
Για το μυθιστόρημα του Alejandro Zambra Η ιδιωτική ζωή των δέντρων (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος).
Του Νίκου Ξένιου
Ο Σάμπρα είναι ο ανερχόμενος αστέρας της λογοτεχνίας της Χιλής. Πριν από το Μπονζάι είχε δημοσιεύσει δύο ποιητικές συλλογές, είχε διδάξει λογοτεχνία σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο του Σαντιάγο και είχε εργαστεί σε διάφορες εφημερίδες ως κριτικός λογοτεχνίας. Ο ίδιος δήλωσε κάποτε ότι το «κρυφό» θέμα της χιλιανής λογοτεχνίας είναι η άβυσσος που χωρίζει τον προφορικό από τον γραπτό λόγο. Τον κενό αυτόν χώρο γεμίζει η λογοτεχνία του. Τον συγγραφέα βασανίζει ο παλιός στόχος κάθε ρεαλιστή: πώς θα ολοκληρώσει εκείνο το (ούτως ή άλλως ημιτελές) μυθιστόρημα που θα περιλαμβάνει την αλήθεια μιας ολόκληρης ζωής, αποφεύγοντας το τεχνήεν μέλημα και τον αισθητισμό της συγκεκριμένης φόρμας και εισάγοντας μια νέα εκδοχή ρεαλισμού. Η Ιδιωτική ζωή των δέντρων, το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας, ένα μικρό κλασικό έργο της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μιαν ακόμη ρέουσα και αισθησιακή μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.
«Θερμοκήπιο»: φανταστικά ενδεχόμενα για μιαν αφήγηση
Τον συγγραφέα βασανίζει ο παλιός στόχος κάθε ρεαλιστή: πώς θα ολοκληρώσει εκείνο το (ούτως ή άλλως ημιτελές) μυθιστόρημα που θα περιλαμβάνει την αλήθεια μιας ολόκληρης ζωής, αποφεύγοντας το τεχνήεν μέλημα και τον αισθητισμό της συγκεκριμένης φόρμας και εισάγοντας μια νέα εκδοχή ρεαλισμού.
Στην Ιδιωτική ζωή των δέντρων ο Σάμπρα επιστρέφει στην αλληλοπεριχώρηση της τέχνης με τη ζωή. Ο τριαντάχρονος Χουλιάν είναι καθηγητής αμερικανικής λογοτεχνίας και συγγραφέας ενός βιβλίου που προσιδιάζει στο πρώτο βιβλίο του Σάμπρα, το Μπονζάι. Ένα βράδυ εκφράζει στη θετή του κόρη Ντανιέλα την ανησυχία του ότι η σύζυγός του Βερόνικα δεν θα επιστρέψει ποτέ από το μάθημα ζωγραφικής της. Βάζει, λοιπόν, τη μικρή να κοιμηθεί στο μπλε δωμάτιό της, νανουρίζοντάς την με την «Ιδιωτική ζωή των δέντρων», αρθρωτό παραμύθι εν εξελίξει που αυτοσχεδιάζει πάνω από το κρεβάτι της: «Κεντρικοί ήρωές των παραμυθιών είναι μια λεύκα κι ένα μπαομπάμπ που, τις νύχτες, όταν δεν τα βλέπει κανείς, κουβεντιάζουν για φωτοσυνθέσεις, για σκίουρους ή για τα αναρίθμητα πλεονεκτήματα του να είσαι δέντρο και όχι άνθρωπος ή ζώο ή, όπως λένε τα ίδια, ηλίθιος τσιμεντένιος όγκος». Η αφήγηση αυτή εντείνει, αντί να απαλύνει, την αγωνία του Χουλιάν: «Οχυρωμένα στη μοναξιά του πάρκου, τα δέντρα σχολιάζουν την κακοτυχία μιας βελανιδιάς που δυο άνθρωποι χάραξαν στον κορμό της τα ονόματά τους σε ένδειξη αιώνιας φιλίας». Με αφορμή τις απορίες του κοριτσιού, ο Χουλιάν αναπολεί τη σχέση του με τη μητέρα της.
Όταν η Ντανιέλα θα αποκοιμηθεί, ο Χουλιάν επινοεί μια φαντασιωσική συνθήκη, στα πλαίσια της οποίας τα πράγματα γίνονται «οιονεί» πράγματα: εκείνος είναι κάτι «σαν» πατέρας της Ντανιέλας, κάτι «σαν» σύζυγος της Βερόνικας. Τότε αρχίζει να αφηγείται στον εαυτό του με πυρετώδη τρόπο την εκδοχή να έχει πιάσει λάστιχο τη Βερόνικα. Στο κοριτσάκι που ξυπνά κλαίγοντας παραθέτει την επινοημένη, αλλά καθησυχαστική εκδοχή ότι «η μαμά έπρεπε να συνοδέψει μια φίλη της στο νοσοκομείο». Ακολουθεί το επεισόδιο με τη λεύκα και το μπαομπάμπ που σχολιάζουν τους παλαβούς που συχνάζουν στο πάρκο. Η καθυστέρηση της Βερόνικα δίνει την αφορμή για ένα ακόμη πισωγύρισμα της αφήγησης. Όταν ο Χουλιάν θυμάται το 1984 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες, αρχίζει να σκέφτεται πως μόνο για εκείνη την περίοδο αξίζει να γράφει κανείς. Αυτό που τον βασανίζει είναι το παλιό ρεαλιστικό όνειρο της συγγραφής ενός ημιτελούς μυθιστορήματος, ενός κειμένου που θα καθήλωνε τις ουσιαστικές στιγμές της ζωής δραπετεύοντας από τον τεχνητό χαρακτήρα της καλλιτεχνικής μορφής και αποφεύγοντας τον αισθητισμό του συγγραφέα. Ένα τυχαίο αλλά απαραίτητο βιβλίο που δεν θα περιείχε τίποτε παραπάνω από σκόρπιες μνήμες. Έτσι, ανοίγει πλατιά τις αισθήσεις του στο άγγιγμα της μνήμης, σε μιαν αναζήτηση αυτογνωσίας: μεταμφιέζει τη ζωή του «σαν» να έχει περάσει σημαντικό χρόνο σ’ αυτόν τον παράλληλο, τεχνητό κόσμο όπου διακυβεύεται η σταθερότητα της πραγματικότητάς του.
![]() Ο Alejandro Zambra
|
«Χειμώνας»: η ενσωμάτωση στον κόσμο
«Όμως όχι: η μνήμη δεν είναι καταφύγιο. Μένει ένα ασυνάρτητο ψέλλισμα ονομάτων δρόμων που δεν υπάρχουν πια».
Στις τέσσερις τα χαράματα ο Χουλιάν αρχίζει πλέον να σκέφτεται εκδοχές που νωρίτερα τις απέρριπτε: φερ’ ειπείν, ότι η γυναίκα έχει πέσει στα χέρια ενός άντρα που την έριξε στο κρεβάτι πείθοντάς την να μην γυρίσει στο σπίτι της. Ο τοίχος, τα πατώματα, οι δρόμοι, όλα τα γύρω αντικείμενα χρωματίζονται με συγκεκριμένα χρώματα, όπως θα συνέβαινε σε μια συμβολική λογοτεχνία. Και τότε αρχίζει να γράφει το δεύτερο μέρος, αυτό που θα συνεχιστεί και μετά από τη στιγμή που ο αναγνώστης θα κλείσει το βιβλίο. Δημιουργεί ένα μέλλον για την Ντανιέλα, ένα μέλλον που δεν περιλαμβάνει τη Βερόνικα. Σ’ εκείνο το μέλλον η τριαντάρα πια θετή του κόρη θα γίνει αναγνώστρια του μυθιστορήματός του. «Κι αυτό δεν είναι προφητεία, μα ούτε εκατό τοις εκατό επιθυμία, αλλά κάτι σαν σχέδιο, σαν σενάριο αγρύπνιας, γραμμένο στο πόδι, υπαγορευμένο από την απελπισία. Θέλει να διαβλέψει ένα μέλλον που ν’ αντιπαρέρχεται το παρόν· τακτοποιεί τα γεγονότα όπως του αρέσει, όπως θέλει, με αγάπη, έτσι ώστε να προφυλάξει απ’ το παρόν το μέλλον».
Το δεύτερο μέρος («Χειμώνας») ξεκινά με το επίγραμμα του Τζων Άσμπερι «Life as a book that has been put down» (ο Αχιλλέας Κυριακίδης μεταφράζει: Η ζωή ως βιβλίο που το’χεις παρατήσει στη μέση), εφόσον ο Σάμπρα εισάγει την αυτοτέλεια μιας μικρής αφήγησης στον κύριο κορμό του έργου του. Αυτό το μπονζάι δεν είναι παρά μια ρέπλικα δέντρου σε μικρογραφία. Το περιέχον —μορφή, μηχανισμός, συγγραφική σύμβαση— είναι το σύνολο της πειραματικής λογοτεχνίας που ξεκινά ήδη στη δεκαετία του πενήντα, ενώ το περιεχόμενο είναι ένα ζωντανό δέντρο, με άλλα λόγια η «πραγματική» ένταξη του προσώπου στον κόσμο που τον περιβάλλει. Το αξιοπερίεργο είναι το πώς ο Χουλιάν μετατρέπεται, στους κόλπους της ίδιας του της ιστορίας, σε δευτερεύοντα χαρακτήρα, δηλαδή ο αφηγητής υποτάσσεται στο αφήγημα. Έχουμε εδώ να κάνουμε με το ποσοστό αλήθειας που περιέχουν οι ιστορίες που επινοούμε για τους εαυτούς μας. Θεωρώντας πως η αλήθεια αυτή είναι βαρύνουσα, συμπεραίνουμε πως δεν πρόκειται για κάποιο είδος μετα-λογοτεχνίας, παρά για την αναπαράσταση του περίπλοκου τρόπου με τον οποίον εξυφαίνουμε το αφήγημα της ζωής μας: «Όμως όχι: η μνήμη δεν είναι καταφύγιο. Μένει ένα ασυνάρτητο ψέλλισμα ονομάτων δρόμων που δεν υπάρχουν πια».
* Στην κεντρική φωτογραφία πίνακας του Jorge Gallego Garcia.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Προσηλώσου στο ρεύμα: η γέφυρα προχωράει, εμείς προχωράμε, το νερό είναι ήρεμο, λιμνάζει. Αυτό της έλεγε ο Χουλιάν, ο πατριός της, στη γέφυρα όπου συνήθιζε να την πηγαίνει όταν ήταν μικρή. Στην αρχή είναι δύσκολα, αλλά μετά συνηθίζεις, είναι σαν αυτές τις περίεργες ζωγραφιές που πρέπει να τις κοιτάζεις πολλή ώρα ώσπου να εμφανιστεί μια φιγούρα, ένας δράκοντας, μια αρκούδα, ένα πρόσωπο. Κοίταξε πάλι, συγκέντρωσε το βλέμμα σου, κάρφωσέ το στο νερό ώσπου να νιώσεις ότι προχωράς, ότι η γέφυρα προχωράει, ώσπου το ποτάμι να πάψει να’ναι ποτάμι. Το νερό κόβει ταχύτητα, και τώρα είσαι εσύ αυτή που προχωράει στο νερό, πάνω σε μια βάρκα».
Η ιδιωτική ζωή των δέντρων
Alejandro Zambra
Μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης
Ίκαρος 2017
Σελ. 100, τιμή εκδότη €12,00