Για το μυθιστόρημα του Αντρέι Μπιέλυ Πετρούπολη (μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Αντίποδες).
Του Νίκου Ξένιου
Το είπαν «πρόζα σε γλώσσα ποίησης», το είπαν «συμφωνία σε πρόζα», «στιχοπρόζα», «γκροτέσκα, καρναβαλική εποποιία», ενώ μεγάλοι συγγραφείς το κατέλεξαν στα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Ένα έργο που βρίθει από υφολογικές και γραμματικές παραδοξότητες, από επαναλήψεις ολόκληρων παραγράφων και από σύμβολα. Ένα μυθιστόρημα με θεματικό άξονα τη δολοφονία του πατέρα, με όλες τις φροϋδικές της συνδηλώσεις, η μοντερνιστική Πετρούπολη του Αντρέι Μπιέλυ κυκλοφορεί και από τις εκδόσεις «Αντίποδες»** σε μετάφραση Ελένης Μπακοπούλου και με επίμετρο του Τζ. Ντ. Έλσγουορθ [1].
Επιρροές και αφηγηματικές τεχνικές
Η μουσική του Σκριάμπιν, οι γεωμετρικές, μηχανιστικές κατασκευές του Βλαντιμίρ Τάτλιν που ανατρέπουν τα δεδομένα της ακαδημαϊκής γλυπτικής, η σταδιακή μετατροπή της ποίησης από γραμμική παράσταση σε οπτική τέχνη, όλα τα γνωρίσματα του κονστρουκτιβισμού βρίσκουν στο «στυλό/κάμερα» του Μπιέλυ το λογοτεχνικό τους σύστοιχο.
Η μουσική του Σκριάμπιν, οι γεωμετρικές, μηχανιστικές κατασκευές του Βλαντιμίρ Τάτλιν που ανατρέπουν τα δεδομένα της ακαδημαϊκής γλυπτικής, η σταδιακή μετατροπή της ποίησης από γραμμική παράσταση σε οπτική τέχνη, όλα τα γνωρίσματα του κονστρουκτιβισμού βρίσκουν στο «στυλό/κάμερα» του Μπιέλυ το λογοτεχνικό τους σύστοιχο. Τη ρευστή, φασματική ατμόσφαιρα του βιβλίου παράγουν, σε μεγάλο μέρος, τα διανοητικά παιχνίδια των ηρώων, η ευμεταβλητότητα της αντίληψής τους, οι φοβίες τους, ακόμη και οι παραισθήσεις τους [2]. Οι λέξεις στο στόμα τους δεν ολοκληρώνονται αλλά «τείνουν» να αρθρωθούν, ενώ ταυτόχρονα παρωδούνται οι διάλογοι του παραδοσιακού μυθιστορήματος και καθαγιάζεται ένας κάποιος μελοδραματισμός, ή μάλλον ένας ανατρεπτικός μετεωρισμός ανάμεσα στο δραματικό και το κωμικό στοιχείο. Η παρεμβολή του αφηγητή και η απεύθυνσή του στον αναγνώστη δεν αποδιοργανώνει καθόλου τον ρυθμό της αφήγησης.
Η παραμορφωμένη οπτική του κόσμου μοιάζει με παραβίαση (έως και βιασμό) της πραγματικότητας, στην προσπάθεια του ήρωα να κατονομάσει διαφορετικά τα πράγματα, ίσως να προστατευθεί από τη βιαιότητα που εγκυμονείται ολόγυρα. Έτσι, τα λόγια του συνθέτουν μια «μαγική συνταγή», έναν τύπο «εσωτεριστικού-απόκρυφου» (occult) μονολόγου που καθιερώνεται γρήγορα στη συνείδηση του προσεκτικού αναγνώστη και μετατρέπει την ηθική τοποθέτηση σε αισθητικό κανόνα. Ο εσωτερικός μονόλογος και η λογοτεχνική παράδοση της Ρωσίας (τα πρότυπα του Πούσκιν, του Γκόγκολ και του Ντοστογιέβσκη) προσδίδουν αυτόχθονα (ρωσικό) χαρακτήρα στη γραφή του Μπιέλυ, ένα ιδιόλεκτο σχεδόν παραληρηματικό, που προσιδιάζει περισσότερο στο ένστικτο, παρά στη λογική, κάτι σαν προοίμιο του υπερρεαλισμού, χωρίς όμως τις προθέσεις και τις προγραμματικές δηλώσεις του υπερρεαλισμού.
Πάνω από τον ποταμό Νιέβα
Η μετάβαση από τη σταθερότητα και την ασφάλεια του προπολεμικού κόσμου, στο χάος, την ανασφάλεια και την κοινωνική ανακατάταξη που έφερε η νέα τάξη πραγμάτων είναι μείζον θέμα του έργου.
Θέμα του βιβλίου, εκτός της πατροκτονίας, είναι και η σύγκρουση του καλού με το κακό, δηλαδή η ηθική. Η ζοφερή ατμόσφαιρα της Πετρούπολης (γνόφος: είναι η εξεζητημένη λέξη που χρησιμοποιεί η μεταφράστρια) συντίθεται από διεθλασμένα ηθικά πορτραίτα και νεκροζώντανους ανθρώπους. Για παράδειγμα, η κεντρική οδική αρτηρία της, η λεωφόρος Νιέφσκι, αρχίζει από ένα μη εντοπίσιμο σημείο, ο ορίζοντάς της επίσης δεν είναι εύκολα ορατός, ενώ πάνω της κινείται, χωρίς να ακούγεται, μια τεράστια ανθρωπομάζα, σαν σαρανταποδαρούσα (βλ. το απόσπασμα που παραθέτουμε στο τέλος του κειμένου). Η μετάβαση από τη σταθερότητα και την ασφάλεια του προπολεμικού κόσμου, στο χάος, την ανασφάλεια και την κοινωνική ανακατάταξη που έφερε η νέα τάξη πραγμάτων είναι μείζον θέμα του έργου. Η μοντερνιστική επιστράτευση του εσωτερικού μονολόγου, ο απόλυτος υποκειμενισμός, η βιωματική αντίληψη του αφηγηματικού χρόνου και η «κυβιστική» πολυδιάσπαση της ανθρώπινης προσωπικότητας καθιστούν την ίδια την πόλη πρωταγωνίστρια του έργου.
Η μοντερνιστική επιστράτευση του εσωτερικού μονολόγου, ο απόλυτος υποκειμενισμός, η βιωματική αντίληψη του αφηγηματικού χρόνου και η «κυβιστική» πολυδιάσπαση της ανθρώπινης προσωπικότητας καθιστούν την ίδια την πόλη πρωταγωνίστρια του έργου.
Με υπαινιγμούς κοινοποιείται στον αναγνώστη ο χρόνος της εξιστόρησης: στο τέλος του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου, στα 1905, η μητροπολιτική, ομιχλώδης Πετρούπολη περιγράφεται ως παραίσθηση του γερουσιαστή Απόλλων Απολλώνοβιτς Αμπλεούχοφ (βλ. το «εγκεφαλικό παιχνίδι» στην περιγραφή της πόλης από το απόσπασμα που παραθέτουμε στο τέλος του κειμένου). Μεταφορικά μιλώντας, η πόλη αυτή, που το σχέδιό της το αντιλαμβάνεται με γεωμετρικούς όρους ο Απόλλων Απολλώνοβιτς, ανακλά και την ιδεοληψία του. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον Νικολάι Απολλώνοβιτς Αμπλεούχοφ, τον γιο του, σε όλα τα στάδια ψυχικών μεταπτώσεων που διέρχεται: η «λιγωτική» απόδοση της μορφής της Σοφία Πέτροβνα Λιχούτινα, μια στιγμή αδυναμίας, μια εσφαλμένη υπόσχεση σε έναν κομματικό χώρο που βράζει, μια δέσμευση που εισάγει σε δαντική ατμόσφαιρα. Και, αμέσως μετά, μια επίσκεψη στο σπίτι του: ο «Ασύλληπτος» τρομοκράτης ιδεολόγος (raznochintsy) Αλεξάντερ Ιβάνοβιτς Ντούντκιν και οι εξωφρενικές εμμονές του. Η συνάντηση, νωρίτερα, του Ντούντκιν με τον «agent provocateur» Λιπατσένκο στο εστιατόριο. Η περιφρόνηση προς τους αστούς, αλλά και το παρήγορο άναμμα των τσιγάρων. Τα τρομακτικά ακάρεα πάνω στους κιτρινωπούς τοίχους του ενδιαιτήματός του και τα βακτήρια μέσα στα νερά του Νιέβα. Η «μογγολική απειλή», που επικρέμαται πάνω από την πόλη, πάνω από τη συνείδηση των κεντρικών χαρακτήρων. Η εκκρεμούσα εκτέλεση ενός τρομοκρατικού έργου: μια βόμβα μεταφέρεται σε μια κονσέρβα από σαρδέλες προκειμένου να τοποθετηθεί στο γραφείο του Απόλλων Απολλώνοβιτς, αυτής της πατρικής φιγούρας/Κρόνου που τρώει τα παιδιά του. Περισσότερο από την ίδια την έννοια της επανάστασης, τον συγγραφέα απασχολεί η έννοια της προβοκάτσιας. Με μαξιμαλιστική γραφή γίνεται η αφήγηση μιας άκρως μινιμαλιστικής ιστορίας.
Υφολογικές παρατηρήσεις
Η επανάληψη είναι συνθετικό στοιχείο του μυθιστορήματος, παράλληλα, όμως, είναι και στυλιστικό/λεξιλογικό γνώρισμα και φωνητικό/σημασιολογικό επίκεντρο. Οι επαναλήψεις, που γίνονται οχληρές κάποιες φορές, είναι μέρος του ποιητικού οίστρου του συγγραφέα.
Η επανάληψη συγκεκριμένων μοτίβων (χαρακτήρων, συναισθημάτων, τοπίων, φράσεων, τραγουδιών, κ.ο.κ.) παράγει μιαν αίσθηση déja vu. Η επανάληψη είναι συνθετικό στοιχείο του μυθιστορήματος, παράλληλα, όμως, είναι και στυλιστικό/λεξιλογικό γνώρισμα και φωνητικό/σημασιολογικό επίκεντρο. Οι επαναλήψεις, που γίνονται οχληρές κάποιες φορές, είναι μέρος του ποιητικού οίστρου του συγγραφέα. H χρήση συνεκδοχών: οι μύτες, γκογκολικής προέλευσης, που «κυλούν» μέσα στο πλήθος είναι ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα συνεκδοχής. Τα φωνήεντα –όπως το «μοχθηρό» -ου– προσλαμβάνουν συμβολικό βάθος που εκτείνεται πολύ πέραν της απλής εντύπωσης. Η χρήση συγκεκριμένων φωνηεντικών και συμφωνικών συμπλεγμάτων που λειτουργούν ως leitmotifs [3] επιστρατεύεται για τον ρώσο αναγνώστη, που αναγνωρίζει αυτές τις τονικότητες: η λέξη «συναίσθηση» παραπέμπει στο καυτερό «πιπέρι». Ακόμη και το δυσμετάφραστο λογοπαίγνιο της ονομασίας «Πετρούπολη» καθεαυτήν συμβολίζει, μέσα από την αποκωδικοποίηση αμιγώς ρωσικών ήχων, την αρχή του τέλους [4]. Την αρχή ενός υπέρχρονου ιδεώδους, η απαρτίωση του οποίου θα σημάνει το οριστικό τέλος και η προσέγγιση του οποίου δεν γίνεται μέσω της λογικής, παρά αναζητάται στην «τέταρτη» διάσταση του καθρέφτη που τα νερά του ποταμού Νέβα διανοίγουν στην αντίληψη του ήρωα[5].
Χρωματικές ποιότητες που παραπέμπουν στον Καντίνσκι (κίτρινο, πράσινο, γαλάζιο και τα ενδιάμεσά τους, αλλά και το αιματηρό κόκκινο και η κηλίδα του μαύρου στη μεταμφιεσμένη απειλή του ντόμινο) έχουν βαρύτητα συμβολισμού και ελαφρότητα σαρκασμού.
Χρωματικές ποιότητες που παραπέμπουν στον Καντίνσκι (κίτρινο, πράσινο, γαλάζιο και τα ενδιάμεσά τους, αλλά και το αιματηρό κόκκινο και η κηλίδα του μαύρου στη μεταμφιεσμένη απειλή του ντόμινο) έχουν βαρύτητα συμβολισμού και ελαφρότητα σαρκασμού. Ιστορικές φιγούρες κατατρύχουν τους ήρωες: για παράδειγμα, ο έφιππος ανδριάντας του Μ. Πέτρου, ο «Χάλκινος Καβαλάρης» του γλύπτη Φαλκονέ που βρίσκεται στην Πλατεία Δεκεμβριστών δείχνοντας με το δάκτυλο τον ποταμό Νέβα και η ανάκληση του ομώνυμου ποιήματος του Πούσκιν συμβολίζουν την αντίθεση της στατικότητας/προσήλωσης στο γρανίτινο έδαφος της παράδοσης (πίσω πόδια του αλόγου) και την ορμητική ώση προς το μέλλον των δυνατών μπροστινών ποδιών, που παραμένει ευσεβής πόθος. Η υπερβατολογική αυτή σύλληψη ανακλά τα αισθήματα του συγγραφέα για την αποτυχημένη επανάσταση του 1905, για το ατελέσφορο σχίσμα ανάμεσα στην παλιά ρωσική bourgeoisie και στις νέες κοινωνικές δυνάμεις.
Εποχή μεγάλων ανακατατάξεων
Τον Νοέμβριο του 1905 ο Αντρέι Μπιέλυ (ψευδώνυμο του ποιητή, συγγραφέα και δοκιμιογράφου Μπορίς Νικολάεβιτς Μπουγκάεφ, 1880-1934) βρίσκεται στην Πετρούπολη, όπου γίνεταιι μάρτυρας αιματηρών γεγονότων. Η βαθειά σχέση του με τον συμβολισμό αποτυπώνεται στα θεωρητικά άρθρα του με τον τίτλο «Συμβολισμός» (1910), αλλά και στην ποίησή του. Την ίδια εποχή επηρεάζεται από τον ανθρωποσοφισμό. Τα προεπαναστατικά χρόνια (1912-1916) τα πέρασε ταξιδεύοντας στην Αφρική και την Ευρώπη, ενώ μετά την επανάσταση του 1917 ακολούθησε την τυπική πορεία ενός διανοούμενου της εποχής. Το αναγκαστικό πέρασμα στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό της σταλινικής περιόδου δεν φαίνεται να τον επηρέασε ιδιαίτερα. Το έργο του εξεικονίζει την υποσυνείδητη στρέβλωση κάποιων μορφών ιδεολογίας, μεταθέτοντας τον χώρο διεκδραμάτισης των «γεγονότων» στην ψυχή του ήρωα. Κάθε χαρακτήρας εκπροσωπεί και μια τέτοια, στρεβλωμένη εκδοχή ιδεολογίας, που δεν έχει κατορθώσει να καταγραφεί σε συνειδητό επίπεδο, αφήνοντας «ανοικτά» δύο χρονικά πεδία: τον πραγματικό, ιστορικό χωροχρόνο και τον συμβολικό, υποσυνείδητο χωροχρόνο. Αντίστοιχα, το σημασιολογικό εύρος των συμβόλων του Μπιέλυ περιλαμβάνει τόσο αρχέτυπα της συλλογικής συνείδησης όσο και εικόνες του ατομικού υποσυνειδήτου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Δεν υπήρχαν άνθρωποι στη λεωφόρο Νιέφσκι. Αλλά ένα έρπον μυριόποδο που φώναζε σ’ έναν υγρό χώρο σκορπιζόταν μια ποικιλία φωνών - μια ποικιλία λέξεων. Έναρθρες φράσεις χτυπούσαν η μία πάνω στην άλλη. Και ανώφελα, και τρομακτικά ξεπηδούσαν από εκεί λέξεις, σαν θραύσματα άδειων μπουκαλιών που τα είχαν σπάσει στο ίδιο μέρος: όλες τους, ανακατωμένες πια, υφαίνονταν ξανά σε μια φράση χωρίς τέλος και αρχή, που πετούσε στο άπειρο. Η φράση αυτή έμοιαζε να μην έχει κανένα νόημα και να έχει υφανθεί από μυθεύματα. Η αδιάλειπτη ροή αυτής της χωρίς νόημα φράσης αιωρούνταν σαν μαύρη κάπνα πάνω από τη Νιέφσκι. Πάνω από τους ανοιχτούς χώρους στεκόταν ο μαύρος καπνός των μυθευμάτων. Και τα μυθεύματα αυτά φούσκωναν από καιρού εις καιρόν τον Νέβα, που βρυχιόταν και χτυπιόταν πάνω στους συμπαγείς γρανίτες.
Το έρπον μυριόποδο είναι φρικτό. Κυκλοφορεί αιώνες εδώ, πάνω στη Νιέφσκι. Και ψηλότερα, πάνω από τη Νιέφσκι - εκεί τρέχουν οι εποχές: οι ανοίξεις, τα φθινόπωρα, οι χειμώνες. Εκεί η σειρά είναι ευμετάβλητη. Κι εδώ - η σειρά μένει απαράλλαχτη, με ανοίξεις, καλοκαίρια, χειμώνες. Με ανοίξεις, καλοκαίρια, χειμώνες, η σειρά είναι πάντα η ίδια. Και οι περίοδοι του χρόνου έχουν, όπως γνωρίζουμε, τα όριά τους. Και -η μια περίοδος ακολουθεί την άλλη. Μετά την άνοιξη έρχεται το καλοκαίρι. Μετά το καλοκαίρι έρχεται το φθινόπωρο, που μετά δίνει τη θέση του στο χειμώνα. Κι όλα λιώνουν την άνοιξη. Δεν υπάρχει αντίστοιχο όριο στο ανθρώπινο μυριόποδο. Και τίποτα δεν παίρνει τη θέση του. Αλλάζουν τμήματά του αλλά αυτό παραμένει ίδιο...».
Πετρούπολη
Αντρέι Μπιέλυ
Μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου
Αντίποδες 2017
Σελ. 792, τιμή εκδότη €18,00