Για το μυθιστόρημα του Υμπέρ Χαντάντ Παλαιστίνη (μτφρ. Αλέξης Εμμανουήλ, εκδ. Utopia).
Του Νίκου Ξένιου
Ο Υμπέρ Χαντάντ γεννήθηκε το 1947 στην Τυνησία και ανατράφηκε με την ιουδαιο-βερβερίνικη κουλτούρα. Στο μυθιστόρημά του Παλαιστίνη διαχειρίζεται το ζήτημα της εβραιοπαλαιστινιακής διαμάχης χωρίς μανιχαϊσμούς, φιλοτεχνώντας ένα ποιητικό μυθιστόρημα που αποτυπώνει την ψυχή και το αίσθημα και των δύο λαών, που κατά βάθος μοιάζουν τόσο πολύ. Το μυθιστόρημα έχει βραβευθεί με το Prix Renaudot Poche 2009 και με το Prix des cinq continents de la Francophonie 2008. Ο Χαντάντ πρωτοεμφανίστηκε στα γαλλικά γράμματα το 1967. Τα βιβλία του Ο ζωγράφος της βεντάλιας, Το επιθυμητό σώμα και Τα πρώτα χιόνια στο Ποντισερί γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία στο γαλλόφωνο κοινό. Είναι ιδρυτής και εκδότης του περιοδικού «Apulée» [1].
Στην «άλλη διάσταση»
Το ταξίδι του Τσαμ/Νεσίμ στην «άλλη πλευρά» είναι μια υπαρξιακή μεταμόρφωση, που συντελείται «εκτός χρόνου», ένα συμβολικό ταξίδι που αποδίδει με ποιητικό ιδιόλεκτο την κατάσταση της ανυπαρξίας, της απουσίας ταυτότητας και της περιπλάνησης ενός ανθρώπου.
Ο συγγραφέας παίρνει έναν Ισραηλινό, τον υποβάλλει στην ίδια μεταχείριση στην οποία υποβάλλουν οι Ισραηλινοί τους Παλαιστίνιους και το αποτέλεσμα είναι να παραγάγει ένα τρομοκράτη. Το μοτίβο το έχω ξανασυναντήσει στο βιβλίο του Τζον Χάουαρντ Γκρίφιν Μαύρος σαν κι εμένα (Black Like Me, 1961), όπου ο τεξανός συγγραφέας περιγράφει την εμπειρία του στη Λουιζιάνα, στο Μισσισσίπη, στην Αλαμπάμα και στην Τζόρτζια, όταν άλλαξε το χρώμα του δέρματός του και κατέγραψε τις εμπειρίες του ως μαύρου στην «άλλη πλευρά». Στο βιβλίο του Χαντάντ συμβαίνει κάτι διαφορετικό: το ταξίδι του Τσαμ/Νεσίμ στην «άλλη πλευρά» είναι μια υπαρξιακή μεταμόρφωση, που συντελείται «εκτός χρόνου», ένα συμβολικό ταξίδι που αποδίδει με ποιητικό ιδιόλεκτο την κατάσταση της ανυπαρξίας, της απουσίας ταυτότητας και της περιπλάνησης ενός ανθρώπου που, στα βερβερίνικα, θα έφερε επάξια τον χαρακτηρισμό amazigh=ελεύθερος άνθρωπος.
Κάπου στη Δυτική Όχθη [2], μια ισραηλινή περίπολος δέχεται την επίθεση ενός Παλαιστίνιου κομάντο. Ένας Ισραηλινός στρατιώτης σκοτώνεται και ένας άλλος απάγεται και χάνει τα υπάρχοντά του. Πληγωμένος και σε κατάσταση σοκ, ο όμηρος Τσαμ χάνει επαφή με την πραγματικότητα. Όταν ο Παλαιστίνιος θα τον πετάξει δεμένο μέσα σε έναν ανοικτό τάφο, ο Τσαμ θα κάνει την υπέρβαση: θα χάσει τη μνήμη του, και μαζί και την ταυτότητά του, βλέποντας μέσα στον καθρέφτη τον εαυτό του και περνώντας μέσα από τον καθρέφτη αυτόν στη σκοτεινή κι ανεξερεύνητη γι’ αυτόν περιοχή της Χεβρώνας, θα φορέσει αραβικά ενδύματα και θα ταυτισθεί με τη νέα του ιδιότητα: «Το κεφάλι του γυρνούσε μέσα στο θάμπωμα του ζενίθ. Έβγαλε από το σακίδιό του την πλυμένη και σιδερωμένη από τη Φαλαστίν μαντίλα του και τη φόρεσε για να προστατευτεί από τον ήλιο» [3].
Η ασάφεια της χαμένης ταυτότητας και η παραβολή
Στα πλαίσια της μυθιστορηματικής πραγματικότητας, τα πάντα είναι υποκείμενα σε ανατροπή: αυτή είναι η αρετή της γραφής του Χαντάντ.
Το μυθιστόρημα του Χαντάντ είναι ωδή στη συμφιλίωση και στην ειρήνη: δύο παλαιστίνιες γυναίκες θα περιθάλψουν τον ήρωα, που για ένα διάστημα μεταβατικό θα ζήσει στη Χεβρώνα [4], ανάμεσα στην Πράσινη Γραμμή και στη «ζώνη ασφαλείας» και θα είναι ο Νεσίμ, γιος της τυφλής χήρας Ασμαχάν και αδελφός της ανορεξικής κόρης της, της Φαλαστίν. Η Φαλαστίν δεν θα παραδοθεί ούτε στην αγάπη ούτε στο μίσος. Τα σπλάχνα της είναι ξηρά: «aux entrailles asséchées», σαν μια σύγχρονη Αντιγόνη θα συνεχίσει να αναπνέει σε μια περιοχή ανάμεσα στη ζωή και στο όνειρο. Η Φαλαστίν είναι υπερήφανη, απείθαρχη και ταυτόχρονα εύθραυστη, ένα θύμα της ανθρώπινης κακουργίας [5]. Η Φαλαστίν (με άλλα λόγια: η Παλαιστίνη) βλέπει στο πρόσωπο του Τσαμ τον χαμένο της αδελφό. Ο Τσαμ την ερωτεύεται. Η σχέση των δύο είναι η σχέση δύο παρόντων/απόντων που κατά σύμπτωσιν συναντώνται σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο [6], συνθέτοντας μιαν υπερ-πολιτική, οικουμενική παραβολή.
Όταν ο Τσαμ/Νεσίμ θα χάσει τη Φαλαστίν, θα χάσει και την υπαρξιακή του ελευθερία. Θα ξαναβρεί το κλεμμένο του πορτοφόλι, την προσωρινά απολεσθείσα του ταυτότητα, τις ρίζες του και το μίσος που αυτές συνεγείρουν: θα ξαναγίνει ο Τσαμ στο τέλος του μυθιστορήματος, στο σημείο όπου θα πληροφορηθεί την αυτοκτονία του αδελφού του. Έτσι, θα βαδίσει προς την Ιερουσαλήμ για να γίνει καμικάζι. Στην πραγματικότητα ο Τσαμ/Νεσίμ βαδίζει με επιβραδυνόμενη ταχύτητα προς τον θάνατό του. Στo πλαίσιo της μυθιστορηματικής πραγματικότητας, τα πάντα είναι υποκείμενα σε ανατροπή: αυτή είναι η αρετή της γραφής του Χαντάντ. Επιπλέον, το θέμα των «ταυτοτήτων» που θίγει το βιβλίο αυτό είναι ένα ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα τον σύγχρονο δυτικό άνθρωπο. Στη σφαίρα της διανόησης, η διαδικασία δόμησης των ταυτοτήτων αποτελεί μείζον ζήτημα για τα γαλλικά γράμματα.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
Παιδιά έκλαιγαν και ούρλιαζαν στο βάθος της κατοικίας, καθώς ένας γελαστός υπαξιωματικός περνούσε χειροπέδες σ’ έναν άντρα πεσμένο στο πάτωμα, με πρόσωπο ασπρισμένο από τους πεσμένους σοβάδες. Η Φαλαστίν, αποσβολωμένη, παρακολουθούσε τη σκηνή, που λες και είχε αναδυθεί από τα ερείπια του ύπνου της. Μέσα από τη σκόνη που αιωρούνταν στον αέρα διέκρινε για μια στιγμή την ταπετσαρία στους τοίχους με τα κίτρινα μοτίβα από φοινικιές και κοχύλια, τα παλιακά έπιπλα, την καλλιγραφημένη σουράτα σε ένα κάδρο και τα χαλάκια από σκοινί, τα μπαούλα το ένα πάνω στο άλλο, τα πλυμένα ρoύχα απλωμένα στις καρέκλες. «Σταματήστε!» είπε ορθώνοντας το κορμί της. «Αυτός ο άνθρωπος δεν έχει κάνει τίποτα κακό...»
Μτφρ. Αλέξανδρος Εμμανουήλ
Utopia 2017
Σελ. 192, τιμή εκδότη €15,00