
Για το μυθιστόρημα του Miguel Bonnefoy Το ταξίδι του Οκτάβιο (μτφρ. Σοφία Διονυσοπούλου, εκδ. Utopia).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Στο δοκίμιό του «The Golden Alphabet» (Το χρυσό αλφάβητο) από τη συλλογή The Unexpected Universe (Το απροσδόκητο σύμπαν) ο ανθρωπολόγος και ποιητής Loren Eiseley γράφει: «Μην πιστεύετε αυτούς που μ’ όλη τους τη σοβαρότητα μας λένε ότι η γραφή ξεκίνησε με την οικονομία και την καταγραφή αγγείων με λάδι. Στην πραγματικότητα ο άνθρωπος είναι μαντικό ζώο. Καθώς υστερεί στο ένστικτο, πρέπει να αναζητεί διαρκώς νοήματα. Λησμονούμε πως, σαν ένα παιδί, ο άνθρωπος ήταν αναγνώστης προτού να γράψει· ένας αναγνώστης αυτού που ο Coleridge αποκάλεσε κάποτε παντοδύναμο αλφάβητο του σύμπαντος. Πολύ παλιά, οι πρόγονοί μας ήξεραν, όπως ακόμα ξέρει ο Εσκιμώος, ότι μια οδηγία υπάρχει κρυμμένη μες στη θύελλα ή στο χορό του σέλαος. Ότι το μέλλον μπορεί να ιδωθεί σ’ εικόνες αποτυπωμένες στο τοίχωμα μιας σπηλιάς ή στις ραγισματιές που ένας σαμάνος τις ερμηνεύει στην καμένη ωμοπλάτη ενός λαγού. Ως και το πέταγμα των πουλιών είναι μια γραφή προς ανάγνωση».
Ο Οκτάβιο, ο ήρωας του μυθιστορήματος Το ταξίδι του Οκτάβιο του Miguel Bonnefoy, όμορφα μεταφρασμένου από τη Σοφία Διονυσοπούλου, είναι αναλφάβητος. Σε μια σκηνή ταυτόχρονα συγκινητική κι αστεία, προς την αρχή του βιβλίου, ένας γιατρός τον επισκέπτεται. Έχει ξεχάσει το σημειωματάριό του, αλλά μάταια ζητάει απ’ τον Οκτάβιο χαρτί και μολύβι. Τέλος, του γράφει τη συνταγή με κάρβουνο πάνω σ’ ένα τραπέζι και του λέει να την αντιγράψει και να πάει στο φαρμακοποιό. Ο Οκτάβιο έπειτα φορτώνεται το τραπέζι με τα ακατανόητα σημάδια και ξεκινάει. Στο δρόμο συναντά τρεις άντρες που του ζητούν να τους δανείσει το τραπέζι για να παίξουν μια παρτίδα ντόμινο· έπειτα ένα παιδί ανεβαίνει στο τραπέζι για να πιάσει την μπάλα του από μια σκεπή· με τα πόδια του τραπεζιού ο Οκτάβιο αποκρούει δυο σκυλιά που του χιμούν. Όταν τέλος φτάνει στο φαρμακείο, η συνταγή έχει σβηστεί.
Η γραφή υπάρχει πριν απ’ το γράψιμό της. Στην περιπλάνησή του, με τις λογής λογής μαγικές και συναρπαστικές της περιπέτειες, ο Οκτάβιο βρίσκεται σε μια σπηλιά με σύμβολα στους τοίχους, με παραστάσεις ζώων κι αστεριών, που όμως δεν είναι καμωμένες από χέρι ανθρώπου.
Ο Οκτάβιο ντρέπεται για τον αναλφαβητισμό του, προσπαθεί πάση θυσία να τον κρύψει, φτάνοντας μέχρι το σημείο να πληγώνει ο ίδιος το χέρι του και να το δένει, για να ’χει μια δικαιολογία, που δεν μπορεί να γράψει. Στο τέλος μαθαίνει γραφή – όμως, πόσο αναλφάβητος ήταν προτού να μάθει πώς να γράφει; Ο συγγραφέας Bonnefoy νιώθει πως για τον ήρωά του ισχύει ό,τι λέει για τη γραφή ο Eiseley. Κάπου στο Ταξίδι του Οκτάβιο λέγεται: «Ο Οκτάβιο ήξερε να διαβάσει την παρουσία των πουλιών από τα ίχνη των ποδιών τους, τους αρουραίους από τα περιττώματά τους, τα μουλάρια από τ’ αποτυπώματα που άφηναν οι οπλές τους».
Η γραφή υπάρχει πριν απ’ το γράψιμό της. Στην περιπλάνησή του, με τις λογής λογής μαγικές και συναρπαστικές της περιπέτειες, ο Οκτάβιο βρίσκεται σε μια σπηλιά με σύμβολα στους τοίχους, με παραστάσεις ζώων κι αστεριών, που όμως δεν είναι καμωμένες από χέρι ανθρώπου: «Μυριάδες γενιές του φυτικού βασιλείου είχαν γευτεί αυτή την πέτρα, την ψυχρή ετούτη τροφή, καλύπτοντας με βρύα το έδαφος, με φτέρες τις γωνιές, ασκώντας νόμιμη κατοχή. Έτσι, στο Καμπανέρο η γραφή δεν είχε γεννηθεί από τον άνθρωπο. Είχε γεννηθεί από αυτή την άλογη Φύση, που τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει την τροπική της δίψα για γιγάντωση, για εξάπλωση, μεγέθυνση μέσα σε μιαν άμετρη μέθη. Είχε γεννηθεί από εκείνη τη φρενίτιδα που σε κάνει να πέφτεις στα γόνατα μπροστά σε κάθε αφθονία, σε κάθε υπερβολή. Είχε γεννηθεί από τη μυρωδιά του αλατιού που φέρνει ο άνεμος απ’ τον ωκεανό και την επιβλητική μορφή της κορυφής Χιλάρια, είχε γεννηθεί εδώ, στην παράκτια οροσειρά της Βενεζουέλας, στα κατάπυκνα δάση του Σαν Εστεμπάν».
Και η τέχνη του λόγου έχει ήδη υπάρξει πριν από τις λέξεις. Στη θέα αυτού του βιβλίου της φύσης μες στη σπηλιά, μια τελευταία ανακάλυψη περιμένει τον αναλφάβητο που πόθησε να διδαχτεί τη γραφή: «Ο Οκτάβιο ανακάλυπτε επιτέλους τη γέννηση της λογοτεχνίας, που την είχε αναζητήσει στα αναλόγια της εκκλησίας και στη διδασκαλία της Βενεζουέλας [πρόσωπο στο μυθιστόρημα κι όχι η χώρα]. Αυτό το μεγάλο βιβλίο είχε παραμείνει κλειστό για πάνω από μία χιλιετία. Είχε αντισταθεί στον χρόνο σαν την πέτρα. Η λογοτεχνία λοιπόν δεν ήταν παρά μία πέτρα».
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Το ταξίδι του Οκτάβιο
Miguel Bonnefoy
Μτφρ. Σοφία Διονυσοπούλου
Utopia 2016
Σελ. 144, τιμή εκδότη €12,50