Για το μυθιστόρημα του Αντρέι Μπέλυ Πετρούπολη (μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Κίχλη).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Στην Πετρούπολή του (πρώτη έκδοση, 1913) ο Αντρέι Μπέλυ, χάρη στην παραισθησιακή του γραφή, προικίζει όλα τα αντικείμενα με κακόβουλη ζωή. Μέσα τους διαχέονται τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, και με τη σειρά τους τα αντικείμενα κατακυριεύουν τα πρόσωπα, τα χαρακτηρίζουν και τα ορίζουν. Τα σπίτια είναι οι κάτοικοί τους – από την αστική κατοικία των Αμπλεούχοφ ως την άθλια καμαρούλα του Αλεξάντρ Ιβάνοβιτς Ντούντκιν («Για να κάνει την τουαλέτα του, ο Αλεξάντρ Ιβάνοβιτς χρησιμοποιούσε τη βρύση, τον νεροχύτη και ένα σαρδελοκούτι που περιείχε ένα απολειφάδι σαπούνι του Καζάν, που κολυμπούσε στην ίδια του τη γλίτσα [....] Η τρύπια ακρούλα μιας στραβοπατημένης παντόφλας ξεμύτιζε κάτω από το κρεβάτι. Ο Αλεξάντρ Ιβάνοβιτς ονειρεύτηκε ότι αυτή η τρύπια παντόφλα ήταν, τάχα, ζωντανό πλάσμα, ένα κατοικίδιο, κάτι σαν σκυλάκι ή γατί [....] Όταν ο Αλεξάντρ Ιβάνοβιτς πήγε να το ταΐσει στο στόμα με μασημένο ψωμί, τότε το κινούμενο τούτο πλάσμα του δάγκωσε το δάχτυλο με την τρύπα του, κι αυτό τον έκανε να ξυπνήσει»). Όπως η ίδια η Πετρούπολη, ο πρωταγωνιστής εντέλει του μυθιστορήματος, είναι ενσάρκωση των κατοίκων της. «Οι δρόμοι της Πετρούπολης έχουν μια αναμφισβήτητη ιδιότητα: μετατρέπουν σε σκιές τους διαβάτες· όσο για τις σκιές, οι δρόμοι της Πετρούπολης τις μετατρέπουν σε ανθρώπους». Υπάρχει μια οργανική σχέση ανάμεσα στο άψυχο και το έμψυχο. «Ο δρόμος της Πετρούπολης κυλά σαν πυρετός στο αίμα» γράφει ο Μπέλυ.
Όπως η ίδια η Πετρούπολη, ο πρωταγωνιστής εντέλει του μυθιστορήματος, είναι ενσάρκωση των κατοίκων της. «Οι δρόμοι της Πετρούπολης έχουν μια αναμφισβήτητη ιδιότητα: μετατρέπουν σε σκιές τους διαβάτες· όσο για τις σκιές, οι δρόμοι της Πετρούπολης τις μετατρέπουν σε ανθρώπους». Υπάρχει μια οργανική σχέση ανάμεσα στο άψυχο και το έμψυχο.
Απ’ όλα τα δυσοίωνα αντικείμενα που στοιχειώνουν τις σελίδες του μυθιστορήματος, τα δύο πιο τρομερά είναι το άγαλμα του έφιππου Μεγάλου Πέτρου, ο Μπρούντζινος Καβαλάρης του Πούσκιν, που μες στα μεσάνυχτα ξεκολλά από το βάθρο του και περιφέρεται τιμωρός, κι ένα μπογαλάκι που τυλιγμένη μέσα έχει μια βόμβα φτιαγμένη σ’ ένα σαρδελοκούτι. Την ενεχείρισε ο ψυχικά άρρωστος, ντοστογιεφσκικός Ντούντκιν, που «στις σχισμές των αισθήσεών [του] τώρα γλίστρησαν οι βάκιλοι, και στα διαστήματα που περικυκλώνουν το σώμα μετεωρίζονται οπτασίες», στον Νικολάι Απολλώνοβιτς Αμπλεούχοφ, κι ο ελεεινός Λιπαντσένκο του μήνυσε να δολοφονήσει μ’ αυτήν τον πατέρα του, τον γερουσιαστή Απόλλωνα Απολλώνοβιτς Αμπλεούχοφ, ένα ανθρωπάκι με πεταχτά αυτιά, εγκαταλειμμένο από τη σύζυγό του για χάρη ενός Ιταλού καλλιτέχνη. Ο Νικολάι έχει δεσμευτεί να φέρει σε πέρας την αποτρόπαιη πράξη του μ’ έναν όρκο που έδωσε μες στην απελπισία του, όταν η αγαπημένη του, η Σοφία Πετρόβνα Λιχούτινα (σύζυγος ενός ανθυπολοχαγού που αποπειράται να αυτοκτονήσει και καταλήγει, αντ’ αυτού, να ξυριστεί άθελά του), τον αποκάλεσε «κόκκινο παλιάτσο». Ο Νικολάι τριγυρνά έπειτα ντυμένος κόκκινο ντόμινο – μια καρναβαλική φιγούρα στο σκοτεινό προοκτωβριανό καρναβάλι της Πετρούπολης.
Όπως χάρη στη στροβιλώδη γραφή του Μπέλυ τα αντικείμενα διαχέονται στα πρόσωπα και τανάπαλιν, έτσι και οι φιγούρες του μυθιστορήματος δεν είναι ακέραιες, σαφώς περιγεγραμμένες, μα όλες διαλύονται η μια μέσα στην άλλην, και καταρχάς ο Απόλλων κι ο Νικολάι, ο γερουσιαστής κι ο επαναστάτης γιος του, που στέκονται αντικριστά σαν είδωλο ο ένας του άλλου, μισητό αλλά αναντικατάστατο. «Με πρόσωπο κατακίτρινο, εξαντλημένος, πάσχοντας από αιμορροΐδες, ο Απόλλων Απολλώνοβιτς Αμπλεούχοφ, ο γεννήτοράς του, του θύμιζε τον θάνατο με ημίψηλο», τούτη την εικόνα αντικρίζει ο Νικολάι, ενώ την ίδια στιγμή: «Το βλέμμα του Απόλλωνα Απολλώνοβιτς αντίκρισε ένα δυσάρεστο θέαμα: ο Νικολάι Απολλώνοβιτς, γερασμένος, θαρρείς, και με ύφος όλο κακία, με τα φλογισμένα του βλέφαρα και το φουσκωτό του χείλος, πετάχτηκε από τα σκαλιά του ξώστεγου και, βαδίζοντας σαν την πάπια, έτρεξε με ένοχο ύφος να υποδεχτεί τον πατέρα του».
Η αλληλουχία των επεισοδίων στην Πετρούπολη υπακούει σε μια ονειρική λογική, με αιφνίδια περάσματα από τη μια σκηνή στην άλλη και με αναπάντεχες αλλαγές στην οπτική γωνία, και μπορεί η χρήση του τεχνάσματος αυτού να φτάνει κάπου ως την υπερβολή, μα τούτη η υπερβολή είναι εντέλει ό,τι κάνει μοναδικό το μυθιστόρημα του Μπέλυ.
Ο Μπέλυ συνοψίζει τα πρόσωπά του σ’ ένα δυο χαρακτηριστικά όλα κι όλα (π.χ. τα πεταχτά αφτιά και το βραχύ κορμί του γερουσιαστή), άλλοτε μεγεθύνει την εικόνα σαν αστρονόμος που εστιάζει με το τηλεσκόπιό του σε μια κουκκίδα, δίνοντάς της συμπαντικές διαστάσεις, ενώ άλλοτε είναι ένα μάτι που με δέος κοιτά από ψηλά. Περιγράφει τα πλήθη στις οδούς της Πετρούπολης ως «μελόν καπέλα, τρίκοχα, ημίψηλα, πηλήκια, φτερά, τραγιάσκες και φουντωτοί σκούφοι από τη Μαντζουρία», ως «ανθρώπινο μυριόποδο» και «ίζημα των ανθρώπινων σωμάτων, που έτρεχαν στη λεωφόρο τις ανοίξεις, τα καλοκαίρια, τους χειμώνες», και τη βοή τους «σαν το βουητό ενός σμήνους από μπάμπουρες».
Η αλληλουχία των επεισοδίων στην Πετρούπολη υπακούει σε μια ονειρική λογική, με αιφνίδια περάσματα από τη μια σκηνή στην άλλη και με αναπάντεχες αλλαγές στην οπτική γωνία, και μπορεί η χρήση του τεχνάσματος αυτού να φτάνει κάπου ως την υπερβολή, μα τούτη η υπερβολή είναι εντέλει ό,τι κάνει μοναδικό το μυθιστόρημα του Μπέλυ. Ο γλωσσικός του στρόβιλος από τη μία σε παραζαλίζει κι από την άλλη σε παρασέρνει – μια μεγάλη πρόκληση για τη μεταφράστρια, τη Σταυρούλα Αργυροπούλου, και μια νίκη. Ο Νικολάι Μπερντιάεφ το αποκάλεσε «κυβιστικό». Γράφει: «Στην Πετρούπολη υπάρχουν καλλιτεχνικές ατέλειες […] Όμως η φύση της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας του Αντρέι Μπέλυ δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα καλλιτεχνικά τέλειο προϊόν. Στη δημιουργικότητά του δεν υπάρχει κάθαρση, υπάρχει πάντοτε κάτι βασανιστικό, μιας κι ο ίδιος ως καλλιτέχνης δεν υψώνεται πάνω από τα στοιχεία που απεικονίζει, δεν τα ξεπερνά, αλλά είναι βυθισμένος στον κοσμικό στρόβιλο και τη διάλυση· βρίσκεται ο ίδιος μες στον εφιάλτη. Στο μυθιστόρημά του όχι μόνο δεν υπάρχει καμία ιδεολογική, καμία συνειδητή διέξοδος, αλλά επίσης δεν υπάρχει καλλιτεχνική και καθαρτήρια έξοδος· δεν ελευθερώνεται αλλά παραμένει μέσα στα βρόχια του εφιάλτη. Υπερβαίνει το όριο της τέχνης της τελειοποίησης και της ομορφιάς. Η τέχνη του είναι η ύπαρξή του, το χάος του, το στροβίλισμά του, η κοσμική του αίσθηση [.…] Και εκ νέου επαναφέρει τη λογοτεχνία στα μεγάλα θέματα της παλαιάς ρωσικής λογοτεχνίας. Η δημιουργικότητά του συνδέεται με τη μοίρα της Ρωσίας, με τη ρωσική ψυχή».
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όταν το πρωί μπήκαν στο δωμάτιο, ο Λιπαντσένκο δεν υπήρχε πια· υπήρχε όμως μια λίμνη αίματος, υπήρχε ένα πτώμα. Κι εκεί βρισκόταν η μικρόσωμη φιγούρα ενός άνδρα με κάτωχρο χαμογελαστό πρόσωπο, που ήταν εκτός εαυτού. Είχε μουστάκια στριμμένα προς τα πάνω. Όλως παραδόξως, ο άνδρας καθόταν καβάλα στον νεκρό. Στο χέρι του έσφιγγε ένα ψαλίδι, κι αυτό το χέρι το άπλωνε μπροστά. Στο πρόσωπό του, πάνω στη μύτη, πάνω στα χείλη του, σερνόταν η κηλίδα μιας κατσαρίδας.
»Ήταν φανερό πως είχε τα λογικά του χαμένα».