Αστυνομικά μυθιστορήματα tartan noir και τρεις αντιπροσωπευτικοί σκωτσέζοι συγγραφείς.
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς, οι πωλήσεις των αστυνομικών μυθιστορημάτων αποτελούν το 25-40% των πωλήσεων λογοτεχνικών βιβλίων στον δυτικό κόσμο. Οι Σκανδιναβοί συνετέλεσαν στη δημοτικότητα του είδους τη νέα χιλιετία, με αποτέλεσμα αυτό που κάποτε θεωρείτο φτηνή υποκουλτούρα, να έχει αποκτήσει τους σοβαρούς θεωρητικούς και μελετητές του. Δεν ξέρω πόσο καλό είναι αυτό για ένα κατεξοχήν λαϊκό είδος, μιας και οι προφέσορες/κριτικοί έχουν την τάση να αγνοούν την αναγνωστική απόλαυση και να εστιάζουν στις κατηγοριοποιήσεις και στις σχολαστικές αναλύσεις. Για παράδειγμα, ένα ερώτημα που τους απασχολεί την τελευταία δεκαετία είναι αν υφίσταται σκοτσέζικη σχολή αστυνομικής μυθοπλασίας και σε τι διαφέρει από την αγγλική ή την ιρλανδική ομόλογό της.
Tartan noir είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα που γράφεται από Σκοτσέζους συγγραφείς και αντλεί στοιχεία από τη σκοτσέζικη λογοτεχνική παράδοση, αλλά φέρει έντονες τις επιρροές του αμερικάνικου κλασικού και σύγχρονου hardboiled.
Ο όρος tartan noir είναι επινόηση του Ίαν Ράνκιν, κατά δήλωσή του· τον επινόησε για να συστηθεί στον Τζέιμς Ελρόυ: «είμαι μεγάλος θαυμαστής σας και γράφω tartan noir». Ο Ελρόυ επανέλαβε τον όρο στο οπισθόφυλλο ενός βιβλίου του Ράνκιν («ο βασιλιάς του tartan noir»), κι ένα καινούργιο υβρίδιο αστυνομικής λογοτεχνίας γεννήθηκε. Πολλοί σκοτσέζοι συγγραφείς αστυνομικών βιβλίων τον απορρίπτουν και ισχυρίζονται ότι είναι ένας όρος-ομπρέλα που βοηθά απλώς στην προώθηση των ντόπιων συγγραφέων. Αποδεχόμενοι τον όρο, θα λέγαμε ότι tartan noir είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα που γράφεται από σκοτσέζους συγγραφείς και αντλεί στοιχεία από τη σκοτσέζικη λογοτεχνική παράδοση, αλλά φέρει έντονες τις επιρροές του αμερικανικού κλασικού και σύγχρονου hardboiled (μια γκάμα που ξεκινάει από τον Χάμετ και φτάνει ως τον Τζέημς Ελρόυ και τον Έλμορ Λέοναρντ).
Ωστόσο, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς θα πρέπει να θεωρήσουμε ως «παππού» του σκοτσέζικου αστυνομικού μυθιστορήματος τον συγγραφέα και ποιητή William McIlvanney (1936-2015), ο οποίος το 1977 ξεκίνησε μια τριλογία με ήρωα τον επιθεωρητή Laidlaw. Η τριλογία διαδραματιζόταν στη Γλασκόβη της δεκαετίας του '70, μια περίοδο κατά την οποία η φτώχεια, η βία και η εγκληματικότητα της πόλης είχαν χτυπήσει κόκκινο.
Η σταδιακή αποβιομηχανοποίηση και η αλλαγή των διαμετακομιστικών δρόμων (ο ποταμός Κλάιντ, μεγάλο εμπορικό λιμάνι, είχε νεκρώσει ήδη από τα τέλη των '50), κατέστρεψαν την εργατική και μεσαία τάξη, το ποσοστό ανεργίας ξεπέρασε το 30% και η βία πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Τα σπέρματα του tartan noir θα πρέπει να αναζητηθούν στην οικονομική κρίση που έπληξε τη Σκοτία τη δεκαετία του '70. Η σταδιακή αποβιομηχανοποίηση και η αλλαγή των διαμετακομιστικών δρόμων (ο ποταμός Κλάιντ, μεγάλο εμπορικό λιμάνι, είχε νεκρώσει ήδη από τα τέλη των '50), κατέστρεψαν την εργατική και μεσαία τάξη, το ποσοστό ανεργίας ξεπέρασε το 30% και η βία πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Επιπλέον, στις αρχές του '70 άνοιξαν οι δρόμοι των σκληρών ναρκωτικών και όλες οι Ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις -ανάμεσά τους η Γλασκόβη και το Εδιμβούργο- βρέθηκαν αντιμέτωπες με τη διακίνηση της ηρωίνης.
Εντούτοις, μπορεί η φτώχεια, η βία και τα ναρκωτικά να εξηγούν την επιρροή της αμερικάνικης hardboiled μυθοπλασίας στο tartan noir, αλλά δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε άλλους δύο παράγοντες: τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της σκοτσέζικης μυθοπλασίας που μας είναι γνωστός από τα βιβλία του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον και του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ (ο οποίος, παρότι γιος ενός Άγγλου και μιας Ιρλανδέζας, γεννήθηκε στο Εδιμβούργο κι έπλασε τον Σέρλοκ Χολμς πάνω στο πρότυπο του Σκοτσέζου καθηγητή ιατρικής Joseph Bell). Η σκοτσέζικη λογοτεχνία -όπως και η σκοτσέζικη ψυχή, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο-κλισέ- διέπεται από βαθιά μελαγχολία που δεν έχει καμία σχέση με τον εγγλέζικο ρομαντισμό, πικρό χιούμορ, πείσμα και τις συνακόλουθες αντιεξουσιαστικές τάσεις. Οι θεωρητικοί της σκοτσέζικης λογοτεχνίας μιλούν για την επονομαζόμενη Καληδονική Αντισυζυγία (Caledonian Antisyzygy), δηλαδή τις εσωτερικές αντιφάσεις της ψυχής, το διττό της ανθρώπινης προσωπικότητας και την έννοια της εξιλέωσης (χαρακτηριστικό δείγμα της Καληδονικής Αντισυζυγίας είναι Η Περίεργη Υπόθεση του Δόκτορος Τζέκιλ και του Κυρίου Χάιντ, του Ρ.Λ. Στίβενσον). Να προσθέσουμε τέλος την επιρροή της Εκκλησίας της Σκοτίας (γνωστής ως The Kirk), η οποία πρεσβεύει τον Καλβινικό Προτεσταντισμό και το «δόγμα του προορισμού».
Οι επενδύσεις στην υψηλή τεχνολογία και στην επεξεργασία των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων πετρελαίου στη Βόρεια Θάλασσα οδήγησαν σε ανάκαμψη τη σκοτσέζικη οικονομία από τα τέλη της δεκαετίας του '80. Επακόλουθο της ανάκαμψης ήταν η άνθιση που γνώρισαν τα σκοτσέζικα γράμματα και οι τέχνες, και λίγο πριν την αλλαγή της χιλιετίας έκανε αισθητή την παρουσία της η σκοτσέζικη αστυνομική μυθοπλασία. Εκτός των βιβλίων του Ίαν Ράνκιν, ελάχιστα σκοτσέζικα αστυνομικά μυθιστορήματα έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά. Ο αναγνώστης που θα θελήσει να εντρυφήσει στο είδος, θα πρέπει να τα αναζητήσει στο πρωτότυπο. Μερικά γνωστά ονόματα είναι: η Val McDermid και η Denise Mina, ο πιο ευρωπαϊκός William McIlvanney, ο Allan Guthrie και o Tony Black.
Από τα βιβλία που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά, επιλέξαμε τρεις συγγραφείς οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το φάσμα του tartan noir και των επιρροών του.
Ο Ίαν Ράνκιν είναι ο πλέον μεταφρασμένος και διαβασμένος εκπρόσωπος της σκοτσέζικης σχολής. Έγραψε την πρώτη περιπέτεια του επιθεωρητή Τζον Ρέμπους το 1987 (Knots & Crosses), και παρότι τριάντα χρόνια αργότερα τον συνταξιοδότησε (το 2007), συνεχίζει να τον ανακαλεί για να προσφέρει τη βοήθειά του στη νέα γενιά επιθεωρητών. Ο Ρέμπους θυμίζει τους ήρωες του αμερικάνικου καθαρόαιμου σκληρού αστυνομικού μυθιστορήματος: πίνει και καπνίζει πολύ, εκφράζει συντηρητικές κοινωνικά απόψεις και είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να συγκρουστεί με τους πάντες, ανεξαρτήτως συνεπειών. Μια ιδιαιτερότητά του είναι ότι ακούει παλιομοδίτικη ροκ μουσική· και μάλιστα, τρία από τα βιβλία του οφείλουν τον τίτλο τους σε άλμπουμ των Rolling Stones (Let it Bleed, Black and Blue, Beggars Banquet). Στα βιβλία του Ράνκιν συμπρωταγωνιστεί το Εδιμβούργο, μια πανέμορφη πόλη χτισμένη σε νεοκλασικό ρυθμό, με εύπορους κατοίκους, πλούσια πολιτιστική ζωή και μηδαμινά ποσοστά ανεργίας (3,6%). Μέχρι και οι κακοποιοί του Εδιμβούργου μοιάζουν πιο εκλεπτυσμένοι, αν κρίνουμε από το τελευταίο βιβλίο του, Ακόμα και τα άγρια σκυλιά· οι αληθινοί κακοί έρχονται από τη Γλασκόβη για να αλλάξουν τις ισορροπίες χρόνων. Η πλοκή των βιβλίων του Ράνκιν διανθίζεται από πολλές δευτερεύουσες ιστορίες που θίγουν κοινωνικοπολιτικά ζητήματα: τη διαφθορά των αστυνομικών, τις στενές σχέσεις της τοπικής εξουσίας με τον υπόκοσμο, τη δυσκολία αποκατάστασης της δικαιοσύνης όταν οι «κακοί» ανήκουν στην προνομιούχο τάξη. Ο Ράνκιν παρακολουθεί τον ήρωα του στις καθημερινές αγγαρείες της αντιηρωικής δουλειάς του, βάζοντας τις βάσεις του ευρωπαϊκού procedural, εμφανώς επηρεασμένος από τον Αμερικανό Ed McBain αλλά και το ζεύγος των Σουηδών Sjöwall και Wahlöö. (Τα βιβλία του Ίαν Ράνκιν κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο).
Το νέο μεγάλο όνομα του tartan noir είναι ο Μάλκολμ Μακέι, ο νεαρός που ζει στις Εβρίδες κι έγραψε την πρώτη τριλογία του πριν κλείσει τα 30 του χρόνια. Τα δύο πρώτα βιβλία της τριλογίας έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πόλις (Ο αναγκαίος θάνατος του Λούις Γουίντερ, Πώς ένας εκτελεστής λέει αντίο), ενώ περιμένουμε το τρίτο. Ο Μακέι αφηγείται τις ιστορίες του από την οπτική γωνία του υποκόσμου της Γλασκόβης, τον οποίο περιγράφει με ανατριχιαστική αληθοφάνεια. Ωστόσο η πόλη ελάχιστα εμφανίζεται στα βιβλία του, αφού όπως παραδέχεται ο ίδιος, την έχει επισκεφτεί ελάχιστες φορές και συνειδητά επέλεξε να μη δώσει το στίγμα του τόπου. Στις λογοτεχνικές επιρροές του αναφέρει τον Χάμετ και τον Έλμορ Λέοναρντ, και όντως, οι περιγραφές και οι διάλογοι του Μακέι έχουν το λιτό ύφος του Χάμετ. Ο Κάλουμ ΜακΛιν, ο βασικός του ήρωας, είναι ένας επιτυχημένος νεαρός εκτελεστής, οι συνήθειες και η ζωή του οποίου θυμίζουν τον κώδικα των σαμουράι. Η ατμόσφαιρα των δύο βιβλίων παραπέμπει επίσης στο γαλλικό neo-polar, στην απαισιόδοξη και μελαγχολική οπτική του Μανσέτ και του Ιζζό.
Η Λουίζ Γουέλς έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Το Τελευταίο Καρέ το 2002 (κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2006). Ο ήρωας της, ο Ρίλκε, ζει στη Γλασκόβη κι εργάζεται σ' ένα μεγάλο οίκο δημοπρασιών. Όταν αναλαμβάνει το άδειασμα και ξεπούλημα της οικοσκευής μιας πολυτελούς έπαυλης, ανακαλύπτει μια συλλογή πορνογραφικών φωτογραφιών (snuff) και αντιλαμβάνεται ότι για τη λήψη τους δολοφονήθηκε μια νεαρή κοπέλα. Ο Ρίλκε κάθε άλλο παρά νομοταγής πολίτης είναι, παρ' όλα αυτά αναλαμβάνει τον άθλο να εξιχνιάσει το φόνο της άγνωστης κοπέλας - ο οποίος, σημειωτέον, διαπράχθηκε πριν μερικές δεκαετίες. Οι έρευνές του τον οδηγούν στα επικίνδυνα βάθη του κυκλώματος διακίνησης πορνογραφίας της Γλασκόβης, μιας πόλης που εδώ σκιαγραφείται ως γοτθική, τρομακτική και γοητευτική συγχρόνως. Η Γουέλς γράφει σύγχρονο νουάρ, με στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ, παρότι οι σκηνές δράσεις δεν λείπουν από το μυθιστόρημα. (Τα βιβλία της Λουίζ Γουέλς κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια).
Οι Σκοτσέζοι, περήφανοι για τα πολιτιστικά τους επιτεύγματα και πρόθυμοι να αποδείξουν ότι είναι καλύτεροι από τους καταραμένους Εγγλέζους, διοργανώνουν εδώ και μια πενταετία ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ με τίτλο Bloody Scotland. Το φεστιβάλ γίνεται στο Στίρλινγκ, μια πόλη της κεντρικής Σκοτίας, και φέτος θα λάβει χώρα το τριήμερο 8-10 Σεπτεμβρίου 2017. Το φετινό πρόγραμμα δεν έχει ανακοινωθεί ακόμα, αλλά συνήθως περιλαμβάνει ομιλίες και workshop από γνωστούς συγγραφείς, σεμινάρια σε τεχνικά θέματα (εξιχνίαση κ.λπ), και κορυφώνεται πάντοτε μ' έναν ποδοσφαιρικό αγώνα συγγραφέων Σκοτίας-Αγγλίας.
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας.