Για το μυθιστόρημα του Neil Gaiman Ποτέ και πουθενά (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Ίκαρος).
Του Νίκου Ξένιου
«Τα παραμύθια είναι κάτι παραπάνω από αληθινά. Όχι γιατί μας λένε πως υπάρχουν οι δράκοντες.
Αλλά γιατί μας λένε πως τους δράκοντες μπορούμε να τους κατατροπώσουμε».
Neil Gaiman
Αρχαιολογία της πόλης, αστικοί μύθοι για τέρατα που κατοικούν στον Υπόγειο (Underground), υλική ιστορία της πόλης, θεωρίες συνωμοσίας, κόμικ και θρίλερ, κυρίως όμως μια τολμηρή αποστολή, συνθέτουν ένα μυθιστόρημα που επιχειρεί μια καταβύθιση στα ήθη του σύγχρονου αναγνωστικού κοινού, εισάγοντας τον υπερφυσικό τρόμο στο σκηνικό του σύγχρονου μητροπολιτικού Λονδίνου. Το μυθιστόρημα Ποτέ και Πουθενά του Νιλ Γκέιμαν κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος σε εξαιρετική μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου και απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους λάτρεις του είδους.
Πώς από ένα σενάριο γεννιέται ένα βιβλίο
Ο τρόμος αλλά και το ενδιαφέρον που εξάπτει αυτή η σύλληψη εντείνεται στα σημεία «επαφής» των δύο κόσμων: ο νεροχύτης μάς οδηγεί σε σκοτεινές διόδους που μάς ανατριχιάζουν, στα κανάλια της αποχέτευσης παραμονεύουν πλάσματα που δεν θα θέλαμε να γνωρίσουμε, ακόμη και το στρώμα μας κατοικείται από αμέτρητες μικρές, ασύλληπτες ζωές.
Όλοι κάποια στιγμή φανταστήκαμε πως κάτω από την πόλη όπου ζούμε υπάρχει μια δεύτερη, υπόγεια πόλη, που ζει παράλληλα με τη δική μας τους μυστικούς, άγνωστους ρυθμούς της. Ο τρόμος αλλά και το ενδιαφέρον που εξάπτει αυτή η σύλληψη εντείνεται στα σημεία «επαφής» των δύο κόσμων: ο νεροχύτης μάς οδηγεί σε σκοτεινές διόδους που μάς ανατριχιάζουν, στα κανάλια της αποχέτευσης παραμονεύουν πλάσματα που δεν θα θέλαμε να γνωρίσουμε, ακόμη και το στρώμα μας κατοικείται από αμέτρητες μικρές, ασύλληπτες ζωές. Στο μυθιστόρημα του Γκέιμαν ο ήρωας επιχειρεί να διεισδύσει σ’ αυτές τις τρομακτικές περιοχές: εκτός από το Πάνω Λονδίνο, επιχειρεί να γνωρίσει και το Κάτω Λονδίνο.
Σε ένα ξενύχτι του 1986, ο Γκέιμαν περιέγραφε στον εκδότη Ρίτσαρντ Έβανς ένα νέο είδος λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας που θα στρεφόταν γύρω από τη σύλληψη μιας «μαγικής πόλης». Του έφερε ως παράδειγμα το Χειμωνιάτικο Παραμύθι του Μαρκ Χέλπριν και το Μικρό, Μεγάλο του Τζων Κρόουλι, για να του μιλήσει για ένα νέο είδος που γεννιέται όταν παρουσιάζεις τη Νέα Υόρκη σαν μια Νάρνια με ουρανοξύστες και αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα γιατί κανείς δεν είχε κάνει το ίδιο για το Λονδίνο. Τότε ο Έβανς τον κοίταξε σοβαρά και του είπε: «Γιατί δεν το κάνεις εσύ;». Καμιά δεκαριά χρόνια μετά η ευκαιρία ήρθε με τη χρηματοδότηση, από το BBC, έξι ημίωρων επεισοδίων με τον τίτλο Neverwhere, που σκηνικό τους είχαν το «London Below», έναν φανταστικό χώρο που έσφυζε από ζωή κάτω από την πραγματική πόλη του Λονδίνου, κατοικημένος από «φυλές» ζητιάνων, άνεργων και περιθωριοποιημένων ανθρώπων.
Ο συγγραφέας, μη θέλοντας να μυθοποιήσει την ανέχεια και την εξαθλίωση, κράτησε ελάχιστα τις μορφές των άστεγων, μισότρελων ανθρώπων του δρόμου και αξιοποίησε κυρίως τη «σκοτεινή», noir ατμόσφαιρα της πόλης, μετεξελίσσοντάς την σε συναρπαστικό σκηνικό επιστημονικής φαντασίας. Η μουσική του Μπράιαν Ίνο έκανε τη σειρά ανάρπαστη. Το δε σενάριό της χρησίμευσε ως εφαλτήριο για τη σύνθεση ενός πολυμορφικού, ευμετάβολου αφηγήματος που θα γινόταν, αργά ή γρήγορα, μυθιστόρημα, κόμικ, σενάριο ταινίας και θεατρικό κείμενο. Το μυθιστόρημα ολοκληρώθηκε το 1996 και έγινε διεθνές bestseller, μεταφράστηκε σε πάνω από είκοσι γλώσσες και περιέλαβε, τελικά, και σκηνές που είχαν «κοπεί» από την πρωτότυπη τηλεοπτική σειρά: όπως το κεφάλαιο όπου οι κάτοικοι του «Κάτω Λονδίνου» καταλαμβάνουν το πολυκατάστημα Harrod's για ένα βράδυ και το μετατρέπουν σε ένα μαγικό, Πλωτό Παζάρι.
Αποστολή διάσωσης και σουρρεαλισμός
Το βιβλίο, κλασικό παραμύθι, δυναμιτίζει τις καθημερινές βεβαιότητες και την καρτεσιανή λογική του ήρωα, εισάγοντάς τον στον κόσμο της παιδικής φαντασίας, απογυμνώνοντάς τον από την ασφάλειά του και προικίζοντάς τον με νέες αισθήσεις.
Στο Ποτέ και πουθενά πρωταγωνιστεί ο Σύμβουλος Επενδύσεων Ρίτσαρντ Μέιχιου, αντιπροσωπευτικός τύπος του οποίου το πεπρωμένο καθορίζεται από αγοραίους όρους συναλλαγής και επιβίωσης και από την προοπτική του αρραβώνα με κάποιαν υπεροπτική Τζέσικα, που τον έχει μετατρέψει σε μουσειακό είδος, περιφέροντάς τον εκόντα άκοντα σε εκθέσεις της Tate και σε περιοδικές ρετροσπεκτίβες εικαστικών events που του είναι παγερά αδιάφορα. Ευτυχώς γι’ αυτόν και για εμάς, ο ανθρωπισμός του τον αποκόπτει από την «εν κόσμω» οντότητά του και μια πράξη συμπαράστασης τον εμπλέκει στην ειρωνική ανατροπή της ζωής του, κι αυτό είναι ένα πολύ αγαπητό μοτίβο για εμάς, τους κατοίκους των μεγαλουπόλεων, με τις «αποστειρωμένες» σταθερές μας και τις αμετακίνητες αναφορές μας σε μιαν «εξυγιασμένη» εκδοχή ζωής. Ένα game ξεκινά, όπου διακυβεύονται τα υλικά υπάρχοντα της ζωής του. Το βιβλίο, κλασικό παραμύθι, δυναμιτίζει τις καθημερινές βεβαιότητες και την καρτεσιανή λογική του ήρωα, εισάγοντάς τον στον κόσμο της παιδικής φαντασίας, απογυμνώνοντάς τον από την ασφάλειά του και προικίζοντάς τον με νέες αισθήσεις.
Το τίμημα θα είναι η εξαφάνιση της «ανθρωπινότητας» όπως την είχε συνηθίσει: του άμεσου κοινωνικού του περιβάλλοντος, που δεν θα τον αναγνωρίζει ή δεν θα τον βλέπει (ανά περίπτωσιν διαφορετικό), της επαφής με την έννοια της χρονικότητας, των θνητών αναγκών του για καθαριότητα και τακτικά γεύματα, της τοπογραφικής του αναφοράς στο Πάνω. Με την έναρξη του βιβλίου, ήδη (και με δεδομένες τις προσθήκες που έκανε, σε αυτήν την εκδοχή, ο ίδιος ο συγγραφέας), το ονειρικό/παραμυθικό στοιχείο εισβάλλει στο κείμενο υπό μορφήν «ιντερμέδιων», δηλαδή με «φλασάκια» παραμυθογραφής, εν μέσω ρεαλιστικής αφήγησης. Με την ένταξη του ήρωα στο παραμυθικό περιβάλλον η γλώσσα γίνεται πιο ομοιογενής και αυτά τα, εκ πρώτης όψεως ακατανόητα, «φλασάκια» γίνονται το κυρίαρχο αφηγηματικό ύφος και κυριαρχούν στο κείμενο.
Το αξιοθαύμαστο στο Ποτέ και Πουθενά είναι πως, με απόλυτη συνείδηση της τεχνικής του, ο συγγραφέας μάς εξοικειώνει με τη γλώσσα του παραλόγου, καθιερώνοντάς την ως λογική.
Το αξιοθαύμαστο στο Ποτέ και Πουθενά είναι πως, με απόλυτη συνείδηση της τεχνικής του, ο συγγραφέας μάς εξοικειώνει με τη γλώσσα του παραλόγου, καθιερώνοντάς την ως λογική. Αυτό δεν γίνεται με τη σταδιακή εξοικείωση του αναγνώστη προς κάποια σύμβαση. Ισχυροποιείται, βαθμηδόν, με την υπερίσχυση του συναισθήματος που γεννούν οι «παράλογες» κουβέντες των ηρώων του Κάτω Λονδίνου. Το χιούμορ που διαπνέει τις πρώτες σκηνές «επαφής» του έκπληκτου ήρωα με το underground αυτό σύμπαν τού επιτρέπει να μειώνει διαρκώς τις αντιστάσεις του, «σαν να του έκαναν μάγια». Η σταδιακή αποκοπή του από τη «λογική» που μέχρι χθες χαρακτήριζε την καθημερινότητά του γίνεται με το τέχνασμα της Αποστολής Διάσωσης. Ο συγγραφέας ξέρει πόση δύναμη έχει στο επίπεδο του αφηγηματικού στόχου η έννοια της Αποστολής. Και φτιάχνει έναν ήρωα που, έστω και άθελά του (αυτό το κάνει πιο πικάντικο) υπηρετεί μιαν Αποστολή, διασχίζοντας ένα λαβυρινθώδες, παράλογο υπόγειο οικιστικό σύνολο αυθαίρετων «εγκατοικήσεων» και Πλωτών Παζαριών, διεπόμενο από νόμους συναλλαγής και επιβίωσης που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να ανεχθεί, εκτιθέμενος σε λογιώ λογιώ μονομαχίες, συμβόλαια προφορικής δέσμευσης και κώδικες τιμής ακατανόητους και κολυμπώντας στην υγρασία ενός αμνιακού για την πόλη υγρού ομίχλης που ανασύρει το παρελθόν του foggy London του Ντίκενς.
Δημιουργικός εφιάλτης και νεοεξπρεσιονισμός
Η αστική φαντασία, η μπαρόκ cathedral και η gothic αισθητική, η μεσαιωνική ηθική, η γοητεία της αγριότητας σε ύφος κόμικ και η αρχαιολογική ακρίβεια στην τοπογραφία του παρελθόντος παντρεύονται στο συναρπαστικό μυθιστόρημα του Γκέιμαν.
Μέσα από «ειδικές» ικανότητες, οι νεαρές πρωταγωνίστριες της υπόγειας περιπέτειας σέρνουν τον έκθαμβο ήρωα του βιβλίου από Πόρτα σε Πόρτα, «περνώντας» τον, σε ένα transitional stage, σε ένα είδος ονειρικής μέθης άνευ προηγουμένου. Εκεί όπου κυριαρχεί η ευγενής καταγωγή των Αρουραίων και όπου όλοι οι ανθρωπόμορφοι ήρωες, αντλημένοι από αιώνες παραμυθιού, υπηρετούν αυτήν την Ευγένεια. Η nobilitas (τόσο βαρύνουσα για την αγγλοσαξονική παράδοση έννοια) διασύρεται στο βιβλίο αυτό με συνεχή έκθεσή της στα εκκρίματα του οργανισμού, στη δυσωδία των υπονόμων, στη διάβρωση των αποβλήτων, στο θανατερό κλίμα της επιμόλυνσης, στην επικρεμάμενη μάχαιρα ενός θανάτου ή ενός ακρωτηριασμού που, όμως, όσο ζοφερά και αν φαντάζουν και με όσο κυνικό λεξιλόγιο και αν διατυπώνονται, ουσιαστικά παραμένουν σχηματικά και παιγνιώδη, δηλαδή κρατούν «το ένα πόδι» της αφήγησης σε παραισθησιακό επίπεδο, ή σαν μια βουτιά στο υποσυνείδητο του ήρωα. Αυτό το εύρημα «απάλυνσης» της σκληρότητας θανάτων, δολοφονιών και ακρωτηριασμών, εκτός από την ιλαρή αίσθηση που παράγει, δημιουργεί και το κατάλληλο κλίμα ώστε ο ήρωας να «συνέλθει» και να αποδεχθεί τη νέα «πραγματικότητά» του.
Η αστική φαντασία, η μπαρόκ cathedral και η gothic αισθητική, η μεσαιωνική ηθική, η γοητεία της αγριότητας σε ύφος κόμικ και η αρχαιολογική ακρίβεια στην τοπογραφία του παρελθόντος παντρεύονται στο συναρπαστικό μυθιστόρημα του Γκέιμαν. Οι χαρακτήρες του ερευνούν την ιστορία της Πάνω Πόλης και έτσι συνθέτουν την ιστορία της Κάτω. Δεν είναι ερασιτέχνες, έχουν γνώση και τεχνολογία, όμως η αισθητική των τεχνολογικών τους επιτευγμάτων κάνει άριστη χρήση των «περιττών» του δικού μας πολιτισμού, πρωθιεραρχώντας πράγματα που εμείς θα θεωρούσαμε σκουπίδια. Έτσι το «πραγματικό» Λονδίνο βαθμιαία αναδύεται από τα απόβλητα του γνωστού Λονδίνου. Ο ήρωας του Γκέιμαν έχει όραμα: για να ξανακερδίσει την παλιά του ζωή, πρέπει να ενώσει τις δυνάμεις του με την Ντορ και τους συνεργάτες της, τον Χάντερ και τον αινιγματικό Μαρκήσιο ντε Καραμπάς, ώστε να υπερπηδήσει μια σειρά από ανυπέρβλητα εμπόδια και να αξιοποιήσει μια σειρά από μη αξιοποιήσιμα αντικείμενα, σύμβολα, αινίγματα και κώδικες.
Ως γνήσιος νεοεξπρεσσιονιστής, ο Γκέιμαν επαναπραγματεύεται την ανθρώπινη μορφή και τα γνώριμα αντικείμενα του χώρου, τοποθετώντας τα σε διαφορετικές συντεταγμένες και προβάλλοντας τεράστιες σκιές πίσω τους, με προβολείς που εκπηγάζουν από το μαζικό ασυνείδητο και τις φοβίες του αναγνωστικού του κοινού.
Ο συγγραφέας επιστρατεύει τα διδάγματα αυτού του λογοτεχνικού είδους που οι αγγλοσάξονες αποκαλούν «μυθοποιητική (speculative) fiction= specfic»[1], που συνδυάζει την αφήγηση του υπερφυσικού με φουτουριστικά στοιχεία. Ο όρος είναι ευρύτερος του «science fiction», γιατί στο εννοιολογικό του εύρος περιλαμβάνει την επιστημονική φαντασία, τα αφηγήματα τρόμου και τους συνδυασμούς τους, ενώ οδήγησε στα New Wave λογοτεχνήματα της δεκαετίας του ’70. Στο πλαίσιο αυτής της δημιουργικής φαντασίας, ο σταθμός του Μετρό που έχει τον τίτλο Blackfriars και ο σταθμός Earls Court πρέπει να «γεννήσουν», αντίστοιχα, Μαύρους Μοναχούς και Κόμητες. Η ηγεμονική θέση ενός κυρίαρχου γκρουπ τύπου «Στοάς» δίνεται με πολύ χιούμορ και καυστική πέννα. Στην agenda του Γκέιμαν κεντρική θέση κατέχει το ρεύμα του μεταμοντερνισμού. Καθώς οι ήρωες των βιβλίων του (ο Μορφέας στο «Σάντμαν», η πριγκίπισσα, ο κυνηγός, η μητριά, το θηρίο, αλλά και ο Αρουραίος, και το ζεύγος σχιζοφρενών villains που φέρουν τα ονόματα Κύριος Βάντεμαρ και κύριος Κρουπ στο Ποτέ και Πουθενά) είναι προϊόντα του ίδιου τους του παρελθόντος, ο Νιλ Γκέιμαν δεξιοτεχνικά αξιοποιεί τον καθρέφτη της φαντασίας και το άρωμα της μαγείας. Ως γνήσιος νεοεξπρεσσιονιστής, ο Γκέιμαν επαναπραγματεύεται την ανθρώπινη μορφή και τα γνώριμα αντικείμενα του χώρου, τοποθετώντας τα σε διαφορετικές συντεταγμένες και προβάλλοντας τεράστιες σκιές πίσω τους, με προβολείς που εκπηγάζουν από το μαζικό ασυνείδητο και τις φοβίες του αναγνωστικού του κοινού. Οι αδελφοί Γκριμ, ο Σαρλ Περώ, ο Ουώλτ Ντίσνεϊ, ο Χέρμαν Μελβίλ, ο Φίλιπ Ντικ, ο Τιμ Μπάρτον, είναι οι προκάτοχοί του και αυτός ο άξιος επίγονός τους.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
[1] Toν όρο εισήγαγε ο Ρόμπερτ Χάινλαϊν, στο τεύχος της 2/8/1947 της εφημερίδας «Saturday Evening Post».
Ποτέ και πουθενά
Neil Gaiman
Μτφρ. Μαρία Αγγελίδου
Ίκαρος 2017
Σελ. 468, τιμή εκδότη €16,50