
Για το μυθιστόρημα του Τρούμαν Καπότε «Εν ψυχρώ» (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, Πατάκης).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Σπάνια ένα μυθοπλαστικό έργο ξεκινά με «Ευχαριστίες» – αν και, τελευταία, όλο και πιο συχνά τελειώνει με αυτές. Και ναι μεν το Εν ψυχρώ (1966) του Τρούμαν Καπότε (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Πατάκη) δεν είναι ένα κατεξοχήν μυθοπλαστικό έργο, αφού βασίστηκε σε μια αληθινή ιστορία και σε πληροφορίες που έπρεπε να μεταγραφούν με πιστότητα, αλλά κατατάσσεται στη λογοτεχνία και όχι στη δημοσιογραφία ή τη δοκιμιογραφία. Αυτό δεν οφείλεται τόσο στο ότι ο συγγραφέας του έγραφε ούτως ή άλλως μυθοπλαστικά κείμενα, όσο στο ότι αποτελεί μια αριστουργηματική αφήγηση που υπερβαίνει τα στενά όρια του ρεπορτάζ κατακτώντας τη διαχρονικότητα της καλής λογοτεχνίας.
Όταν ο Καπότε γράφει για «τους τέσσερις κρότους από την καραμπίνα που θέρισαν έξι ζωές», οι δύο άλλες ζωές στις οποίες αναφέρεται είναι ο Πέρρυ Έντουαρντ Σμιθ και ο Ρίτσαρντ («Ντικ») Γιουτζίν Χίκοκ, οι δράστες που έμελλε να καταδικαστούν την επόμενη χρονιά και να κρεμαστούν πέντε χρόνια αργότερα.
Το βιβλίο πραγματεύεται την εν ψυχρώ δολοφονία τεσσάρων μελών μιας οικογένειας –των δύο γονέων και δύο ανήλικων παιδιών– από δύο κακοποιούς που είχαν ως στόχο τη ληστεία, κατόπιν μιας πληροφορίας περί χρηματοκιβωτίου την οποία τους είχε δώσει ένας πρώην συγκρατούμενός τους. Το έγκλημα συνέβη στις 15 Νοεμβρίου 1959 στο απόμακρο χωριό Χόλκομπ του Κάνσας, μες στο σπίτι της κοινωνικά αξιοσέβαστης οικογένειας Κλάττερ στην οποία ανήκε και το ράντσο που διηύθυνε ο πατέρας. Οι δύο ενήλικες κόρες είχαν ήδη φύγει από το σπίτι κι έτσι σώθηκαν από τύχη. Όταν ο Καπότε γράφει για «τους τέσσερις κρότους από την καραμπίνα που θέρισαν έξι ζωές», οι δύο άλλες ζωές στις οποίες αναφέρεται είναι ο Πέρρυ Έντουαρντ Σμιθ και ο Ρίτσαρντ («Ντικ») Γιουτζίν Χίκοκ, οι δράστες που έμελλε να καταδικαστούν την επόμενη χρονιά και να κρεμαστούν πέντε χρόνια αργότερα.
Ο συγγραφέας, το βιβλίο του οποίου είναι αποτέλεσμα μιας πολυετούς έρευνας (με την αρωγή και της Χάρπερ Λι) που περιλάμβανε και τη γνωριμία με τους δράστες, μας πληροφορεί εξαρχής για το μελλούμενο έγκλημα και μας προϊδεάζει για τους δολοφόνους, συνεπώς δεν έχουμε να κάνουμε με ένα whodunit, και τόσο το καλύτερο. Διαρθρωμένο σε τέσσερα μέρη, το βιβλίο αφηγείται εκ περιτροπής τη ζωή των Κλάττερ μέχρι τη μοιραία συνάντηση με τους ανθρώπους που τους πυροβόλησαν στο πρόσωπο εξ επαφής αφότου τους πήραν σαράντα δολάρια, το παρελθόν των δύο δραστών καθώς και τα σχέδιά τους για το μέλλον, την προσπάθεια των αρχών να τους ταυτοποιήσουν και να τους συλλάβουν και, τέλος, τις νομικές και δικαστικές διαμάχες μέχρι την οριστική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την εκτέλεσή τους. Η αφηγηματική δομή είναι τόσο θαυμαστή, ώστε δεν υπάρχει σημείο στο οποίο ο αναγνώστης να νιώθει κούραση ή πλήξη: οι σχεδόν 500 σελίδες διαβάζονται με κομμένη την ανάσα, ακόμα και στα σημεία (ή ιδίως στα σημεία) όπου η ούτως ειπείν δράση δίνει τη σκυτάλη στη νομική, θρησκευτική και κοινωνική αντιπαράθεση σχετικά με την ενδεδειγμένη τιμωρία του εγκλήματος, ενώ έμφαση δίνεται και στο πόση ενοχή (δεν) αισθάνονται οι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους.
Την όλη αφήγηση διαπνέει μια αίσθηση κοινοτοπίας του κακού: οι δράστες ήταν άνθρωποι απλοί (αν και ευφυείς, σύμφωνα με τα τεστ που τους έκαναν) και, παρά τη στυγερότητα του εγκλήματος, διέπραξαν κάτι που μοιάζει με καθημερινή υπόθεση στην Αμερική.
Ο Καπότε έχει γράψει το Εν ψυχρώ με ύφος «εν ψυχρώ»: φλεγματικό, αποστασιοποιημένο, κατανοητικό, χωρίς φωνασκίες ή ηθικές κατηγόριες ενάντια στον τάδε ή τον δείνα. Η διαδικασία εξιχνίασης είναι αργόσυρτη (καμία σχέση π.χ. με τις εκνευριστικές τηλεοπτικές σειρές, όπου με μερικές απλές ηλεκτρονικές αναζητήσεις μια υπόθεση έχει λυθεί με το καλημέρα), τα πειστήρια δίνονται με προσοχή, το έγκλημα αναλύεται από όλες τις δυνατές επόψεις. Την όλη αφήγηση διαπνέει μια αίσθηση κοινοτοπίας του κακού: οι δράστες ήταν άνθρωποι απλοί (αν και ευφυείς, σύμφωνα με τα τεστ που τους έκαναν) και, παρά τη στυγερότητα του εγκλήματος, διέπραξαν κάτι που μοιάζει με καθημερινή υπόθεση στην Αμερική. (Όπως έγραψε ο αρχισυντάκτης μιας εφημερίδας σχετικά με την «κατάσταση της εγκληματικότητας στη χώρα μας», «από το βράδυ της δολοφονίας των τεσσάρων μελών της οικογένειας Κλάττερ το περασμένο φθινόπωρο, πολλές ακόμα παρόμοιες πολλαπλές δολοφονίες έχουν λάβει χώρα σε διάφορα σημεία των Ηνωμένων Πολιτειών». Ακριβώς μισό αιώνα μετά, η κατάσταση στις ΗΠΑ δεν έχει αλλάξει.) Από τη μία, λοιπόν, το έγκλημα παρουσιάζεται σαν να πηγάζει από τα σπλάχνα μιας κοινωνίας που είναι μεν δημοκρατική κι ευημερούσα, αλλά συνάμα εξοργίζει με τις μεγάλες ανισότητες και τα ασίγαστα φυλετικά πάθη της (ο Πέρρυ ήταν μισός Ινδιάνος). Από την άλλη, παρουσιάζεται και ως ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει έναν συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου ο οποίος, ανεξάρτητα από το πόσο δύσκολα ήταν τα παιδικά χρόνια του (όπως του Πέρρυ), δεν λέει να τα μετουσιώσει σε κάτι δημιουργικό (όπως ο Καπότε, που επίσης έζησε ταραγμένα παιδικά χρόνια), αλλά σε κάτι καταστροφικό – το χειρότερο: καταστροφικό όχι μόνο για τον ίδιον, αλλά και για άλλους που δεν του έφταιξαν σε τίποτα. Εντέλει, πόσοι και πόσοι δεν αφιερώνουν τη ζωή τους σε κάτι ωραίο ακριβώς επειδή έζησαν άσχημα παιδικά χρόνια και δεν θέλουν να τα ζήσουν κι άλλοι. Στα ζητήματα της ψυχής μπορεί να υπάρχει μια κάποια κανονικότητα, αλλά καμία νομοτέλεια.
Ενώ φαινομενικά πρόκειται για την «κακή στιγμή» (εξάλλου δεν πήγαν για να σκοτώσουν), στην πραγματικότητα ήταν πανέτοιμοι για όλα: το ότι αμφότεροι οπλοφορούσαν ήταν απλώς η βάση για να βρεθούν προτετελεσμένου, αφού είχαν συμφωνήσει πως «Δε θ’ αφήσουμε μάρτυρες».
Το Εν ψυχρώ δεν είναι λοιπόν τόσο ένα αστυνομικό, όσο μια βαθιά ψυχοκοινωνική τοιχογραφία της μεταπολεμικής Αμερικής και συγκεκριμένα των μεσοδυτικών πολιτειών της. Είναι μια σύγχρονη τραγωδία, όχι μόνο για τους τέσσερις ανθρώπους που έχασαν άδικα τη ζωή τους, αλλά και για τους δύο δολοφόνους των οποίων η δράση ενείχε ένα πανίσχυρο στοιχείο πεπρωμένου: αμφότεροι υπήρξαν πρότερα κακοποιοί, αμφότεροι βγήκαν με αναστολή από τη φυλακή και ξεκίνησαν αμέσως τα παραπτώματα (πλαστές επιταγές, μικροκλοπές κ.λπ.) μέχρι που κατέληξαν στο μεγάλο έγκλημα, αμφότεροι εντέλει το ομολόγησαν και αποδέχτηκαν πως έτσι είναι η φύση τους. Στο ερώτημα «Γιατί το κάνατε;» ο μεν Πέρρυ αποφάνθηκε κάποια στιγμή για τον Κλάττερ ότι «Τον έβρισκα συμπαθέστατο άνθρωπο. Ευγενικός, κύριος. Το ίδιο εξακολουθούσα να πιστεύω μέχρι που του ‘κοψα το λαρύγγι» ενώ παράλληλα έψαχνε απεγνωσμένα να βρει την αιτία («Απορώ γιατί το ‘κανα», «Δεν ξέρω γιατί» κ.λπ.) ρίχνοντας συνήθως το βάρος στην κακή ανατροφή του, ο δε Ντικ ομολόγησε πως είχε σκοπό μεταξύ άλλων να βιάσει την κόρη, φανερώνοντας τις αξερίζωτες παιδεραστικές τάσεις του με την απλή φράση «Είναι σαν παρόρμηση». Ενώ φαινομενικά πρόκειται για την «κακή στιγμή» (εξάλλου δεν πήγαν για να σκοτώσουν), στην πραγματικότητα ήταν πανέτοιμοι για όλα: το ότι αμφότεροι οπλοφορούσαν ήταν απλώς η βάση για να βρεθούν προτετελεσμένου, αφού είχαν συμφωνήσει πως «Δε θ’ αφήσουμε μάρτυρες». Όπως γράφει ο Καπότε, «ανήκαν στο ίδιο είδος, ήταν αδέρφια απ’ τη σπορά του Κάιν».
Όπως γράφει ο Καπότε, «ανήκαν στο ίδιο είδος, ήταν αδέρφια απ’ τη σπορά του Κάιν».
Ο Καπότε αποδεικνύεται αριστοτέχνης της πλοκής και της ψυχογράφησης. Οι Κλάττερ, οι δολοφόνοι, οι πράκτορες της αστυνομίας, οι δικαστές, οι ένορκοι, οι δημοσιογράφοι, οι συγγενείς και οι φίλοι των θυμάτων και των θυτών, όλοι περιγράφονται με ψύχραιμο βλέμμα. Οι οπτικές γωνίες εναλλάσσονται διαρκώς, καθώς οι σκέψεις και τα συναισθήματα των εμπλεκόμενων προσώπων είναι το βασικό ενδιαφέρον του. Ο συγγραφέας δεν επιδιώκει να πάρει το μέρος κάποιου, αλλά να αναδείξει την υπόθεση όσο καλύτερα μπορεί προκειμένου ο αναγνώστης να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Κι ενώ η ομώνυμη ταινία (1967) σε διασκευή και σκηνοθεσία του Ρίτσαρντ Μπρουκς είναι ιδιαίτερα καλογυρισμένη, δυστυχώς εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στο οδοιπορικό των δύο δραστών και παραμερίζει (ίδιον του κινηματογράφου, βέβαια) όλα όσα καθιστούν το βιβλίο τόσο ξεχωριστό: την πρότερη ζωή των Κλάττερ, τις νομικές, θρησκευτικές και κοινωνικές διαμάχες για την τιμωρία και ειδικότερα για τα συν και τα πλην της θανατικής ποινής, προπάντων την έννοια της ατομικής και συλλογικής ευθύνης και το αίσθημα της ενοχής (εξαιρετικές οι σελίδες σχετικά με το αν οι δράστες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν παρανοϊκοί, τι συνιστά «αποδιοργάνωση της προσωπικότητας» και τι συνεπάγεται «η αποκοπή της σκέψης από το συναίσθημα»). Όλα τα ζητήματα λύθηκαν και, αλίμονο, όλα τα ζητήματα παρέμειναν και θα παραμένουν ανοιχτά. Έξι ζωές για μια χούφτα δολάρια…
* Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία από την ομώνυμη κινηματογραφική μεταφορά του 1967 σε σκηνοθεσία του Richard Brooks.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα ««Αίμα μηχανή» (εκδ. Γαβριηλίδη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η Νάνσυ [Κλάττερ] ήταν πάντα η τελευταία στην οικογένεια που έπεφτε για ύπνο· όπως είχε πληροφορήσει κάποτε τη φίλη της και δασκάλα οικοκυρικών στο σχολείο, την κυρία Πόλλυ Στρίνγκερ, οι μεσονύκτιες ώρες ήταν ο χρόνος κατά τον οποίο ήταν «εγωίστρια και ματαιόδοξη». Τότε έκανε την κούρα ομορφιάς της, μια τελετουργία που περιλάμβανε ενυδατικές λοσιόν και κρέμες, καθώς επίσης λούσιμο τα Σαββατόβραδα. Απόψε, αφού στέγνωσε και βούρτσισε τα μαλλιά της και τα μάζεψε πίσω μ’ ένα αραχνοΰφαντο φουλάρι, έβγαλε τα ρούχα που σκόπευε να φορέσει στην εκκλησία την επομένη το πρωί: νάιλον καλσόν, μαύρα γοβάκια κι ένα κόκκινο βελουτέ φουστάνι – το ωραιότερό της φόρεμα, που το είχε φτιάξει η ίδια. Μ’ αυτό το φόρεμα έμελλε να ταφεί.»
Εν ψυχρώ
Τρούμαν Καπότε
Μτφρ. Αύγουστος Κορτώ
Πατάκης 2017
Σελ. 488, τιμή εκδότη €18,80