Για το μυθιστόρημα του Mathias Enard «Πυξίδα» (μτφρ. Σοφία Διονυσοπούλου, εκδ. Στερέωμα).
Του Θωμά Συμεωνίδη
Ο Ματιάς Ενάρ συναρμόζει σε ένα μυθιστόρημα 472 σελίδων στην ελληνική έκδοση (400 στη γαλλική), έναν ασυνήθιστο πλούτο πληροφοριών, εγκυκλοπαιδικών γνώσεων, στοχασμών και αφηγήσεων, στη βάση μίας πανανθρώπινης σταθεράς: του ύπνου. Στην προκειμένη περίπτωση, ξεκινάμε από μια συνθήκη διαταραχής του ύπνου: Ο Φραντς Ρίττερ, που είναι και ο κεντρικός αφηγητής, δεν μπορεί να κοιμηθεί. Ο Ενάρ επιβάλλει το άγχος και την αγωνία της αϋπνίας, όταν η ώρα, που αποτελεί το βασικό δομικό στοιχείο του βιβλίου, εμφανίζεται για πρώτη φορά, στη σελίδα 59, ως τίτλος κεφαλαίου.
Το μοτίβο της αϋπνίας δεν είναι άγνωστο προφανώς, ο Προυστ θα ξεκινούσε την περιπέτειά του Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο με τη μνημειώδη φράση «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς», τοποθετώντας την αφήγησή του στον ίδιο μαγικό (και βασανιστικό) χώρο της αϋπνίας.
Έχει προηγηθεί μια πρώτη ενότητα, χωρίς τίτλο. Ο Φραντς Ρίττερ προσπαθεί να κοιμηθεί και όταν συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί, κοιτάει την ώρα (23:10, στη σελίδα 59). Θα συνεχίσουμε μέσα στη νύχτα μαζί του, βλέποντας διαδοχικά ότι η ώρα είναι 23:58 (στη σελίδα 103), 0:55 (στη σελίδα 151), 2:20 (στη σελίδα 217), 2:50 (στη σελίδα 241), 03:45 (στη σελίδα 307), 04:30 (στη σελίδα 341), 05:33 (στη σελίδα 397), 06:00 (στη σελίδα 409).
Το μοτίβο της αϋπνίας δεν είναι άγνωστο προφανώς, ο Προυστ θα ξεκινούσε την περιπέτειά του Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο με τη μνημειώδη φράση «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς», τοποθετώντας την αφήγησή του στον ίδιο μαγικό (και βασανιστικό) χώρο της αϋπνίας. Ο ίδιος ο Ενάρ θα εκμυστηρευτεί σε συνέντευξή του στο Βήμα [1] ότι το πρώτο βιβλίο που δανείστηκε από τη δημόσια βιβλιοθήκη στην ηλικία των 7 (ή 8 ετών) ήταν οι Χίλιες και μία νύχτες. Το προηγούμενο βιβλίο του Ενάρ, η Ζώνη (Actes Sud, 2008), διαδραματίζεται επίσης σε μία νύχτα, με την αφήγηση να αναπτύσσεται σε μία και μοναδική πρόταση 520 σελίδων (η τελεία εμφανίζεται μόνο στο τέλος του βιβλίου, με εξαίρεση ένα μικρό, εμβόλιμο απόσπασμα). Γενικότερα, ο μακροπερίοδος λόγος και ο (νυχτερινός) συνειρμός είναι στοιχεία που δεσπόζουν και στην Πυξίδα.
Καλό είναι βέβαια να ειπωθούν και κάποια επιπλέον στοιχεία για τον Ενάρ: γεννημένος το 1972, σπουδάζει αραβικά και περσικά στη Γαλλία και το Ιράν. Πραγματοποιεί μεγάλες διαμονές στη Μέση Ανατολή και τελικά το 2000 εγκαθίσταται στη Βαρκελώνη, όπου γράφει, μεταφράζει από τα αραβικά και τα περσικά και διδάσκει την αραβική γλώσσα στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Λάτρης επίσης της σύγχρονης τέχνης, ιδρύει τις Εκδόσεις Scrawitch, οι οποίες εκδίδουν σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων έργα καλλιτεχνών που εκθέτονται στην ομώνυμη γκαλερί, την οποία διευθύνει μαζί με τους Τομάς Μαράν και Ζουλιάν Μπεζίλ.
Το μοτίβο της πυξίδας το συναντούμε για πρώτη φορά στο μέσο του βιβλίου, χωρίς να λείπουν οι αναφορές στη συνέχεια και μέχρι το τέλος, αναφορές στην πυξίδα του Μπετόβεν ή του Μαν για παράδειγμα, που δηλώνουν μετωνυμικά τη σχέση αυτών των ανθρώπων με την Ανατολή, αλλά έχουν και τον χαρακτήρα της αλληγορίας.
Αυτά τα στοιχεία μπορούν να δώσουν το κυρίαρχο στίγμα του Ενάρ: λάτρης και ειδήμων της Ανατολής και των τεχνών. Ένα στίγμα το οποίο ορίζει σε μεγάλο βαθμό και τη φυσιογνωμία της Πυξίδας. Ο Φραντς Ρίττερ λοιπόν, ο οποίος δεν μπορεί να κοιμηθεί και σε αυτό συντελεί και το γεγονός ότι μόλις έχει προηγηθεί η είδηση ότι πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια (χωρίς να προσδιορίζεται ποια είναι αυτή), είναι ένας μουσικολόγος, ο οποίος επανέρχεται στη σχέση του με τη Σάρα μέσα από μια εξαντλητική ανασκόπηση της επικοινωνίας τους, η οποία κυριαρχείται από το ζήτημα της σχέσης Δύσης–Ανατολής και πιο συγκεκριμένα Ευρώπης–Μέσης Ανατολής. Από αυτή την άποψη, το μυθιστόρημα ξεκινάει ουσιαστικά με τον Ρίττερ να βρίσκεται στη Βιέννη και να παραλαμβάνει μέσω ταχυδρομείου ένα άρθρο της Σάρα, μέσα στη μέρα που προηγήθηκε. Στη συνέχεια, διαβάζουμε (μαζί με τον Ρίττερ) τον πρόλογο από τη διδακτορική διατριβή της Σάρα, μια μελέτη για τον Ιρανό συγγραφέα Σαντέκ Χενταγιάτ και το μυθιστόρημά του Η τυφλή κουκουβάγια (κυκλοφορεί στα ελληνικά, σε μετάφραση της Φωτεινής Σιδηροπούλου, από τις Εκδόσεις Τόπος). Οι παραλληλισμοί του Χενταγιάτ με τους Φραντς Κάφκα και Ζιλιέν Γκρακ είναι μόνο η αρχή ενός νήματος το οποίο θα ξετυλίγεται μέχρι και το τέλος του βιβλίου, με πολυάριθμες αναφορές σε συγγραφείς, με αποκορύφωμα ίσως μια εκτεταμένη απεύθυνση στον Τόμας Μαν, τον οποίο ο Ρίττερ εντάσσει στον μονόλογό του μέσω της μουσικής και του Δόκτωρ Φάουστους, για να φτάσει στο σημείο, λίγες σελίδες πιο κάτω, να του θέτει ερωτήματα, «Αναρωτιέστε, κύριε Μανν, τι σχέση μπορεί να είχε ο Σουχραβαρντί, ο μέγας Πέρσης φιλόσοφος του 12ου αιώνα που αποκεφαλίστηκε στο Χαλέπι κατά διαταγή του Σαλαντίν, με την πυξίδα του Μπετόβεν», ερωτήματα στα οποία ο ίδιος ο Ρίττερ επιχειρεί να δώσει και την απάντηση.
Το μοτίβο της πυξίδας το συναντούμε για πρώτη φορά στο μέσο του βιβλίου, χωρίς να λείπουν οι αναφορές στη συνέχεια και μέχρι το τέλος, αναφορές στην πυξίδα του Μπετόβεν ή του Μαν για παράδειγμα, που δηλώνουν μετωνυμικά τη σχέση αυτών των ανθρώπων με την Ανατολή, αλλά έχουν και τον χαρακτήρα της αλληγορίας, καθώς παρακολουθούμε τον Ενάρ να ταυτίζει τον προσανατολισμό της πυξίδας μ’ αυτόν της καρδιάς: «Τι ώρα να ‘ναι; Το ξυπνητήρι είναι η βακτηρία εκείνου που πάσχει από αϋπνίες, θα έπρεπε να αγοράσω ένα ξυπνητήρι-τζαμί, σαν εκείνα στη Δαμασκό, τέμενος της Μεδίνας ή της Ιερουσαλήμ, από επιχρυσωμένο πλαστικό, με μια μικρή ενσωματωμένη πυξίδα για να δείχνει την κατεύθυνση της προσευχής [...] στα μουσουλμανικά ξενοδοχεία σου κολλάνε μία μικρή πυξίδα στο ξύλο του κρεβατιού ή ζωγραφίζουν ένα ανεμολόγιο που δείχνει την κατεύθυνση της Μέκκας, μια πυξίδα λοιπόν και ένα ανεμολόγιο που μπορούν να χρησιμεύσουν βέβαια να εντοπίσεις την αραβική χερσόνησο, αλλά επίσης, αν το επιθυμεί η καρδιά σου, και τη Ρώμη, τη Βιέννη ή τη Μόσχα».
O Ματιάς Ενάρ |
Ο πλούτος της πληροφορίας που υπάρχει στην Πυξίδα είναι οριακά τρομακτικός (ο επικείμενος αναγνώστης, ας μην τρομάζει). Και γι’ αυτόν τον λόγο, η ανάγνωση της Πυξίδας είναι ουσιαστικά μια άσκηση στη λογική που διέπει το καθεστώς της πληροφορίας σήμερα. Ο Ενάρ καταφέρνει σε καίρια σημεία να υποδείξει τη μορφή και τη δυναμική αυτού του καθεστώτος, αντιδιαστέλλοντας δύο κόσμους: αυτόν της έντυπης από τη μία και της ηλεκτρονικής ροής της πληροφορίας από την άλλη. Στην αρχή του βιβλίου, το άρθρο της Σάρα καταφθάνει μέσω ταχυδρομείου και ο Ρίττερ αναρωτιέται γιατί όχι με τη μορφή ενός αρχείου .pdf, συνημμένου σε μια ηλεκτρονική επιστολή. Στην πορεία, ο Ρίττερ στέλνει (απερίσκεπτα) ένα μήνυμα στις 04:39 στη Σάρα και την ίδια στιγμή αναλογίζεται όλες τις άλλες πληροφορίες που φανερώνει άθελα και αμετάκλητα την ίδια στιγμή: «Ελπίζω να μην το καταλάβει, είναι λίγο αξιοθρήνητο να στέλνεις μηνύματα στις 04:39 το πρωί [...] δεν μπορείς να αρπάξεις ένα μήνυμα από τη στιγμή που το ρίχνεις στο Μεγάλο Μυστήριο της ηλεκτρονικής ροής». Αλλά και στο τέλος της Πυξίδας, ο Ρίττερ ψάχνοντας απεγνωσμένα την προέλευση κάποιων στίχων που παραθέτει η Σάρα σε ένα γράμμα της (Τι όμορφη που είναι η Βιέννη / Τι μακριά που είναι η Βιέννη) –«πρόκειται σίγουρα για παραπομπή, αλλά από πού, από κάποιον Αυστριακό; Τον Γκριλπάρτσερ; Ή μήπως τον Μπαλτζάκ; Ακόμα και μεταφρασμένη στα γερμανικά δεν μου λέει τίποτα»– θα τον δούμε τελικά, να απευθύνεται στο διαδίκτυο και συγκεκριμένα στο «τζίνι της Google, όπως εκείνο του λυχναριού».
Οι ειδήσεις πάντα εξίσου καταθλιπτικές, παρά τη μάλλον καθησυχαστική φωνή του εκφωνητή (χάρη στη μαλθακότητά του). Ένας όμηρος στη Συρία, αποκεφαλισμένος μες στην έρημο, από έναν δήμιο με λονδρέζικη προφορά. Φαντάζεσαι μια ολόκληρη σκηνοθεσία για να τρομάξει ο θεατής από τη Δύση, ο θυσιαστής με μαύρη μάσκα, το θύμα γονατιστό, με το κεφάλι σκυμμένο – τα φρικτά αυτά βίντεο των αποκεφαλισμών είναι της μόδας εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια.
Βλέπουμε όμως την πληροφορία, να υπάρχει στην Πυξίδα και με τη μορφή εικόνων. Ξεκινώντας από το Γιοζεφινούν στη Βιέννη, το μουσείο στο οποίο στεγάζονται κέρινα ανθρώπινα ομοιώματα που είχαν χρησιμοποιηθεί τον 18ο αιώνα για την εκπαίδευση των χειρουργών του στρατού, ένα τοπίο φρίκης με άλλα λόγια, ο Ενάρ ετοιμάζει το έδαφος για την αντίστιξη με το σήμερα και τη φρίκη των εγκλημάτων από τους «μακελάρηδες του Ισλαμικού Κράτους» και το αποτρόπαιο οπτικό υλικό τους: «Ε, ναι, Σούμαν ήταν, το ήξερα. Θεέ μου είναι τρεις η ώρα το πρωί. Οι ειδήσεις πάντα εξίσου καταθλιπτικές, παρά τη μάλλον καθησυχαστική φωνή του εκφωνητή (χάρη στη μαλθακότητά του). Ένας όμηρος στη Συρία, αποκεφαλισμένος μες στην έρημο, από έναν δήμιο με λονδρέζικη προφορά. Φαντάζεσαι μια ολόκληρη σκηνοθεσία για να τρομάξει ο θεατής από τη Δύση, ο θυσιαστής με μαύρη μάσκα, το θύμα γονατιστό, με το κεφάλι σκυμμένο – τα φρικτά αυτά βίντεο των αποκεφαλισμών είναι της μόδας εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια». Η δύναμη της εικόνας στην Πυξίδα τροφοδοτείται επίσης από καρτ ποστάλ, χειρόγραφα και εξώφυλλα, του 19ου αιώνα κυρίως, τα οποία συνυπάρχουν με το κείμενο του Ενάρ και δίνουν υπόσταση σε μια σειρά από αντιθέσεις και εντάσεις με το σήμερα.
Τέλος, ένα από τα πολλά νήματα τα οποία ξεδιπλώνει ο Ενάρ για να υφάνει την αφήγηση του είναι αυτό της πόλης. Οι αναφορές, για παράδειγμα, στη Βιέννη ή το Παρίσι, χρησιμοποιούνται ως φόντο της αγάπης του Ρίττερ για τη μουσική, ως συμπλήρωμα της σχέσης του με τη Σάρα, αλλά και ως αντανάκλαση των διάθεσεών τους. Υπάρχουν όμως και οι αναφορές σε πόλεις όπως η Παλμύρα και το Χαλέπι, πόλεις οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν υποστεί ασύλληπτα πλήγματα. Ο Ενάρ δεν παραλείπει να αναφερθεί σε αυτό, όπως και σε πολλά άλλα, τα οποία σχετίζονται με τον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο στη Συρία.
Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο της Πυξίδας, τελικά, είναι ότι αυτό το πλέγμα πληροφοριών και αφηγήσεων που δομεί ο Ενάρ ξεκινά από στοιχεία που είναι οικεία στον αναγνώστη και τα οποία επενδύονται σταδιακά (και κατά κανόνα όχι γραμμικά) μέσα από την οπτική της παράδοσης, της Ιστορίας, μέσα από μια οπτική η οποία είναι ασυνήθιστη, μια οπτική η οποία εδραιώνεται έξω από την ευρωπαϊκή ταυτότητα προκειμένου να φανερωθούν πράγματα τα οποία ενυπάρχουν σ’ αυτήν, και μάλιστα σε μια συγκυρία που την αφορούν επιτακτικά, με το ζήτημα εδώ να μην εξαντλείται ασφαλώς στις προσφυγικές ροές και τα τρομοκρατικά χτυπήματα των τελευταίων ετών σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης. Γι’ αυτούς τους λόγους, δεν είναι τυχαία η βράβευση με το Γκονκούρ το 2015, αλλά και η υποψηφιότητα για το βραβείο Μπούκερ και γενικότερα η όλη συζήτηση που άνοιξε με αφορμή το βιβλίο, σε Ευρώπη και Αμερική. Και όλα αυτά, πρέπει να τονιστεί αυτό, μας έρχονται στην Ελλάδα, μέσα από μια πολύ καλή μετάφραση της Σοφίας Διονυσοπούλου, σε μια εξαιρετική έκδοση από τις Εκδόσεις Στερέωμα.
* Ο ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.
1. http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=853204, το Βήμα, 24.12.2016, συνέντευξη στον Γρηγόρη Μπέκο: «Ματιάς Ενάρ: Οι σχέσεις κυριαρχίας δεν εμποδίζουν τις πολιτιστικές ανταλλαγές»
Πυξίδα
Mathias Enard
Μτφρ. Σοφία Διονυσοπούλου
Στερέωμα 2016
Σελ. 472, τιμή εκδότη €22,00