Για το μυθιστόρημα του Thomas Wolfe Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου (μτφρ. Κοσμάς Πολίτης, εκδ. Μεταίχμιο).
Ο συγγραφέας γράφει ένα βιβλίο για να το ξεχάσει, ενώ ο αναγνώστης διαβάζει ένα βιβλίο για να το θυμάται.Τόμας Γουλφ
Του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου
Το μυθιστόρημα του Τόμας Γουλφ (1900-1938) φέρει, από το άκουσμά του ακόμα, ένα ειδικό βάρος μυθικών σχεδόν διαστάσεων. Είναι ο αισθαντικός και αινιγματικός τίτλος, είναι το πάχος του βιβλίου, αλλά κυρίως η φήμη του συγγραφέα ως μιας ιδιόρρυθμης, πρόωρα χαμένης αμερικανικής ιδιοφυΐας. O Γουλφ αναγνωρίστηκε από την πρώτη του ακόμα εμφάνιση, το Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου (έγραψε άλλα τρία μυθιστορήματα, καθώς και συλλογές διηγημάτων και θεατρικά), ως μια νέα ορμητική δύναμη ικανή να αφήσει το στίγμα της στην αμερικανική λογοτεχνία, υπήρξε διασημότητα όσο ζούσε, αλλά πέθανε λίγο πριν κλείσει τα 38 του χρόνια από φυματίωση.
Απροσχημάτιστα αυτοβιογραφικό, το Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου καταπιάνεται, σε πρώτη εστίαση, με τα έργα και τις ημέρες μιας δυσλειτουργικής οικογένειας στο Άλταμοντ της Αμερικής και σε δεύτερη και πιο βαθιά με την πορεία του βενιαμίν της οικογένειας προς την ενηλικίωση.
Το σύνολο του έργου του είναι από την αρχή μέχρι το τέλος απροσχημάτιστα αυτοβιογραφικό, με αποκορύφωμα το Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου, όπου καταπιάνεται, σε πρώτη εστίαση, με τα έργα και τις ημέρες μιας δυσλειτουργικής οικογένειας στο Άλταμοντ της Αμερικής (το οποίο αποτελεί μυθοπλαστική εκδοχή της γενέτειρας του συγγραφέα, του Άσβιλ της Βόρειας Καρολίνας) και σε δεύτερη και πιο βαθιά με την πορεία του βενιαμίν της οικογένειας προς την ενηλικίωση. Έχει επισημανθεί χαρακτηριστικά από την κριτική (Γουώτκινς) ότι από τα 300 περίπου πρόσωπα που εμφανίζονται σε ολόκληρο το μυθιστόρημα, πιθανώς ούτε ένα δεν είναι εντελώς φανταστικό.
Το μυθιστόρημα δεν διαθέτει κάποια ξεκάθαρη αφηγηματική ραχοκοκαλιά, η πλοκή είναι ισχνή και το κείμενο μοιάζει με ένα πελώριο ρευστό σώμα που ανακατεύεται στο δοχείο του, παλεύοντας να το ραγίσει και να το σπάσει θεαματικά. Από τις 3000 σελίδες που αποτελούσαν την αρχική του εκδοχή, ο επιμελητής Μαξ Πέρκινς κράτησε περίπου το 1/5, δίνοντας μια πιο ψηλαφητή μορφή στο αχανές πρωτογενές υλικό του παρορμητικού αλλά και χαρισματικού συγγραφέα. Η διαδικασία της επιμέλειας του βιβλίου, καθώς και η ταραχώδης σχέση επιμελητή-συγγραφέα, περιγράφονται στην ταινία Genius (2016), με τους Τζουντ Λο και Κόλιν Φερθ.
Παρότι χαρακτηρίζεται συχνά ως ένα coming of age μυθιστόρημα, ο συγγραφέας πιάνει το νήμα της αφήγησης αρκετά χρόνια πριν από τη γέννηση του πρωταγωνιστή και alter ego του, Ευγένιου Γκαντ, περιγράφοντάς μας γλαφυρά και ευτράπελα τη γνωριμία των γονιών του, οι οποίοι και παραμένουν στο προσκήνιο καθόλη τη διάρκεια του βιβλίου, όπως και τα άλλα πέντε παιδιά τους. Για την ακρίβεια, είναι τέτοια η πληθωρικότητα και ζωντάνια των χαρακτήρων, τέτοια η προσήλωση και η έγνοια από πλευράς συγγραφέα για την ανάγλυφη απόδοση των παθών και των αδυναμιών τους, που ο χαρακτηρισμός του μυθιστορήματος ως coming of age μοιάζει για πολύ μεγάλο μέρος του βιβλίου παραπλανητικός. Αδιαμφισβήτητα στο κέντρο του μυθιστορήματος τοποθετείται ο Ευγένιος Γκαντ, να μεγαλώνει εμβρόντητος κι αμήχανος σε έναν κόσμο που πλάθεται διαρκώς ανεπαρκής μπροστά στα άμαθα μάτια του, όμως αυτό αναδεικνύεται περισσότερο όσο προωθείται ο αφηγηματικός χρόνος, καθώς από την αρχή μέχρι το τέλος, με όλες αυτές τις επιλεκτικά φωτισμένες γωνιές και τις σκηνοθετημένες οικογενειακές αψιμαχίες ή παλινωδίες, το βιβλίο συχνά λαμβάνει διαστάσεις μιας οικογενειακής εποποιίας.
Ποια πράγματα πρόκειται να ξανάρθουν; Ω άνοιξη, η πιο άπονη και πιο ωραία από όλες τις εποχές, θα ξανάρθεις. Και οι παράξενοι και θαμμένοι άνθρωποι θα ξανάρθουν – σε λουλούδια και φύλλα θα ξανάρθουν οι παράξενοι και θαμμένοι άνθρωποι, και ο θάνατος και το χώμα ποτέ δεν θα ξανάρθουν, επειδή ο θάνατος και το χώμα θα πεθάνουν. Και ο Μπεν θα ξανάρθει, δεν θα ξαναπεθάνει – σαν λουλούδι και φύλλο, σαν άνεμος και μακρινή μουσική, θα ξανάρθει.
Ω χαμένο, κι από τον άνεμο πικραμένο φάντασμα, γύρισε πίσω!
Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στο μυθιστόρημα δεν είναι όλα συνταρακτικά, πολλά θα τα έλεγε κανείς επουσιώδη ή τουλάχιστον όχι ικανά να διαταράξουν τη γαλήνη ενός συγκροτημένου ανθρώπου, η βαρύτητα όλων όμως γιγαντώνεται μέσα από την αψίκορη ψυχοσύνθεση των προσώπων και υπερτονίζεται μέσα από τη συχνά ποιητική, λυρική και ιμπρεσιονιστική πρόζα του συγγραφέα, με αποτέλεσμα να εικονογραφούνται έτσι στοιχεία της αμερικανικής ζωής του προηγούμενου, και όχι μόνο, αιώνα: η σημασία της οικογένειας, η ιδιοκτησία ως προτεραιότητα αλλά και βραχνάς, η απληστία, οι ελπίδες που εναποτίθενται στη μόρφωση. Καλύπτεται επιπλέον χρονολογικά και ένα σημαντικό μέρος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, όπου διαφαίνεται κυρίως η επίδραση του πολέμου στην ψυχολογία του μέσου Αμερικανού της εποχής, με τον συγγραφέα να την παρουσιάζει σε ορισμένα σημεία ακόμα και θετικά και ανυψωτικά μακριά από το μέτωπο της φρίκης, με έναν τρόπο που καταλήγει για τον σημερινό αναγνώστη μάλλον ειρωνικός.
Βουτηγμένοι όλοι στον παροξυσμό, προσεγγίζοντας σχεδόν την τρέλα, απευθύνονται στον κόσμο και τον Θεό σαν ηθοποιοί της όπερας λίγο πριν πέσουν με πάταγο στο σανίδι έχοντας καρφωμένο στην πλάτη το μαχαίρι.
Ο μέθυσος πατέρας, η άπληστη μητέρα, μια οικογένεια πλέγμα παθών και αδυναμιών, μια τοιχογραφία καθημερινών και διαρκών ανθρώπινων τραγωδιών, μεγάλων και μικρών, που συνδαυλίζονται από μια έμφυτη τάση για υπερβολή και ένα αδιάλειπτα παρόν επικοινωνιακό χάσμα. Βουτηγμένοι όλοι στον παροξυσμό, προσεγγίζοντας σχεδόν την τρέλα, απευθύνονται στον κόσμο και τον Θεό σαν ηθοποιοί της όπερας λίγο πριν πέσουν με πάταγο στο σανίδι έχοντας καρφωμένο στην πλάτη το μαχαίρι, αξιολύπητοι και σπαρταριστοί, με μια επίγευση που πραγματικά θα έλεγε κανείς πως τις περισσότερες φορές είναι αυτή της ιλαροτραγωδίας, ή μιας απολαυστικής, κωμικά αποτυπωμένης καταστροφής.
Τα οπερετικής υφής ξεσπάσματα και η εκφραστική υπερβολή των χαρακτήρων ίσως φανούν ξεπερασμένα σε ορισμένους αναγνώστες, αν και δικαιολογούνται πλήρως από τη ρομαντική και υπερευαίσθητη ιδιοσυγκρασία τους. Αυτό μπορεί να οφείλεται και κάποιες φορές στη μετάφραση, η οποία καίτοι αληθινά θαυμαστή, ρέουσα και φυσική, χρειάζεται –αναπόφευκτα, λόγω παλαιότητας– σε αρκετά σημεία ένα φρεσκάρισμα σε λέξεις ή φράσεις, ενώ δεν λείπουν εδώ κι εκεί κάποιες μικρές αστοχίες: διαβάζουμε π.χ. σε ένα σημείο «για να γυρίσει νέο φύλλο», όπου στο πρωτότυπο κείμενο αναγράφεται προφανώς «to turn over a new leaf». Πρέπει παρόλα αυτά να επισημανθεί πως τα παραπάνω δεν είναι παρά ψήγματα και η μετάφραση του Κοσμά Πολίτη μετά από τόσα χρόνια παραμένει εντυπωσιακό επίτευγμα, καθώς καταφέρνει να αποδώσει αβίαστα, χωρίς σκαλώματα και γλωσσικά στραμπουλήγματα, το πολύ απαιτητικό ύφος του συγγραφέα.
Η γλώσσα είναι πλούσια, χυμώδης, επικολυρική και ιμπρεσιονιστική όταν ο συγγραφέας θέλει να αποδώσει τις τεταμένες χορδές της ψυχοσύνθεσης των ηρώων και την πολυχρωμία των συναισθημάτων τους, πιο προσγειωμένη και καταγραφική όταν θέλει να περιγράψει καθημερινές ασχολίες στην πόλη. Όλα στο μυθιστόρημα είναι βιβλικών διαστάσεων, από την όρεξη για ένα περιποιημένο δείπνο μέχρι την αγωνία για τον επερχόμενο θάνατο, διαθλασμένα μέσα από το ρομαντικό πρίσμα που κάνει τη ζωή να φαίνεται ένας παραδεισένιος, οδυνηρά ανεξερεύνητος τόπος. Τα μέλη της οικογένειας Γκαντ δραματοποιούν ακόμα και τις πιο κοινότοπες καθημερινές ατυχίες, με ένταση σχεδόν ισοδύναμη με τον οδυρμό τους για μια αρρώστια που τους ταλανίζει και επισπεύδει αδίστακτα τον θάνατο. Αυτά τους τα φερσίματα, στα όρια πολλές φορές της καρικατούρας, ξεχειλίζουν από ζωτικότητα και χιούμορ.
Η μοναξιά του ατόμου φαντάζει ακόμα πιο κραυγαλέα και θλιβερή, επειδή τρέφεται και βοά σε ένα τόσο πολυπλόκαμο δέντρο, επειδή μέσα σε αυτή την αναπόδραστη πνιγηρή μοναξιά πρέπει το άτομο, με χαρτιά σημαδεμένα, να παίξει όσο γίνεται καλύτερα ώστε να εναρμονίσει τον παλμό του με τον παλμό των άλλων και του κόσμου.
Ωστόσο, παρά την πληθώρα των χαρακτήρων και την περιπλοκότητα των μεταξύ τους αλληλεπιδράσεων, το μυθιστόρημα του Γουλφ παραμένει ένα έργο ατομιστικής αποθέωσης. Ο Ευγένιος Γκαντ σκιαγραφείται από νωρίς ως μια προσωπικότητα μελαγχολική, μονίμως ανικανοποίητη, υπερευαίσθητη, φιλοπερίεργη, με μια ακόρεστη διάθεση για περιπλάνηση και εξερεύνηση, όλα χαρακτηριστικά που απορρέουν από μια συντριπτική, συγκινητική αγάπη για τη ζωή και τα μυριάδες της χρώματα.
Ήθελε να αγαπηθεί. Νίκη και έρωτας. Σε όλες τις αμέτρητες φαντασιώσεις του, ο Ευγένιος έτσι έβλεπε τον εαυτό του – αήττητο και πολυαγαπημένο. Μα έρχονταν στιγμές που έβλεπε ξεκάθαρα, και τότε φανερωνόταν όλη η αποτυχία και η στειρότητα της ζωής του. Έβλεπε την ξεχαρβαλωμένη και γελοία κορμοστασιά του, το συλλογισμένο και κλειστό πρόσωπό του, που έμοιαζε πάρα πολύ με σκοτεινό παράξενο λουλούδι και δεν μπορούσε να προκαλέσει, σκεφτόταν, παρά ένα συναίσθημα δυσφορίας στους γνωστούς και του συγγενείς του, που ασφαλώς θα τον κορόιδευαν. Αναθυμόταν με πονεμένη καρδιά τις αμέτρητες ταπεινώσεις, σωματικές και με λόγια, που είχε περάσει στο σχολείο και στην οικογένειά του, μπροστά στον κόσμο – κι όσο το συλλογιόταν οι σάλπιγγες της νίκης σώπαιναν μες στο δάσος, οι τυμπανοκρουσίες του θριάμβου σταματούσαν, η περήφανη κλαγγή των σήμαντρων τρεμόσβηνε και σώπαινε. Οι αετοί του είχαν πετάξει – έβλεπε τον εαυτό του, σε στιγμές που λογικευόταν, σαν έναν τρελό που παρασταίνει τον Καίσαρα. Γύρισε το κεφάλι του από την άλλη και σκέπασε το πρόσωπό του με το χέρι του.
Μέσω του Ευγένιου, το άτομο αναπαρίσταται ως μοναχική απομονωμένη φιγούρα που τρεκλίζει αναζητώντας τη θέση της στον κόσμο. Αυτό αποδίδεται από τον συγγραφέα όχι μανιχαϊστικά ή σχηματικά, μα με περισσή τέχνη και ωριμότητα, αφού όπως ήδη αναφέρθηκε γίνεται από την αρχή σαφές ότι ο Ευγένιος, ο φορέας και το σύμβολο της ατομικότητας στο βιβλίο, αποτελεί αναπόσπαστο μέλος ενός πελώριου επιδραστικού οργανισμού. Και είναι αυτός ο λόγος για τον οποίον η μοναξιά του ατόμου φαντάζει ακόμα πιο κραυγαλέα και θλιβερή, επειδή τρέφεται και βοά σε ένα τόσο πολυπλόκαμο δέντρο, επειδή μέσα σε αυτή την αναπόδραστη πνιγηρή μοναξιά πρέπει το άτομο, με χαρτιά σημαδεμένα, να παίξει όσο γίνεται καλύτερα ώστε να εναρμονίσει τον παλμό του με τον παλμό των άλλων και του κόσμου.
Είχε μια παράξενη, έντονη δίψα για ζωή που δεν τον άφηνε ήσυχο. [...] Αισθανόταν τρομερά αδικημένος, σαν να είχε αποκλειστεί από το πλούσιο συμπόσιο της ζωής.
Ο Ευγένιος από πολύ νωρίς έρχεται αντιμέτωπος με τα θεμελιακά συστατικά της ζωής: την απογοήτευση, την αποτυχία, τον έρωτα, το δέος, τον θάνατο, αυτήν την απροσδιόριστη έκσταση στο στήθος όταν νιώθεις ότι κάνεις αυτό για το οποίο έχεις γεννηθεί, ή κάτι κοντινό. Αυτό το εκρηκτικό αντιφατικό μείγμα τον σφυρηλατεί, απελπισμένο και αθεράπευτα μελαγχολικό, επειδή του γίνεται γρήγορα σαφές ότι είναι αδύνατον να γευτεί κανείς έστω κι ένα θραύσμα από όλη την ασύλληπτη ομορφιά του κόσμου, ο οποίος ζωγραφίζεται από τον συγγραφέα με χρώματα ρευστά, έντονα, τόσο που πολλές φορές σε τυφλώνει η όψη τους, σε πνίγει η μυρωδιά από την μπογιά τους. Είναι μια πορεία όπου η καθημερινή σου αδυναμία να συνδεθείς με τον κόσμο αθροίζεται με τον λυγμό του έρωτα και του θανάτου που ορθώνονται απροειδοποίητα μπροστά σου, δίδυμοι γίγαντες της καταστροφής και της λύτρωσης. Περνώντας ανάμεσά τους, έστω την τελευταία στιγμή τσακίζοντας την άκρη των φτερών του, ο άνθρωπος, ένας χαμένος άγγελος με κεφάλι δαίμονα, πρέπει να βρει τον δρόμο του.
* Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΜΑΝΤΟ ΓΚΕΖΟΣ είναι συγγραφέας.
Μτφρ. Κοσμάς Πολίτης