Για το μυθιστόρημα της Yasmine El Rashidi Χρονικό ενός τελευταίου καλοκαιριού (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Κριτική).
Του Νίκου Ξένιου
Η σιωπή και η συνενοχή στις έντονες, σημαντικές στιγμές της ζωής, καθώς και μια ιμπρεσιονιστική καταγραφή του κατακερματισμού μιας οικογένειας μέσα από τις πολιτικές διαφωνίες, διατρέχουν ως μοτίβα το μυθιστόρημα της Γιασμίν Αλ Ρασίντι Χρονικό ενός τελευταίου καλοκαιριού, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική σε ιδιαίτερα ευαίσθητη και φροντισμένη μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου. Το μυθιστόρημα καταγράφει τα υπόγεια ρεύματα ανησυχίας που αλλοίωσαν τη φυσιογνωμία της Αιγύπτου μέσα από απανωτές πολιτικές ανακατατάξεις των τριών τελευταίων δεκαετιών, ωθώντας μια αιγύπτια διανοούμενη της Αμερικής να αναζητήσει την «ενήλικη» ταυτότητά της ψηλαφώντας τα μέρη που κατέγραψε η μνήμη της.
Τρία καλοκαίρια ανώνυμης αφηγήτριας
Βαθειά θλίψη για την αλλοίωση του πολιτιστικού πορτραίτου της χώρας της, βαθύ συναίσθημα απώλειας για την απουσία του πατέρα, αίσθημα ανικανοποίητου με τις πολιτικές υποσχέσεις που δόθηκαν και δεν τηρήθηκαν.
Το καλοκαίρι του 1984, ένα εξάχρονο κορίτσι από το Κάιρο περιμένει μπροστά στην κλειστή πόρτα του υπνοδωματίου της μητέρας του. Η συναισθηματικά αποστασιοποιημένη, ιδιόρρυθμη μητέρα συνεννοείται διαρκώς στο τηλέφωνο σε τρεις γλώσσες: στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα αραβικά. Ατελείωτη πλήξη, βωβές τηλεοπτικές σκηνές από το αμερικανικό σήριαλ «Ντάλας», αγιογραφικά πορτραίτα του απελθόντος Ανουάρ Ελ Σαντάτ και το κενό της ανεξήγητης αναχώρησης του Πατέρα, επιδρούν σωματικά στην ψυχοσύνθεση του κοριτσιού και ρυθμίζουν την αντίληψή του του χρόνου. Βαθειά θλίψη για την αλλοίωση του πολιτιστικού πορτραίτου της χώρας της, βαθύ συναίσθημα απώλειας για την απουσία του πατέρα, αίσθημα ανικανοποίητου με τις πολιτικές υποσχέσεις που δόθηκαν και δεν τηρήθηκαν.
Η εικοσάχρονη κοπέλα του δεύτερου μέρους (1998) δείχνει μεγαλύτερη κατανόηση για την «απαθή» προσωπικότητα της μητέρας της. Παράλληλα, με μια «κατευνασμένη» φεμινιστική διάθεση, ολοκληρώνει την προσωπογραφία των δύο ανδρών που διαμόρφωσαν την πολιτική της ταυτότητα: του Θείου που μένει στο εκκεντρικό σπίτι του Φαγιούμ και αρνείται να αντικρίσει τα κλειστά δωμάτια της πεθαμένης γιαγιάς, από τη μία, και του Ντίντο, του αιματώδους, διδακτικού, κομμουνιστή εξαδέλφου, από την άλλη. Η Αλ Ρασίντι διερωτάται για τη «Μουσουλμανική Αδελφότητα», για τις κυβερνητικές αλλαγές, για τον Νάσερ και για την Πρώτη Επανάσταση, του 1919. Για την κοινή σημαία με τη Συρία και για την αποτίναξη του ζυγού των Εγγλέζων και για τη λαϊκή διαμαρτυρία του 2011, που ήταν «μια λαϊκή εξέγερση (...), όχι μια πραγματική Επανάσταση, όχι μια αλλαγή συστήματος».
Με απόλυτα αφαιρετική γραφή μιλά για τη «χαμένη» γενιά που διαμόρφωσε την πολιτιστική ζωή της Αιγύπτου μετά τον Νάσερ.
Στο τρίτο μέρος (2014), στον προθάλαμο της βιολογικής και πολιτικής της ωρίμανσης, η νέα γυναίκα βιώνει την ανεξήγητη επιστροφή του πατέρα και τη φυλάκιση του ιδεαλιστή χολερικού εξαδέλφου. Γραμμένα και ξαναγραμμένα, τα ψήγματα μνήμης της συγγραφέως την οδηγούν στη συνειδητοποίηση της σιωπής που είχε τηρήσει επί δύο δεκαετίες, και που, θραύοντάς την, μπορεί να μιλήσει ειλικρινά για το πώς διαμορφώθηκε ως προσωπικότητα παράλληλα με την ιστορία της χώρας καταγωγής της. Με απόλυτα αφαιρετική γραφή μιλά για τη «χαμένη» γενιά που διαμόρφωσε την πολιτιστική ζωή της Αιγύπτου μετά τον Νάσερ και μεταστρέφεται σε συγγραφέα: αυτό που αρχικά προετοιμαζόταν για σενάριο ταινίας, σταδιακά μετατρέπεται σε βιβλίο.
Καταγράφοντας λεπτομερώς τις αλλαγές
Η συγγραφέας, που σήμερα διδάσκει στο Πρίνστον και επιμελείται της περιοδικής έκδοσης Bidoun για τις τέχνες και τα γράμματα της Μέσης Ανατολής, έχει ένα πλούσιο αρθρογραφικό έργο στο New York Review of Books, που αναμφίβολα συνέβαλε στην καλειδοσκοπική καταγραφή των αμιγώς «αιγυπτιακών» στιγμών του πρώτου της αυτού βιβλίου.
Η Ρασίντι μιλά για την πολιτική μετριοπάθεια, για το κατά πόσον η λογοτεχνία μπορεί να σχηματοποιήσει την ιστορία και για έναν πιθανό «νέο αιγυπτιακό μοντερνισμό» στην αφήγηση. Μελετά για την «ήττα της λογοτεχνίας» έπειτα από τα πολιτικά γεγονότα του 1967, για τη «νέα γλώσσα» που γεννήθηκε τότε. Για την απογύμνωση των ιδεωδών, για την απογύμνωση του λεκτικού οργάνου των συγγραφέων, για τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό του Ναγκίμπ Μαχφούζ και για τις πειραματικές απόπειρες γραφής νεώτερων συγγραφέων που ακολούθησαν. Έχουν, άραγε, γραφεί τα πάντα για την Αίγυπτο; Τι θα επιβιώσει από το παλιό Κάιρο; Τα μουσεία; Το άγαλμα του φαραώ Ακενατόν που δεν απαντά στις επιστολές της; Οι βίαιες εξεγέρσεις; Η συγγραφέας, που σήμερα διδάσκει στο Πρίνστον και επιμελείται της περιοδικής έκδοσης Bidoun για τις τέχνες και τα γράμματα της Μέσης Ανατολής, έχει ένα πλούσιο αρθρογραφικό έργο στο New York Review of Books, που αναμφίβολα συνέβαλε στην καλειδοσκοπική καταγραφή των αμιγώς «αιγυπτιακών» στιγμών του πρώτου της αυτού βιβλίου.
Κυρίαρχο είναι το κενό από τη συνεχή απουσία δύο νεκρών: της γιαγιάς και μιας αδελφής με αναπηρία που στοιχειώνουν το σπίτι. Το ύφος της αφήγησης στο πρώτο μέρος είναι πηγαίο, ανεπιτήδευτο, παιδικό, συνθέτει όμως με κινηματογραφικές séquances ένα ψηφιδωτό εικόνων της καθημερινότητας που μεταπλάθονται σε παγιωμένους τύπους συμπεριφοράς: τον καφέ με το αλάτι και τη ζάχαρη, τη ζέστη και τον ανεμιστήρα, τη θλιμμένη εικόνα μιας μητέρας που κρατά το μυστικό της επτασφράγιστο, τα κλειστά, παροπλισμένα δωμάτια, τη θέα των δέντρων στον κήπο, τους ήχους από τα πραξικοπήματα, το αραβικό μένος στην έξαρσή του. Αλλά και τη γεύση του μάνγκο και της γκαουάφα, της καυτερής «σάτα» στα τηγανιτά αυγά, την αφρώδη γεύση της Seven Up και της στιμμένης λεμονάδας, τον πυρωμένο ήλιο και τα εμπορικά καταστήματα, την άναρχη κυκλοφορία στους δρόμους και τα κρησφύγετα των επαναστατών.
Ένα μυθιστόρημα που χαρακτηρίζεται από την ευαίσθητη, ιδιότυπη ματιά της γυναίκας που με τον χρόνο μαθαίνει να συγχωρεί, να κατανοεί, να εμβαθύνει, να οραματίζεται.
Το Κάιρο είναι η πόλη που πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα, ένα Κάιρο πολυάνθρωπο, πολύβουο, μεταμορφωσιγενές, που φέρει όλα τα γνωρίσματα των παλαιότερων εποχών και τα διακριτικά μορφών πολιτισμού που έχουν περάσει ανεξίτηλα στη φυσιογνωμία των ανθρώπων και της καθημερινής ζωής. Οι τρεις διαφορετικές αφηγήτριες του μυθιστορήματος, δηλαδή το ίδιο ανώνυμο κορίτσι σε τρεις χρονικές φάσεις που απέχουν δεκαπέντε χρόνια η μια από την άλλη, παρατηρούν διαρκώς τις μεταβολές του σκηνικού σε μια μορφή συνειδησιακής ροής. Ένα μυθιστόρημα που μιλά για το εφθαρμένο αξιακό σύστημα, για τη νοσταλγία για παλαιότερες πολιτικές καταστάσεις, για τη σύνθεση από δυο εξίσου ισχυρές κουλτούρες μιας συγγραφέως που ανασυνθέτει το «παζλ» των νοηματοδοτήσεων που διαμορφώνουν την πολιτική ιδεολογία της ηρωίδας της. Όμως, πάνω απ’ όλα, είναι ένα μυθιστόρημα που χαρακτηρίζεται από την ευαίσθητη, ιδιότυπη ματιά της γυναίκας που με τον χρόνο μαθαίνει να συγχωρεί, να κατανοεί, να εμβαθύνει, να οραματίζεται.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Δεν θέλω να ’χω σενάριο στην ταινία. Αλλά έχω ξεκάθαρη αίσθηση του τι θα ήθελα να δίνει τον τόνο, την ατμόσφαιρα της ταινίας. Θα ήθελα να έχει αρκετά ξεκάθαρους χαρακτήρες και δομή ταινίας μυθοπλασίας, αλλά ν’ αφήνει το περιθώριο για πιο αυθόρμητα πλάνα, τύπου cinéma vérité.
Γράφω: Καθημερινότητα. Αναρωτιέμαι πώς θα ’ταν αν έβαζα ανθρώπους από τη ζωή μου να παίξουν σκηνές και ταυτόχρονα να τους παρακολουθώ με την κάμερα στην καθημερινότητά τους. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω σενάριο για κάποια επεισόδια; Ή να ’χω κάποιον να τ’ αφηγείται, στο πλαίσιο μιας οικογενειακής συζήτησης; Δείχνοντας, έτσι, τις διαφορετικές οπτικές γωνίες που καθρεφτίζουν την πολυπλοκότητα της εθνικής ψυχής, ανάγλυφη τις μέρες μετά την επιστροφή του Μουμπάρακ από την Αντίς. Ίσως κάτι που θ’ αποτυπώνει το χάσμα των γενεών;»
Χρονικό ενός τελευταίου καλοκαιριού
Yasmine El Rashidi
Μτφρ. Μαρία Αγγελίδου
Κριτική 2017
Σελ. 184, τιμή εκδότη €14,00