκουν νερό, μεγαλώνουν σε διαδοχικά στάδια. Όταν μεγαλώνουν εκεί που το νερό αγγίζει την στεριά, γίνονται κατακάθια. Όταν τρέφονται στην όχθη, γίνονται μπανανιές. Όταν η μπανανιά βρεθεί σε κοπριά, γίνεται νεραγκούλα. Η ρίζα της νεραγκούλας γίνεται ονίσκος, τα φύλλα της γίνονται πεταλούδες. Η πεταλούδα αυτή ξαφνικά αλλάζει και γίνεται σκουλήκι, ζει κάτω από τον φούρνο και στην όψη μοιάζει σαν να μην έχει δέρμα, τ’ όνομά του είναι τζυ τουό. Το τζυ τουό χίλιες μέρες μετά αλλάζει και γίνεται πουλί, τ’ όνομά του είναι καν γυ κου. Το σάλιο του καν γυ κου γίνεται η σι μι. Η σι μι γίνεται το ζωύφιο γι λου· το ζωύφιο γι λου γεννάει το ζωύφιο χουάγκ κουάγκ· το ζωύφιο χουάγκ κουάγκ γεννάει το ζωύφιο τζιο γιόου. Το τζιο γιόου γεννάει το μάο ζουό· το μάο ζουό γεννάει το φου τσυάν. Το συκώτι των προβάτων γίνεται τσιμπούρι· το αίμα του αλόγου γίνεται κωλοφωτιά· το αίμα του ανθρώπου γίνεται φωτιά. Ο τσίφτης γίνεται γεράκι· το γεράκι γίνεται κούκος· ο κούκος μετά από χρόνια γίνεται ξανά τσίφτης, το χελιδόνι γίνεται κοχύλι…» Οι μεταμορφώσεις συνεχίζονται, μα εγώ θα σταματήσω εδώ.
Ίσως το νόημα αυτού του βιβλίου να περικλείεται περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού στις πρώτες κιόλας φράσεις του:
«Υπάρχει ό,τι γεννιέται και ό,τι δεν γεννιέται. Υπάρχει ό,τι μεταμορφώνεται και ό,τι δεν μεταμορφώνεται. Ό,τι δεν γεννιέται, μπορεί να γεννήσει ό,τι γεννιέται· ό,τι δεν μεταμορφώνεται, μπορεί να μεταμορφώσει ό,τι μεταμορφώνεται. Ό,τι γεννιέται, δεν μπορεί να μην γεννήσει· ό,τι μεταμορφώνεται, δεν μπορεί να μην μεταμορφώσει. Γι’ αυτό και η γέννηση είναι παντοτινή, η μεταμόρφωση είναι παντοτινή. Η γέννηση είναι παντοτινή, η μεταμόρφωση είναι παντοτινή: Δεν υπάρχει στιγμή που να μην γεννιέται κάτι· δεν υπάρχει στιγμή που να μην μεταμορφώνεται κάτι».
Όλο το κείμενο του Λιε Τσι σπιθίζει από ζωηρή ευφυΐα και βάθος δοσμένο με φαινομενική απλότητα.
Νιώθω πως καταλαβαίνω πολύ καλά το νόημα αυτών των φράσεων, χωρίς ωστόσο να μπορώ να εξηγήσω ακριβώς το γιατί. Ίσως ο λόγος να είναι πως έχω σπουδάσει βιολόγος, έτσι η σκέψη μου καταρχάς πλάστηκε μέσ’ από την εξελικτική βιολογία, μα ταυτόχρονα όλο και περισσότερο με έσπρωχνε κάτι μακριά από την επιστήμη ενόσω μεγάλωνα, αν κι όχι τόσο αντιπαλεύοντάς την, όσο συμπληρώνοντάς την. Στις πρώτες αράδες του Λιε Τσι, αυτές οι δύο τάσεις, αντίθετες μα συμπληρωματικές, σαν να συνυπήρξαν.
Και όλο το κείμενο του Λιε Τσι σπιθίζει από ζωηρή ευφυΐα και βάθος δοσμένο με φαινομενική απλότητα. Θα επιλέξω εδώ μερικές ιστορίες, αυτή τη φορά όχι κατά τον τρόπο του Ι Τσινγκ, τυχαία, μα νιώθοντας ότι η νοηματική τους πυκνότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το μέγεθός τους. Τις επιλέγω ως αποδείξεις της σπουδαιότητας του Λιε Τσι κι ως δείγματα της βραχυλογικής μαγείας του. Είναι χωρισμένο σε οχτώ «βιβλία» («Ουράνιο Σκήπτρο», «Κίτρινος Αυτοκράτορας», «Ο βασιλιάς Μου των Τσόου», «Κομφούκιος», «Τα ερωτήματα του Ταγκ», «Δύναμη και πεπρωμένο», «Γιαγκ Τσου», «Εξήγηση των συνδέσεων») και διαλέγω μία ιστορία από το πρώτο, μία από το πέμπτο, και την ακροτελεύτια του Λιε Τσι:
«Ο Διδάσκαλος Λιε Τσι καθ’ οδόν για το Βέι κάθισε στην άκρη του δρόμου για να φάει. Οι μαθητές του είδαν μια εκατόχρονη νεκροκεφαλή, την έβγαλαν από τα χορτάρια και του την έδειξαν. Στρεφόμενος προς τον μαθητή του, τον Πο Φεγκ (ο Διδάσκαλος Λιε Τσι) είπε: “Μόνο εγώ κι αυτή ξέρουμε ότι ποτέ δεν ζούμε, ποτέ δεν πεθαίνουμε; Αυτό, αλήθεια, μας πικραίνει; Αυτό, αλήθεια, μας προκαλεί χαρά;”»
Μόνο εγώ κι αυτή ξέρουμε ότι ποτέ δεν ζούμε, ποτέ δεν πεθαίνουμε; Αυτό, αλήθεια, μας πικραίνει; Αυτό, αλήθεια, μας προκαλεί χαρά;
«Ο Κουά Φου, μην υπολογίζοντας την δύναμή του, θέλησε να κυνηγήσει την εικόνα του ήλιου. Τον πρόφτασε λοιπόν στα όρια της κοιλάδας Γυ. Δίψασε όμως και θέλησε κάτι να βρει να πιει. Έσπευσε λοιπόν να πιει από τον Κίτρινο Ποταμό κι από τον ποταμό Γουέι. Ο Κίτρινος Ποταμός και ο ποταμός Γουέι δεν του έφτασαν, και κατευθύνθηκε προς τον Βορρά να πιει το νερό του Μεγάλου Έλους. Δεν έφτασε όμως ως εκεί, πέθανε στον δρόμο από την δίψα. Το μπαστούνι που άφησε, ποτίστηκε από το λίπος και το κρέας του κουφαριού του κι έγινε το δάσος του Τεγκ. Το δάσος του Τεγκ φούντωσε και κάλυψε μεγάλη περιοχή, που είχε έκταση πολλές χιλιάδες λι».
«Παλιά κάποιος στο Τσι λάτρευε το χρυσάφι. Ένα πρωί, σηκώθηκε νωρίς, έβαλε τα καλά του και πήγε στην αγορά. Κατευθύνθηκε στον πάγκο κάποιου που πούλαγε χρυσάφι, άρπαξε ένα κομμάτι κι έφυγε. Ο φρουρός τον έπιασε και τον ρώτησε: “Όλοι οι άνθρωποι ήταν εκεί, πώς άρπαξες το χρυσάφι;” Είπε εκείνος: “Την στιγμή που πήρα το χρυσάφι, δεν έβλεπα τους ανθρώπους, έβλεπα μόνο το χρυσάφι”».
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.