Για το μυθιστόρημα του Ίαν ΜακΓιούαν Νόμος περί τέκνων (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκη).
Του Γιώργου Βέη
Επίκειται, ήδη από τις πρώτες σελίδες του άριστα συγκερασμένου αυτού μυθιστορήματος, η κατάρρευση του γάμου της άτεκνης Φιόνας Μέι, μιας καταφανώς ευσυνείδητης κι ανεπίληπτης, πλην όμως «εγωίστριας, δύστροπης, ψυχρά φιλόδοξης και στοχοπροσηλωμένης» πολύπειρης νομικού, η οποία εκδικάζει στο βρετανικό Ανώτατο Δικαστήριο κατά κανόνα εξαιρετικά στριφνές υποθέσεις που εμπίπτουν στο δαιδαλώδες οικογενειακό δίκαιο. Οι αλλεπάλληλες «παράξενες αντεγκλήσεις, οι ειδικές εκκλήσεις, οι ενδόμυχες ψευδοεξομολογήσεις και οι εξωτικές αλληλοκατηγορίες» είναι επόμενο συχνά πυκνά να την εξαντλούν πνευματικά και σωματικά. Η νομολογία έχει εισέλθει κι εγκατασταθεί για τα καλά στη ζωή της. Επιστρέφοντας στην οικογενειακή εστία αναζητά, όπως θα περίμενε κανείς, θάλπος και γιατί όχι ηδονές. Ό,τι δηλαδή απολαμβάνει ακωλύτως επί σειρά ετών. Αλλά ο «ανήσυχος σύζυγός της στην τελευταία του ζαριά», ένας εστέτ του λόγου, πενήντα εννέα ετών ή εξήντα όπως ισχυρίζεται η ανυπεράσπιστη, λίαν ευάλωτη εν τέλει Φιόνα, ομολογεί ευθέως ότι μόλις προσφάτως έχει αποφασίσει να ξενοκοιμάται συστηματικά. Ο όψιμος δεσμός του με μιαν ευειδή διαχειρίστρια στατιστικών δεδομένων δείχνει ότι συνιστά προϊόν των τυπικά σπασμωδικών αντιδράσεων ενός διχασμένου άρρενος. Εξειδικευμένος μελετητής του έργου του Βιργιλίου, ακούει στο όχι και πολύ εύηχο όνομα Τζακ. Περιττό να τονίσω ότι παραπέμπει εμμέσως πλην σαφώς στον συνονόματο συμπατριώτη του Αντεροβγάλτη.
H Φιόνα αναρωτιέται δικαίως μήπως η αγάπη που είχε χάσει ήταν γι΄ αυτή μια σύγχρονη μορφή ευυποληψίας, μήπως αυτό που φοβόταν δεν ήταν η περιφρόνηση και ο εξοστρακισμός, όπως στα μυθιστορήματα του Φλομπέρ και του Τολστόι, αλλά ο οίκτος.
Έτσι η Φιόνα αναρωτιέται δικαίως «μήπως η αγάπη που είχε χάσει ήταν γι΄ αυτή μια σύγχρονη μορφή ευυποληψίας, μήπως αυτό που φοβόταν δεν ήταν η περιφρόνηση και ο εξοστρακισμός, όπως στα μυθιστορήματα του Φλομπέρ και του Τολστόι, αλλά ο οίκτος». Μάλιστα, κατά μια ψυχραιμότερη, πλέον αντικειμενική εκτίμηση των πραγμάτων στο σύνολό τους, η «μετατροπή της σε αντικείμενο γενικευμένου οίκτου» είναι σχεδόν δεδομένη. Η θλιβερή αυτή κατάληξη συνιστά στην προκειμένη περίπτωση «μια μορφή κοινωνικού θανάτου». Το γεγονός ότι την υστάτη στιγμή ο γάμος της θα αναγεννηθεί από τις νωπές στάχτες του, οφείλεται στους υποδειγματικούς χειρισμούς του θέματός της από την πρόνοια του Ίαν ΜακΓιούαν. Κρίσιμο ρόλο στην εξέλιξη της σύμμετρης αυτής αφήγησης θα παίξει η επίλυση μιας επείγουσας, κάθε άλλο παρά ασυνήθιστης υπόθεσης: ο δεκαπεντάχρονος Άνταμ, το όνομα του οποίου μας δείχνει αβίαστα προς τη σημειολογία του προπάτορα βιβλικού Αδάμ, είναι δεδηλωμένος μάρτυς του Ιεχωβά. Αρνείται τη συγκεκριμένη θεραπεία, η οποία θα τον σώσει από τον επερχόμενο θάνατο, πιστεύοντας ακράδαντα ότι η απολύτως αναγκαία, κατά την επαγγελματική γνώμη του θεράποντος ιατρού, μετάγγιση αίματος θα του προκαλέσει τον ηθικό του θάνατο.
Εννοείται ότι η πίεση των ομοθρήσκων γονέων του και βεβαίως των λοιπών συντρόφων, μαρτύρων του Ιεχωβά, συμβάλλει αποφασιστικά στη παράταση της σκλήρυνσης της στάσης του νεαρού νοσηλευομένου. Ο χρόνος κυλάει επικίνδυνα. Το Ανώτατο Δικαστήριο καλείται να επέμβει. Η Φιόνα αναλαμβάνει να λύσει το γόρδιο δεσμό. Η κοσμική δικαιοσύνη οφείλει να επιβάλει τη διατήρηση της ζωής εκεί ακριβώς όπου το ανελαστικό δόγμα επιτάσσει με ιδιαίτερη σφοδρότητα παράδοση άνευ όρων στον θάνατο.
Mε αξιοθαύμαστη πράγματι αυτοκυριαρχία, προσφεύγει, ως γνήσια απόγονος του Χιουμ, στη λογική θεώρηση των όντων, υπακούει στις εντολές ενός πανίσχυρου ενστίκτου επιβίωσης, δεν παύει ούτε στιγμή να ερμηνεύει το Νόμο αυθεντικά.
Η συγκυρία των δύο επαπειλουμένων θανάτων, δηλαδή του πιστού Άνταμ και του γάμου της Φιόνας με τον Τζακ, οδηγεί τη δικαστίνα όχι σε παράκρουση, αλλά σε ψυχική εγρήγορση. Αναλαμβάνει δυνάμεις, με αξιοθαύμαστη πράγματι αυτοκυριαρχία, προσφεύγει, ως γνήσια απόγονος του Χιουμ, στη λογική θεώρηση των όντων, υπακούει στις εντολές ενός πανίσχυρου ενστίκτου επιβίωσης, δεν παύει ούτε στιγμή να ερμηνεύει το Νόμο αυθεντικά. Σέβεται δηλαδή τη συγκεκριμένη θεολογική προαίρεση του Άνταμ, αντιλαμβάνεται την ουσία των όσων πρεσβεύουν οι διάφορες θρησκευτικές ομάδες, όπως ακριβώς και η δική του, αλλά βλέπει στο βάθος του ζοφερού αυτού τοπίου να διαγράφεται, ως η μία και μόνη σωτήρια λύση, η απλή εφαρμογή του άρθρου 1(α) του Νόμου περί τέκνων (1989), ο οποίος παρέχει αυτούσιο τον τίτλο του μυθιστορήματος. Ήτοι επί λέξει: «όταν το δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την άσκηση […] της γονικής μέριμνας […] πρέπει πρωτίστως να αποβλέπει στην ευημερία του παιδιού». Ο γιατρός, εφαρμόζοντας την οικεία δικαστική απόφαση, επεμβαίνει αποτελεσματικά. Ο Άνταμ επιβιώνει παρά τη θέλησή του. Η περιορισμένη, λόγω ηλικίας, δικαιοπρακτική ικανότητά του τον απομακρύνει από το επαπειλούμενο βιολογικό του τέλος. Έστω για λίγους μήνες.
Όταν θα ενηλικιωθεί και η λευχαιμία θα επανέλθει εκδικητικά δριμύτερη, ο Άνταμ θα αρνηθεί πεισματικά μια νέα μετάγγιση. Η πορεία της ατομικής του ευημερίας αποτελεί επιτέλους προσωπική του μέριμνα. Φρονεί ότι έχει αυτονομηθεί πλήρως. Στο μεταξύ όμως έχει ερωτευθεί τη Φιόνα. Είναι ο πρώτος και ο τελευταίος του έρωτας. Τόσο απλό και τόσο μοιραίο. Της προτείνει μάλιστα να συγκατοικήσει μαζί μ' εκείνην και τον Τζακ, λειτουργώντας ως γραμματέας της, ως βοηθός τους εν γένει. Η Φιόνα διακόπτει αμέσως κάθε επαφή μαζί του. Το θανάσιμα πληγωμένο εγώ του νεαρού οδηγείται στην τελεσίδικη παύση του. Η συμπεριφορά της δικαστίνας είναι εν τέλει ακουσίως η συμπεριφορά του θανάτου. Από τροφός ζωής μεταβάλλεται σε τροφό θανάτου. Η μη μετάγγιση αίματος συμπίπτει με τη μη μετάγγιση Έρωτος. Η τραγωδία κορυφώνεται από την έλλειψη του σώματος της Άλλης. Η Φιόνα δεν μπόρεσε να αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης της ψυχικής υγείας του Άνταμ και να του συμπαρασταθεί, διευρύνοντας κατ΄αυτό τον τρόπο το πλαίσιο μιας πληρέστερης επικοινωνίας, όχι κατ΄ ανάγκην σεξουαλικής. Αλλά ήταν προετοιμασμένη άραγε για έναν τόσο δύσκολο, τόσο σύνθετο από συναισθηματικής πλευράς ρόλο; Είχε προεξοφλήσει άραγε μιαν πιθανότατα βίαιη αντίδραση του Τζακ; Η λεπτότητα των διηγητικών αποχρώσεων, η οικονομία των εκφραστικών τρόπων και η όλη κειμενική στρατηγική καθιστά το έργο αυτό υποδειγματικό. Πυκνογραμμένος αλλά όχι δυσνόητος, δραστικά λιτός αλλά όχι αποξηραμένος, ο Νόμος περί τέκνων συνιστά μάλλον το χαρακτηριστικότερο μυθιστόρημα του Ίαν ΜακΓιούαν. Η μετάφραση μεταφέρει άψογα το γράμμα και το πνεύμα του πρωτοτύπου.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή πεζών κειμένων «Ινδικοπλεύστης» (εκδ. Κέδρος).
Νόμος περί τέκνων
Ίαν ΜακΓιούαν
Μτφρ. Κατερίνα Σχινά
Πατάκης 2015
Σελ. 272, τιμή εκδότη €12,80