
Για τη νουβέλα του Εμίλ Ζολά Η πλημμύρα (μτφρ. Μανώλης Πιμπλής, εκδ. Ποικίλη Στοά)
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Οι άνθρωποι στην Πλημμύρα (L’inondation) του Ζολά είναι κλαριά και φύλλα που τα παρασέρνει το νερό. Δεν προφταίνουμε να τους γνωρίσουμε, να υπάρξουν για εμάς. Υπάρχουν μόνο και μόνο για να παλέψουν μάταια με το νερό, όταν μια νύχτα ο ποταμός Γαρούνας φουσκώνει κι ένας τόπος ζώντων, ανθηρός και καρπερός, εν μία νυκτί μεταμορφώνεται σε υδάτινο βασίλειο του θανάτου.
Γραπωμένοι από στέγες, δίνουν μάχη μ’ ό,τι φερτό υλικό παρασέρνει ο πολιορκητής ποταμός, γκρεμίζοντας μ’ αυτό τους πέτρινους τοίχους των σπιτιών, σκεπάζοντας τις πράξεις ηρωισμού των ανθρώπων και πνίγοντας την αγάπη τους.
Ο αφηγητής Λουί Ρουμπιέ, ένας γέρος αγρότης, επιζών σωματικά μα νεκρός ψυχικά μετά την πλημμύρα, μιλάει στην αρχή με πικρό καμάρι για το χαμένο του βιος και μας συστήνει επιτροχάδην τα πρόσωπα του δράματος, με την ιδιότητα του καθενός ως μέλους της ως χθες μεγάλης και σήμερα ξεκληρισμένης οικογένειάς του. Μα γνωρίζουμε καλύτερα κάθε πρόσωπο στις κατοπινές σελίδες, μέσ’ από την πάλη του με το νερό. Είναι αγαπημένη οικογένεια, το ’χει πει αυτό εξαρχής ο γέρος· δεν εγκαταλείπει ο ένας τον άλλον, αλλά μαζί παλεύουν για να σωθούν. Γραπωμένοι από στέγες, δίνουν μάχη μ’ ό,τι φερτό υλικό παρασέρνει ο πολιορκητής ποταμός, γκρεμίζοντας μ’ αυτό τους πέτρινους τοίχους των σπιτιών, σκεπάζοντας τις πράξεις ηρωισμού των ανθρώπων και πνίγοντας την αγάπη τους.
Ο Συπριέν, ο σύζυγος της Αιμέ, της μεγαλύτερης εγγονής του γέρου, χωρίζεται από τη γυναίκα του και τα δύο τους παιδιά, που τον βλέπουν ανήμποροι να πνίγεται σιγά σιγά μπροστά στα μάτια τους. Ο Γκασπάρ, ο αρραβωνιαστικός της άλλης εγγονής, μ’ ένα δοκάρι παλεύει ν’ απομακρύνει τα συντρίμμια που φέρνει το ποτάμι, δίνοντας μάχη με το νερό. Όλοι μαζί μετατρέπουν μια στέγη στάβλου σε σχεδία και προσπαθούν πάνω της να ξεφύγουν. Κι έπειτα, όταν κάθε ελπίδα έχει πλέον χαθεί, ο Γκασπάρ παλεύει να σώσει κολυμπώντας την αρραβωνιαστικιά του, τη Βερονίκ.
Από το χωριουδάκι του Σεν Ζορύ μένει μονάχα το κωδωνοστάσιο της εκκλησίας να εξέχει σαν παράταιρος, παράλογος φάρος. Ξύλα κι άνθρωποι εξισώνονται, γίνονται αθύρματα του ορμητικού νερού – εφτακόσια πτώματα καταμετρώνται την επομένη.
Η Πλημμύρα πρωτοδημοσιεύτηκε το 1880 και συμπεριλήφθηκε στη συλλογή Le Capitaine Burle το 1883, την ίδια χρονιά με το μυθιστόρημα Στον παράδεισο των κυριών (Au Bonheur des Dames), το ενδέκατο του κύκλου των Ρουγκόν-Μακάρ, που στα ελληνικά κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις Στερέωμα σε μετάφραση της Ιφιγένειας Μποτουροπούλου. Η γραφή του Ζολά, μετά τις λίγες πρώτες σελίδες της «γνωριμίας» με τα πρόσωπα, ακολουθεί ασθμαίνουσα τον αγώνα της καταδικασμένης οικογένειας. Χάνονται όλοι, μα θα μπορούσαν να είχαν σωθεί. «Ο Θεός δεν ήταν δίκαιος» λέει ο γέρος· «δεν του είχαμε κάνει τίποτε και μας τα έπαιρνε όλα. Ύψωσα τη γροθιά μου στον ορίζοντα. Είπα για τον απογευματινό μας περίπατο, γι’ αυτά τα λιβάδια, για τούτο το στάρι, γι’ αυτά τ’ αμπέλια, που ήταν εκεί γεμάτα υποσχέσεις. Ήταν λοιπόν ένα ψέμα όλα αυτά;»
Δεν ξέρω τι μέτρησε πιο πολύ για τον συγγραφέα όταν έγραφε τη νουβέλα του. Η ματαιότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων ίσως; Η ευάλωτη μοίρα του ανθρώπου και το εύθραυστο των ανθρωπίνων επιτευγμάτων απέναντι στις δυνάμεις της φύσης, όπως λέγεται στην εισαγωγή της Πλημμύρας; Από τα παράθυρα του σπιτιού των Ρουμπιέ δεν μπαίνει ο ευτυχισμένος αέρας τόσων χρόνων, αλλά καταστροφικό νερό. Η σκεπή που τόσα χρόνια προστάτευε από την κακοκαιρία την «ευλογημένη» τους ζωή γίνεται πρώτα, για λίγο, νησίδα σωτηρίας κι έπειτα καταρρέει.
Την είδα να σκύβει, να παίρνει στη χούφτα της λίγο νερό και να πλένει το πρόσωπό της. Έπειτα μάζεψε σε κότσο τα όμορφα ξανθά της μαλλιά και τα έδεσε πίσω από το κεφάλι της. Έκανε μάλλον την τουαλέτα της· έμοιαζε να πιστεύει ότι βρισκόταν στο δωματιάκι της, ότι ήταν Κυριακή και η καμπάνα χτυπούσε χαρούμενα.
Κάποιοι εγκαταλείπουν τον αγώνα – σαν τον Πιερ τον αδερφό του γέρου και σαν την τρίτη εγγονή, τη Μαρί:
«[…] Μέσα στη σαστισμάρα μου, άκουγα για πολλή ώρα ένα γέλιο, χωρίς να καταλαβαίνω ποιος γελούσε έτσι δίπλα μου. Έβγαινε ο ήλιος, ήταν μια χλωμή αυγή. Έκανε καλό καιρό, είχε πολλή δροσιά και μεγάλη ηρεμία, σαν στην όχθη μιας λίμνης της οποίας η επιφάνεια ξυπνάει πριν από την ανατολή του ήλιου. Αλλά το γέλιο εξακολουθούσε να ηχεί· και γυρνώντας είδα τη Μαρί όρθια, με τα βρεγμένα της ρούχα. Αυτή ήταν που γελούσε.
»[…] Την είδα να σκύβει, να παίρνει στη χούφτα της λίγο νερό και να πλένει το πρόσωπό της. Έπειτα μάζεψε σε κότσο τα όμορφα ξανθά της μαλλιά και τα έδεσε πίσω από το κεφάλι της. Έκανε μάλλον την τουαλέτα της· έμοιαζε να πιστεύει ότι βρισκόταν στο δωματιάκι της, ότι ήταν Κυριακή και η καμπάνα χτυπούσε χαρούμενα.
»[…] Έπειτα, όταν θεώρησε ότι ήταν έτοιμη να φύγει, τραγούδησε ένα από τα θρησκευτικά της άσματα με τη λεπτή, κρυστάλλινη φωνή της […] κατέβηκε την κατηφορική στέγη και μπήκε στο νερό, που την κάλυψε σιγά σιγά».
Όμως οι πράξεις των προσώπων μετρούν πιο πολύ κι από το τραγικό τους τέλος. Ο αγώνας τους, αν κι ανευόδωτος, παραμένει ανεξίτηλος – όπως η αγάπη του Γκασπάρ και της Βερονίκ, που το επόμενο πρωί τους βρίσκουν πνιγμένους μα αγκαλιασμένους και στον θάνατο ακόμα, τόσο σφιχτά, ώστε δεν μπορούν να τους χωρίσουν και τους φωτογραφίζουν μαζί – και αγκαλιαστούς, έπειτα, τους κηδεύουν.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Μαύρο νερό» (εκδ. Κίχλη).