Με αφορμή το μυθιστόρημα του Enrique Vila-Matas Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική (μτφρ. Ναννά Παπανικολάου, εκδ. Ίκαρος).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Οι ευφυείς και πετυχημένοι κάνουν πάντα άνοιγμα στο αίνιγμα. Δεν κοντοστέκονται διστακτικά, οδεύουν με τα μάτια ανοιχτά στην επικράτεια της πρόκλησης, ενδίδουν στο δέλεαρ του άγνωστου, του ξένου, του ανοίκειου. Η documenta του Κάσελ (και ως γνωστόν, φέτος, για πρώτη φορά στην ιστορία της από το 1955, διοργανώνεται σε δύο πόλεις, στο Κάσελ και στην Αθήνα) θέλει καταστατικά, και καταστασιακά, να είναι ένα αίνιγμα, μια διερώτηση, μια έρευνα, μια αναζήτηση. Ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας (Enrique Vila-Matas, Βαρκελώνη, 31 Μαρτίου 1948) είναι ο ιδανικός ιχνηλάτης στις άγνωστες γαίες ενος τέτοιου τολμηρού εγχειρήματος, ίσως του πιο τολμηρού παγκοσμίως στο σύμπαν των εικαστικών τεχνών από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.
Παίζοντας ένα είδος επιτραπέζιας αντισφαίρισης με τον άλλο μέγιστο γνώστη και λάτρη της εικαστικής δημιουργίας, τον Ντον ΝτεΛίλλο, ο Βίλα-Μάτας θα περιπλανηθεί στην documenta, θα έρθει σε επαφή με τα έργα αυτών των σύγχρονων καλλιτεχνών που μοιάζουν να επαναλαμβάνουν τελεσφόρα τη φράση του Σαρλ Μπωντλέρ «je voulais parler la belle langue de mon siècle» («ήθελα να μιλήσω την ωραία γλώσσα του αιώνα μου») που επανέλαβε ο Γκυ Ντεμπόρ στο βιβλίο Mémoires (εκδ. Allia, 2004) για να την επαναλάβει στο μεταιχμιακό του πόνημα σχετικά με τα εικαστικά, το The Beautiful Language of My Century: Reinventing the Language of Contestation in Postwar France, 1945-1968 (εκδ. MIT Press, 2007) και ο Tom McDonough.
«Να παρατηρώ, να παρακολουθώ, να περπατώ σαν εκ πεποιθήσεως χασομέρης […] να είμαι κάτι σαν άστατος διαβάτης που περιφέρεται ασκόπως».
Ο δαιμόνιος Καταλανός στήνει το στόρυ: ο ήρωάς του, ο οποίος συμβαίνει να ονομάζεται Ενρίκε Βίλα-Μάτας, όπως και ο ίδιος, είναι συγγραφέας, επίσης όπως και ο ίδιος, και καλείται, όπως συνέβη και στον ίδιο, να συμμετάσχει στην documenta13. Θα το κάνει· και μετά, ο ίδιος ο συγγραφέας Ενρίκε Βίλα-Μάτας θα γράψει ένα μυθιστόρημα, το Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική (μτφρ. Νάννα Παπανικολάου, εκδ. Ίκαρος), με ήρωα τον συγγραφέα Ενρίκε Βίλα-Μάτας που προσκαλείται, όπως προσκλήθηκε και ο ίδιος, να συμμετάσχει στην documenta13. Η πρόσκληση γίνεται με μυθιστορηματικό τρόπο, και δεν είμαστε απολύτως σίγουροι (ούτε και θέλουμε, άλλωστε· θα μας χαλούσε την ωραία ζουμερή ιλουζιόν) εάν έγινε όντως με τον τρόπο που εξιστορείται στο βιβλίο. Οι επιμελητές της documenta13, οι Κάρολιν Χρίστοφ-Μπακατζίεφ και Τσους Μαρτίνεθ, δεν ζητούν από τον συγγραφέα Ενρίκε Βίλα-Μάτας, τον ήρωα του μυθιστορήματος Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική του συγγραφέα Ενρίκε Βίλα-Μάτας, παρά μονάχα να είναι παρών σε ένα κινεζικό εστιατόριο, το Τζένγκις Χαν, κάποιες ώρες κάθε μέρα για τρεις εβδομαδες (τελικά, ύστερα από επιμονή του συγγραφέα, συμφώνησαν να είναι μόνο μία η εβδομάδα!) και να γράφει, ή έστω να παριστάνει ότι γράφει [βλ. φωτογραφία από κάτω]. Ουδεμία άλλη υποχρέωση ή δέσμευση. Κατά τα άλλα, μπορεί να κάνει στο Κάσελ αυτό που, όπως ομολογεί μειδιώντας ο ίδιος, ξέρει να κάνει καλύτερα, ήτοι: «να παρατηρώ, να παρακολουθώ, να περπατώ σαν εκ πεποιθήσεως χασομέρης […] να είμαι κάτι σαν άστατος διαβάτης που περιφέρεται ασκόπως».
Στο Κάσελ, αυτή η (φαινομενικά) άσκοπη περιπλάνηση θα έχει λίαν λυτρωτικές συνέπειες στον ήρωα Ενρίκε Βίλα-Μάτας που ο συγγραφέας του μυθιστορήματος τον θέλει να ανακαλύπτει την ουσία των σύγχρονων τάσεων στις τέχνες, να επιχειρεί έναν εξόχως γόνιμο διάλογο ανάμεσα στη λογοτεχνία και τα εικαστικά, να εκτπύσσει πρωτότυπες σκέψεις σχετικά με το νόημα και την σημασία της δημιουργικότητας, να προβαίνει σε εύστοχες σκέψεις σχετικά με την Ευρώπη του σήμερα, να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται, και, όπως ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, «να διεγείρει τη νοημοσύνη του και να σκεφτεί σχετικά με την αναγκαιότητα της τέχνης και της αγάπης, όπως και σχετικά με την εχθρότητα με την οποία απορρίπτονταν αυτές οι αναγκαιότητες».
«Να βρούμε ένα βιβλίο, μια χειρονομία, ένα χαμένο αντικείμενο, να βρούμε ίσως μια μέθοδο, να βρούμε το καινούργιο αν είμαστε τυχεροί, αυτό που πάντα βρισκόταν εκεί».
Ο Βίλα-Μάτας είναι εχθρός της εχθρότητας αυτής, και το δείχνει με ένα χιούμορ που είναι προϊόν βαθέως στοχασμού σχετικά με την τέχνη και με την αγάπη, με την αγάπη της τέχνης και με την τέχνη της αγάπης. Στο μυθιστόρημά του επικρίνει τους επικριτές της σύγχρονης τέχνης, ομολογεί (μάλλον περιπαίζοντας τον εαυτό του και τον αναγνώστη, αφού είναι γνωστό ότι έχει συνεργαστεί με κορυφαίους σύγχρονους εικαστικούς και, επίσης, γνωρίζει όσο λίγοι το έργο του πατριάρχη της συγχρονης τέχνης, του Μαρσέλ Ντισάν!) ότι δεν πολυσκαμπάζει από σύγχρονη τέχνη αλλά, όντας πάντα υπέρ της τέχνης που είναι άνοιγμα στο αίνιγμα, ψάχνει/αναζητεί/αφουγκράζεται/οσφραίνεται/αναστοχάζεται και ακολουθεί τις ατραπούς που οδηγούν, λυτρωτικά, στην ανακάλυψη τρόπων κάτι να πεις για το ανείπωτο, κάπως να κάνεις ορατό το αόρατο, κάπου να βρεις αυτό που θεωρούσες χαμένο. Να πάρουμε, διατείνεται ορθά ο Βίλα-Μάτας, τα μονοπάτια για να χαθούμε ώστε να ξαναβρούμε κάτι: «Να βρούμε ένα βιβλίο, μια χειρονομία, ένα χαμένο αντικείμενο, να βρούμε ίσως μια μέθοδο, να βρούμε το καινούργιο αν είμαστε τυχεροί, αυτό που πάντα βρισκόταν εκεί».
Έρχεται να μας θυμίσει ότι η τέχνη, όπως και ο ανθρώπινος νους, είναι ανεξάλειπτη, και ότι η σύγχρονη τέχνη είναι ακριβώς αυτή που μας κάνει να μας συμβούν πράγματα, αυτή που μας δείχνει ότι ο κόσμος, μέσα από τα κάτοπτρά της και τους θορύβους της και τις ακρότητές της και τον επίμονο ρομαντισμό της, μοιάζει «κινούμενος από μια αόρατη ορμή».
Και στο Κάσελ, ο συγγραφέας ανοίγεται, χώνεται κυριολεκτικά, στην ουσία των έργων που εκτείθενται/παρίστανται: στο The Invisible Pull [Η αόρατη ορμή] του Ράιαν Γκάντερ· το Sanatoriumτ ου Πέδρο Ρέγες· το Untilled [Ακαλλιέργητο] του Πιερ Ουίγκ· το Doing Nothing Garden [Κήπος χωρίς προσπάθεια] του Σονγκ Ντονγκ· το Artaud’s Cave [Σπηλιά του Αρτό] του Χαβιέρ Τέγες, το Refusal of Time [Η απόρριψη του χρόνου] του Ουίλιαμ Κέντριτζ, και άλλα. Ορισμένες πτυχές των έργων στο Κάσελ μοιάζουν (και είναι) δυσερμήνευτες, και αλλόκοτες, και βίαιες, ίσως και παράλογες. Αλλά ο Βίλα-Μάτας έρχεται να μας θυμίσει, με ένα όχι και τόσο απρόβλεπτο copy-paste, ότι ο Αρτό, όπως και ο Κάφκα, θέλανε μια τέχνη που να είναι «η τσεκουριά στην παγωμένη θάλασσα μέσα μας»· έρχεται να μας θυμίσει ότι στο Κάσελ έγραψαν τον Κοντορεβιθούλη οι αδελφοί Γκριμ, και ότι η τέχνη μπορεί κάλλιστα να είναι ο μηχανισμός που αναπάντεχα (;) μας οδηγεί πίσω στην παιδική μας ηλικία, στα πρώτα καλλιτεχνικά μας σκιρτήματα — σκιρτήματα που όλοι αισθάνονται αλλά λίγοι, ελάχιστοι, έχουν το ταλέντο και το θάρρος να τα κάνουν απόλυτο σκοπό και νόημα της ζωής τους· έρχεται να μας θυμίσει ότι η τέχνη, όπως και ο ανθρώπινος νους, είναι ανεξάλειπτη, και ότι η σύγχρονη τέχνη είναι ακριβώς αυτή που μας κάνει να μας συμβούν πράγματα, αυτή που μας δείχνει ότι ο κόσμος, μέσα από τα κάτοπτρά της και τους θορύβους της και τις ακρότητές της και τον επίμονο ρομαντισμό της, μοιάζει «κινούμενος από μια αόρατη ορμή».
Ό,τι κι αν λένε, επιμένει ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας, «στο Κάσελ απέμενε ακόμα κάποιο άρωμα ρομαντισμού και Ντισάν». Δεν είναι, άραγε, από χίλιες μεριές τεκμηριωμένη αλήθεια ότι η σύγχρονη τέχνη, με τους σπασμωδικούς της τρόπους και με τα ολοένα και περισσότερο στρατηγικά της σχέδια να υπερβαίνει τα αδιέξοδα, αποτελεί μια στιγμή της διαλεκτικής ανάμεσα στο άρωμα του ρομαντισμού και σε όσα μπόρεσε να κάνει και να πει ο «μηχανικός του χαμένου χρόνου», ο Μαρσέλ Ντισάν;
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο (το οποίο μάλιστα επαναλαμβάνεται με παραλλαγές στις σελίδες 198, 279, 321 και 382):
«Και στο βάθος, είπα, ένα εμμονικό τραγούδι μάς προειδοποιεί ότι για να βγούμε από το δάσος πρέπει να βγούμε απ᾽ την Ευρώπη, αλλά για να βγούμε απ᾽ την Ευρώπη πρέπει να βγούμε απ᾽ το δάσος».
Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική
Enrique Vila-Matas
Μτφρ. Νανά Παπανικολάου
Ίκαρος 2017
Σελ. 392, τιμή εκδότη €15,90