Για το μυθιστόρημα της Lydie Salvayre «Μην κλαις» (μτφρ. Αλέξης Εμμανουήλ, εκδ. Utopia).
Του Θωμά Συμεωνίδη
Αυτές είναι οι τελευταίες μνήμες μου από τη Lydie Salvayre (Λιντί Σαλβέρ): να μιλάει με ό,τι φωνή της έχει απομείνει, να πηγαίνει από κανάλι σε κανάλι, από εκπομπή σε εκπομπή, τότε, τον Νοέμβριο του 2014, όταν ανακοινώθηκε ότι είναι η νικήτρια του περίβλεπτου βραβείου Γκονκούρ.
Πολλοί θεώρησαν ότι αυτή η βράβευση ήρθε αργά, για την ίδια ήταν σίγουρα μια δικαίωση, δεν ξέρω άλλωστε πόσο συχνά συμβαίνει να βλέπει κάποιος έναν συγγραφέα στα εξήντα έξι του χρόνια (η Σαλβέρ είναι γεννημένη το 1948) να τον παίρνουν τα κλάματα από τη συγκίνηση. Όχι βέβαια ότι το έργο της δεν έτυχε της προσοχής που έπρεπε. Στα ελληνικά, για παράδειγμα, έχει μεταφραστεί ήδη από το 1997 (Η δύναμη της μύγας, εκδ. Καστανιώτη, αλλά και Η συντροφιά των φαντασμάτων, εκδ. Καστανιώτη, 1999 και οι Όμορφες ψυχές, εκδ. Μεταίχμιο, 2001).
Στο «Μην κλαις» παρακολουθούμε τα γεγονότα με τα οποία ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία το καλοκαίρι του 1936. Η Σαλβέρ, επιλέγει να αντιπαραβάλλει δύο φωνές, από τη μία, αυτή της μητέρας της, και από την άλλη, αυτή του Γάλλου συγγραφέα Georges Bernanos.
Το Μην κλαις διαδέχθηκε το Καλή αντάμωση εκεί ψηλά (εκδ. Μίνωας, 2014) του Pierre Lemaitre (Πιέρ Λεμέτρ), βραβευμένο με το Γκονκούρ το 2013. Και στα δύο έργα, μεταφερόμαστε πριν από την περίοδο του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Στο Μην κλαις παρακολουθούμε τα γεγονότα με τα οποία ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία το καλοκαίρι του 1936. Η Σαλβέρ, επιλέγει να αντιπαραβάλλει δύο φωνές, από τη μία αυτή της μητέρας της, και από την άλλη αυτή του Γάλλου συγγραφέα Georges Bernanos (Ζορζ Μπερνανός): «Στην αφήγηση που επιχειρώ, δεν επιθυμώ να εμπλέξω για την ώρα, κανένα επινοημένο πρόσωπο. Η μητέρα μου είναι η μητέρα μου, ο Μπερνανός ο παινεμένος συγγραφέας των Μεγάλων Κοιμητηρίων κάτω από το φεγγάρι».
Η επιλογή της Σαλβέρ να χρησιμοποιήσει την αφήγηση της μητέρας της Μόντσε ως βασικό αφηγηματικό άξονα του μυθιστορήματος έχει ως αποτέλεσμα η γλώσσα της Σαλβέρ στο πρωτότυπο κείμενο να ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στα γαλλικά και τα ισπανικά, ενώ ειδικά για τον τρόπο που μιλάει η Μόντσε τα γαλλικά η ίδια η συγγραφέας έχει επινοήσει τον όρο Fragnol (Φρανιόλ), θέλοντας να δηλώσει τη χρήση ενός ιδιότυπου κράματος γαλλικών και ισπανικών, «αυτή την ανάμεικτη γλώσσα των υπερπυρηναίων που έγινε δική της λαλιά από τότε που η τύχη την έριξε, πάνε εβδομήντα χρόνια τώρα, σ’ ένα χωριό της νοτιοδυτικής Γαλλίας». Στην ελληνική μετάφραση, μοιραία αυτό το στοιχείο δεν θα μπορούσε να αποδοθεί πλήρως, αν και αναδεκνύεται λειτουργικά σε διάφορα σημεία.
Επιλέγοντας να εστιάσει σε αυτά τα πρόσωπα, η Σαλβέρ, δεν φωτίζει μόνο τη δική της προσωπική ιστορία, αλλά και τα γεγονότα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, καθώς το κάθε πρόσωπο που ακολουθεί η Σαλβέρ έχει διαφορετική εμπλοκή και τοποθέτηση απέναντι στα γεγονότα.
Η Σαλβέρ καταφέρνει να αποδώσει με μεγάλη επιτυχία την ψυχοσύνθεση, τον τρόπο σκέψης και τις μεταστροφές των βασικών χαρακτήρων που έχει επιλέξει, μεταξύ των οποίων βρίσκονται, εκτός από τη Μόντσε και τον Μπερνανός, ο αδελφός της Μόντσε, Χοσέ, ο Ντιέγο, μετέπειτα άντρας της Μόντσε, καθώς και ο πατέρας του, ο δον Χαιμέ. Επιλέγοντας να εστιάσει σε αυτά τα πρόσωπα, η Σαλβέρ δεν φωτίζει μόνο τη δική της προσωπική ιστορία αλλά και τα γεγονότα του ισπανικού εμφυλίου, καθώς το κάθε πρόσωπο που ακολουθεί η Σαλβέρ έχει διαφορετική εμπλοκή και τοποθέτηση. Με λεπτή ειρωνεία και χιούμορ, αλλά και ωμές περιγραφές σε κάποια σημεία, υποβάλλει την ουσιαστική διαφορά που χωρίζει τις λέξεις από τα γεγονότα, την ιδεολογία από την πραγματικότητα, όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση του Χοσέ που «με πυρετική ευγλωττία, ανακοινώνει στο ακροατήριό του (που για την ώρα περιορίζεται στη μητέρα του και στην αδελφή του) ότι μια υπέροχη αυγή ανέτειλε στη Λερίμα (έχει μία φυσική προδιάθεση στον λυρισμό), ότι η Ισπανία έγινε επιτέλους ισπανική και ο ίδιος ισπανικότατος. Λέει αναριγώντας πως πρέπει να εξαφανίσουμε το παλαιό καθεστώς που διαιωνίζει τη δουλεία και τη ντροπή των ανθρώπων, πως η επανάσταση της καρδιάς και του πνεύματος έχει άρχίσει και πως αύριο θα εξαπλωθεί σ’ ολάκερη τη χώρα και από εκεί στον κόσμο όλο».
Ο Χοσέ αναδεικνύεται σε κεντρικό χαρακτήρα αυτού του μυθιστορήματος καθώς η ανάπτυξή του διαθέτει μεγάλο χρονικό εύρος και βάθος. Ενώ, για παράδειγμα, στην περίπτωση του Μπερνανός, γνωρίζουμε εξαρχής για τον αποτροπιασμό που νιώθει για τα εγκλήματα του στρατοπέδου στο οποίο τυπικά ανήκει, αυτό των εθνικιστών και της εκκλησίας, για τον Χοσέ, που ανήκει στο αντίπαλο στρατόπεδο, το δημοκρατικό, η στιγμή της μεταστροφής του είναι, ίσως, η πιο δυνατή στιγμή του βιβλίου. Ο Χοσέ συνειδητοποιεί, μεταξύ άλλων, τις ευθύνες του, τις αυταπάτες του, «...συνειδητοποιεί πως και ο ίδιος, όπως κι οι άλλοι, επαναλαμβάνει μηχανικά αυτά τα εποχικά κλισέ, αυτές τις δονούμενες από ενθουσιασμό διακηρύξεις που οι πάντες πλέον τις φορούν αντί για γραβάτα. Κι αυτό τον αναστατώνει βαθιά μέσα του».
Γενικότερα, το μυθιστόρημα της Σαλβέρ έχει πολλές αρετές και αφηγηματικά ανοίγει προς πολλές κατευθύνσεις. Μέσα σε αυτό, συναντάει κανείς συνθήματα και εκφράσεις από περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, επεξηγήσεις της Μόντσε προς την κόρη της (την Σαλβέρ), σκέψεις και επεξηγήσεις της ίδιας της Σαλβέρ, αποσπάσματα από ραδιοφωνικές εκπομπές, ντοκουμέντα και ολόκληρα χωρία από τα Μεγάλα κοιμητήρια κάτω από το φεγγάρι του Μπερνανός, επιστολές. Θυμίζει σε κάποια σημεία τη δεινότητα του Jean Echenoz στο 14 (εκδ. Ίκαρος, 2014) και την αυτοναφορικότητα του Emmanuel Carrère στο Βασίλειο (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2015).
Tο μυθιστόρημα της Σαλβέρ, έχει λόγο ύπαρξης γενικότερα καθώς καταφέρνει και φωτίζει το υπόβαθρο της βίας και της φρίκης ενός εμφυλίου πολέμου, και κυρίως, τα τυφλά σημεία στη σκέψη των ανθρώπων, στη λειτουργία των θεσμών, στις συλλογικές πεποιθήσεις.
Κάποιες στιγμές, ωστόσο, δίνει την αίσθηση ότι δεν μπορεί να πειθαρχήσει στο υλικό της. Επιλέγει μια μορφή οργάνωσης όπου η απουσία διακριτών και μικρών ενοτήτων, στην προκειμένη περίπτωση, την παρασύρουν σε επαναλήψεις ώστε να μην χαθούν οι δύο εστιάσεις της αφήγησης που τέθηκαν εκ προοιμίου: της μητέρας της και του Μπερνανός. Στην αυξανόμενη αμηχανία που προκαλεί ο άναρχος τρόπος παράθεσης του υλικού, συμβάλλει η διαίρεση σε δύο πολύ μεγάλα κεφάλαια (και ένα πολύ μικρότερο στο τέλος). Αλλά και ο ίδιος ο Μπερνανός, από ένα σημείο και μετά, δεν δικαιολογεί τη συστηματικότητα της παρουσίας του, με αποτέλεσμα το βασικό σχήμα της αφήγησης να δείχνει μετέωρο, ανοίγοντας τον χώρο για πολλές και ετερόκλητες πληροφορίες που έχουν να κάνουν με τα ιστορικά γεγονότα μετά το καλοκαίρι του 1936, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε η ζωή των χαρακτήρων.
Οι παραπάνω επισήμανσεις, δεν αναιρούν ασφαλώς το γεγονός ότι το μυθιστόρημα της Σαλβέρ έχει καταρχάς λόγο ύπαρξης για την ίδια, καθίσταται προφανές αυτό, αν αναλογιστεί κάποιος ότι το βασικό αφηγηματικό νήμα, είναι αυτό της μητέρας της, ότι ανάμεσα στους βασικούς χαρακτήρες του βιβλίου είναι ο πατέρας της, ο θείος της, ο παππούς της, η γιαγιάς της. Το κυριότερο όμως είναι ότι το μυθιστόρημα της Σαλβέρ έχει λόγο ύπαρξης γενικότερα καθώς καταφέρνει και φωτίζει το υπόβαθρο της βίας και της φρίκης ενός εμφυλίου πολέμου, και κυρίως, τα τυφλά σημεία στη σκέψη των ανθρώπων, στη λειτουργία των θεσμών, στις συλλογικές πεποιθήσεις. Καταφέρνει να φωτίσει στην περίπτωση του Χοσέ, για παράδειγμα, πώς κάποιος μπορεί να πίστευε ότι πηγαίνει διακοπές, ενώ στην πραγματικότητα πήγαινε σαν το πρόβατο στη σφαγή: «Και δεν μπορεί να χωνέψει πώς αυτοί οι νέοι που τους βλέπει να φεύγουν για το μέτωπο, με φουσκωμένο στέρνο και τουρλωτά οπίσθια, πάνε να σφαγιαστούν μ’ ένα τόσο πεισματάρικο κέφι».
* O ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.
Μην κλαις
Lydie Salvayre
Μτφρ. Αλέξης Εμμανουήλ
Utopia 2016
Σελ. 296, τιμή εκδότη €17,50