Για το μυθιστόρημα του Philip K. Dick Τα τρία στίγματα του Πάλμερ Έλντριτς (μτφρ. Δημήτρης Αρβανίτης, εκδ. Κέδρος).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Σε μια συνέντευξη που έδωσε ο Φίλιπ Κ. Ντικ το 1976, ρωτήθηκε για το αν και κατά πόσο η επιστημονική φαντασία είναι ένα γκέτο στον χώρο της γραφής, κι εκείνος απάντησε με ένα απτό παράδειγμα: ένα βιβλίο μου, λέει, θα εκδοθεί με σκληρό εξώφυλλο ως μέινστριμ λογοτεχνία από έναν εκδοτικό οίκο, αλλά σε χαρτόδετη μορφή ως επιστημονική φαντασία από άλλον εκδοτικό οίκο. Οπότε ο Αμερικανός συγγραφέας αναγκάστηκε να επιστρέψει την ερώτηση στον συνεντευκτή: «Εσύ ποιο από τα δύο θα διαβάσεις;». Το θέμα αυτό (κατά άλλους, το πρόβλημα αυτό) φανερώνεται συχνά και στις κατηγοριοποιήσεις των βιβλιοπωλείων, που ακολουθούν τις κατηγοριοποιήσεις όπως γενικά τις θέλει η λογοτεχνική παράδοση και ειδικότερα τις καθορίζουν οι εκδότες και οι κριτικοί. (Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το αστυνομικό μυθιστόρημα, με τη διαφορά ότι σε αυτό ο συγγραφέας συνήθως επιδιώκει αυτό τον χαρακτηρισμό επειδή ξέρει ότι πουλάει.)
Έτσι, το 1984 του Όργουελ, παρότι έργο εικοτολογικό, βρίσκεται στον τομέα «Λογοτεχνία» των βιβλιοπωλείων, ενώ όλα τα βιβλία του Γουέλς, του Μπάλαρντ και του Ντικ στον τομέα «Επιστημονική φαντασία», κι έτσι πιθανότατα εκλαμβάνονται ως έργα με χαμηλότερη λογοτεχνική αξία, όντας στο συγκεκριμένο «γκέτο». Δεν είναι όμως άραγε εύλογο να αναρωτηθεί κανείς μήπως ο Γουέλς θα διαβαζόταν πολύ περισσότερο αν «αναβαθμιζόταν» στον τομέα «Λογοτεχνία»; Και ποιος θα ισχυριζόταν βάσιμα ότι ο Μπάλαρντ δεν είναι ένας μεγάλος και ρηξικέλευθος τεχνίτης του λόγου; Ή μήπως ένα είδος κρίνεται συχνά από το αν έχει «μελλοντολογικά» θέματα; (Τότε, όμως, με το να κατατάσσεται το Dune του Χέρμπερτ, ίσως το σημαντικότερο μυθοπλαστικό έργο για την οικολογική κρίση, στην «Επιστημονική φαντασία» είναι σαν τα οικολογικά προβλήματα να μην αφορούν εμάς, αλλά τις μελλοντικές γενιές). Τελευταίο ερώτημα-παράδειγμα: γιατί το Confessions of a Crap Artist (ελλ. έκδ. Πριν από το τέλος του κόσμου) του Ντικ θα το βρει κανείς στην «Επιστημονική φαντασία», ενώ είναι ένα ρεαλιστικό έργο με θέμα τη ζωή μερικών ανθρώπων στη μεταπολεμική Καλιφόρνια - με τη Λε Γκεν να συγκρίνει τον Ντικ με τον Μπόρχες, τα βιβλία του οποίου θα τα βρει κανείς πάντως στη «Λογοτεχνία», ακόμα και το Βιβλίο των φανταστικών όντων;
Υπόθεση σκόπιμα χαοτική και ευφυώς παρανοϊκή
Η υπόθεσή του είναι, όπως σε πολλά έργα του Ντικ, σκόπιμα χαοτική και ευφυώς παρανοϊκή.
Τα Τρία στίγματα του Πάλμερ Έλντριτς (1965) του Ντικ, σε μετάφραση Δημήτρη Αρβανίτη (εκδ. Κέδρος, όπως και το Ηλεκτρικό πρόβατο), είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που ανακινούν τέτοιες, και φυσικά όχι μόνο, απορίες. Η υπόθεσή του είναι, όπως σε πολλά έργα του Ντικ, σκόπιμα χαοτική και ευφυώς παρανοϊκή. Ο Μπάρνι Μάγιερσον είναι ένας επικεφαλής προγνώστης που εργάζεται στην εταιρεία «Κατασκευές Π.Π.» στη Γη, κρίνοντας και προβλέποντας την ενδεχόμενη επιτυχία ή αποτυχία προϊόντων προς κατασκευή. Έχει σχέση και συνεργασία με την επίσης προγνώστρια Ρόνι Φουγκέιτ, η οποία ωστόσο απειλεί να του πάρει τη θέση. Παρά την τραγική υπερθέρμανση του πλανήτη στον 21ο αιώνα, όπου τοποθετείται η ιστορία, και το γεγονός πως η ζωή του Μάγιερσον είναι ακόμα υποφερτή (του το λέει η βαλίτσα του ψυχιάτρου του, του δρος Σμάιλ, η οποία μετράει το στρες του σε μονάδες Φρόιντ…) λαμβάνει ειδοποίηση για να εξοριστεί σε κάποια από τις αποικίες που έχουν κατασκευαστεί σε διάφορους πλανήτες, από τις οποίες δεν υπάρχει καμιά προοπτική «αποστρατείας» και επιστροφής στη Γη.
Κατασκευαστής και έμπορός του είναι ο «διαπλανητικός μεγαλοβιομήχανος» Πάλμερ Έλντριτς, που με σύνθημα «Ο Θεός υπόσχεται αιώνια ζωή. Εγώ την παραδίδω» αποβλέπει στην απόλυτη εξουσία μέσω ελέγχου των μυαλών, «μια μορφή αυτού που έλεγαν πλύση εγκεφάλου».
Ο Λίο Μπουλέρο, ιδιοκτήτης της εταιρείας και ένας «εξελιγμένος» άνθρωπος, κατηγορείται ότι πουλά λαθραία το παραισθησιογόνο ναρκωτικό Καν-Ντι στις αποικίες, το οποίο λαμβάνεται για να αντιμετωπίζεται η άθλια ζωή εκεί. Το ναρκωτικό έχει την ιδιότητα της μετουσίωσης των χρηστών μέσω της προσωρινής συγχώνευσης των μυαλών τους σε ένα σύμπαν κοινών ψευδαισθήσεων στο οποίο κυριαρχούν τα αντικείμενα-μινιατούρες που κατασκευάζει η εταιρεία γύρω από τις κούκλες Γουόλτ και Πέρκι Πατ (Π.Π.). Στο μεταξύ κυκλοφορεί η φήμη πως ένα ανταγωνιστικό ναρκωτικό θα εμφανιστεί στην πιάτσα, το Τσου-Ζεντ, και μάλιστα με στόχο να διατίθεται νόμιμα ακόμα και στη Γη, χωρίς παράλληλα να χρειάζεται τα κατασκευασμένα αντικείμενα για να δρα. Κατασκευαστής και έμπορός του είναι ο «διαπλανητικός μεγαλοβιομήχανος» Πάλμερ Έλντριτς, που με σύνθημα «Ο Θεός υπόσχεται αιώνια ζωή. Εγώ την παραδίδω» αποβλέπει στην απόλυτη εξουσία μέσω ελέγχου των μυαλών, «μια μορφή αυτού που έλεγαν πλύση εγκεφάλου». Ο Έλντριτς αξιώνει το ναρκωτικό αυτό να μην προσφέρει μια απλώς εικονική μετουσίωση, αλλά μια ουσιαστική μετενσάρκωση του χρήστη. Όταν, ωστόσο, ο προγνώστης προβλέψει ότι ο Μπουλέρο θα σκοτώσει τον Έλντριτς, τα πράγματα λαμβάνουν παράξενη τροπή, που περιπλέκεται διαρκώς από την (παρ)αίσθηση των χρηστών πως το νέο ναρκωτικό μεταλλάσσει τη φύση τους. Στην πορεία θα εμπλακούν πολλά ακόμα πρόσωπα, καθένα με τις ιδιαίτερες επιδιώξεις του, τα οποία πασχίζουν να επιβιώσουν και να βγάλουν άκρη μες στον διασαλευμένο κόσμο (τους), με τις ρήξεις και τις ανατροπές να μην έχουν τελειωμό.
Ποια είναι τα τρία στίγματα του Ντικ;
Ποια είναι τα τρία στίγματα του Ντικ; Προσωπικά, θα τα μεθερμήνευα ως τρία είδη αγωνίας: τη συνειδησιακή-υπαρξιακή, τη μεταφυσική-θρησκευτική και την υλική-ιστορική.
Ας ανακαλύψει όμως ο αναγνώστης ποια είναι τα τρία στίγματα του Έλντριτς και τι συμβολίζουν. Ποια είναι τα τρία στίγματα του Ντικ; Προσωπικά, θα τα μεθερμήνευα ως τρία είδη αγωνίας: τη συνειδησιακή-υπαρξιακή, τη μεταφυσική-θρησκευτική και την υλική-ιστορική (ακολουθώντας, μεταξύ άλλων, όσα γράφει ο αφηγητής για την «κακόβουλη, αρνητική τριάδα της αποξένωσης, της ασαφούς πραγματικότητας και της απόγνωσης»). Η συνειδησιακή-υπαρξιακή αγωνία αφορά στο ζήτημα της αυθεντικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης, που είναι κεντρικό στο ευρύτερο έργο του Ντικ. Οι χαρακτήρες του αναρωτιούνται ασταμάτητα ποιοι είναι, πού βρίσκονται και γιατί, πώς διακρίνονται από άλλες μορφές ύπαρξης (ανδροειδή, ρομπότ, κλώνους, ομοιώματα κ.λπ.). Στο συγκεκριμένο βιβλίο οι χαρακτήρες του Ντικ είναι κοσμοπολίτες, αλλά με μια αρνητική έννοια του όρου: δεν έχουν σταθερή πατρίδα, μοιάζουν με ούτως ειπείν μόνιμους ταξιδιώτες, έτοιμους να σταλούν στο σύμπαν το εξώτερο. Είμαστε «ξένοι οδοιπόροι […] η Γη παύει να είναι ο φυσικός μας κόσμος […] Δεν έχει μείνει κόσμος για μας!». Αποξενωμένοι και από τον εαυτό τους και από τον κόσμο.
Στον Ντικ η θρησκευτική πίστη δεν οδηγεί στη δογματική βεβαιότητα, αλλά σε έναν αφόρητο σκεπτικισμό.
Η δεύτερη μορφή αγωνίας αφορά στις μεταφυσικές αναζητήσεις των χαρακτήρων γενικά και στις θρησκευτικές ειδικότερα. Εδώ η πίστη του Ντικ στον γνωστικισμό διαποτίζει την όλη προβληματική, παρότι εμφανίζονται πολύ συχνά και άλλες αιρέσεις στα βιβλία του, και ασφαλώς οι μεγάλες θρησκείες. Το ερώτημα είναι: τι είναι πραγματικότητα και ποιος την καθορίζει; Υπάρχει αντικειμενικός κόσμος και ποιος βρίσκεται, αν βρίσκεται κάποιος, πίσω του; Ποιος κινεί τα νήματα και πώς μπορούμε να τον/την/το γνωρίσουμε; Εδώ, ο Πάλμερ Έλντριτς είναι ένα άλλο όνομα για τον Κακό Δημιουργό της γνωστικιστικής αίρεσης – ωστόσο στις συζητήσεις για την ύπαρξή του περιπλέκονται και άλλες θρησκείες, από τον βουδισμό ώς τον κατεξοχήν χριστιανισμό. Ο ίδιος εμφανίζεται με διάφορες μορφές, φυσικές και τεχνητές, κοσμικές και υπερβατικές, είναι πανταχού παρών και μαζί ανύπαρκτος, κάτι σαν θεάνθρωπος που υπεισέρχεται σε όλους και σε όλα, μπλέκοντας τους χαρακτήρες σε ένα κουβάρι ιδεών και εμπειριών όπου δεν μπορούν να διαχωρίσουν πραγματικότητα και φαινομενικότητα, ουσία και συμβεβηκότα. Στον Ντικ η θρησκευτική πίστη δεν οδηγεί στη δογματική βεβαιότητα, αλλά σε έναν αφόρητο σκεπτικισμό.
Οι θεοί των σύγχρονων ανθρώπων μοιάζει, σε αυτή τη μορφή αγωνίας, να είναι υλικά προϊόντα και η μόνη ικανοποίηση να μπορεί να προέλθει από τη χρήση τους, έστω και με μεταφορικό τρόπο.
Η τρίτη μορφή αγωνίας, αυτή που αφορά στην υλική ιστορία και εξέλιξη του κόσμου, εμφανίζεται κυρίως με τη μορφή του υπερκαταναλωτισμού σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον, αυτό που βίωνε ο Ντικ στις ΗΠΑ του 20ού αιώνα και στο εν λόγω μυθιστόρημα το προβάλλει ακόμα πιο προηγμένο, και συμπαντικό, στον 21ο. Οι θεοί των σύγχρονων ανθρώπων μοιάζει, σε αυτή τη μορφή αγωνίας, να είναι υλικά προϊόντα και η μόνη ικανοποίηση να μπορεί να προέλθει από τη χρήση τους, έστω και με μεταφορικό τρόπο (βλ. το παντοδύναμο σπρέι Ubik από το ομώνυμο βιβλίο του, ενώ η ιδέα της Πέρκι Πατ έχει μάλλον προέλθει από την Μπάρμπι, που λανσαρίστηκε πέντε χρόνια προτού γραφτεί το βιβλίο). Σε αυτό το πλαίσιο ειδικά, ο Ντικ αξιοποιεί το ειρωνικό ύφος για να σαρκάσει ορισμένα τεχνουργήματα: π.χ. την ψυχιατρική βαλίτσα, ή και τη «συσκευή, που μόλις κυκλοφόρησε στη Γη», στην οποία πετά κανείς έργα τέχνης και ρυθμίζει το μέγεθος, το είδος, τον δείκτη τεχνοτροπίας κ.λπ. έτσι ώστε να εμφανίζονται όπως θέλει, τεχνουργήματα που εντέλει δεν φαίνεται να πληρούν τη ζωή αλλά να την οδηγούν σε μιαν άλλου τύπου απόγνωση. Παράλληλα, αυτή η μορφή αγωνίας γειώνει το έργο από τα μεταφυσικά ύψη του, φέρνοντας τις φανταστικές τεχνολογικές επινοήσεις αρκετά κοντά σε ό,τι ήδη υπάρχει ή ετοιμάζεται: εργάτες-ρομπότ, διαπλανητικά ταξίδια, θεραπείες για την επιτάχυνση της εξέλιξης, αλλά και τους προγνώστες, που μπορούν απλώς να θεωρηθούν υπερβολικά διορατικοί άνθρωποι, αφού δεν γνωρίζουν ακριβώς το μέλλον («Μπορεί να είναι προγνώστης, αλλά δεν παύει να είναι άνθρωπος», διαβάζουμε σε ένα σημείο). Μήπως και ο ίδιος ο Ντικ δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένας σπουδαίος προγνώστης (όπως, με άλλους τρόπους, ο Πίντσον και ο Μπάροουζ και ο Μπάλαρντ) της μεταμοντέρνας παράνοιας;
Χρήστης ουσιών και υπολογιστών
Ο ίδιος ο Ντικ ήταν χρόνιος χρήστης, έζησε στις δυτικές ΗΠΑ όπου η χρήση ναρκωτικών, ιδίως ψυχεδελικών, ήταν ευρέως διαδεδομένη μετά τη δεκαετία του ’50 γεννώντας τη σχετική κουλτούρα, ενώ και πολλοί φίλοι του ήταν εξαρτημένοι.
Τα τρία είδη αγωνίας διαπλέκονται αξεδιάλυτα, αλλά και διαποτίζονται από το ζήτημα των ναρκωτικών ουσιών, οπότε τα Τρία στίγματα του Πάλμερ Έλντριτς θα μπορούσαν να διαβαστούν και υπό αυτό το πρίσμα. Ο ίδιος ο Ντικ ήταν χρόνιος χρήστης, έζησε στις δυτικές ΗΠΑ όπου η χρήση ναρκωτικών, ιδίως ψυχεδελικών, ήταν ευρέως διαδεδομένη μετά τη δεκαετία του ’50 γεννώντας τη σχετική κουλτούρα, ενώ και πολλοί φίλοι του ήταν εξαρτημένοι (εξού και αφιέρωσε το μυθιστόρημα Έρευνα στο σκοτάδι σε φίλους που διέλυσαν ή και έχασαν τη ζωή τους από την κατάχρηση). Σε φράσεις όπως «Από τη στιγμή που παίρνεις Τσου-Ζεντ, έχεις παραδοθεί. […] Όπως η αμαρτία, σκέφτηκε ο Μπάρνι Μάγιερσον. Είναι η προϋπόθεση της σκλαβιάς. Όπως η Πτώση. Και ο πειρασμός είναι παρόμοιος» ή «Όλοι όσοι πήραν αυτό το απαίσιο πράγμα έγιναν κάποια στιγμή φαντάσματα», διαπιστώνουμε μία ακόμα πτώση μετά την Πτώση, τη δυναμική του εθισμού που σήμερα (παρά το ότι η χρήση ουσιών και αλκοόλ ουδόλως έχει μειωθεί παγκοσμίως) θα μπορούσαμε να τη δούμε και κάπου αλλού: στον κυβερνοχώρο και το εικονικό σύμπαν του στο οποίο σερφάρουμε, ταξιδεύουμε, «τριπάρουμε». Όταν ο Γκίμπσον, δύο δεκαετίες αργότερα, θα γράψει στον Νευρομάντη για τη «συναινετική παραίσθηση» του κυβερνοχώρου (λέξη δικής του επινόησης), ουσιαστικά εμπνέεται και από τον Ντικ, αφού τόσο για τις ουσίες όσο και τους υπολογιστές χρησιμοποιούμε την ίδια λέξη: χρήστης.
Ο Λένον είχε εντυπωσιαστεί από το βιβλίο και είχε δείξει ενδιαφέρον να το κάνει ταινία.
O βιογράφος του Ντικ, Lawrence Sutin, θεωρεί δικαίως τα Τρία στίγματα του Πάλμερ Έλντριτς ένα από τα καλύτερα έργα του βαθμολογώντας το με δεκάρι (μόνο σε άλλα δύο μυθιστορήματα, από τα περίπου σαράντα του Ντικ, δίνει άριστα), ενώ αναφέρει πως ο Λένον είχε εντυπωσιαστεί από το βιβλίο και είχε δείξει ενδιαφέρον να το κάνει ταινία. Αλλά και πιο πρόσφατα ο Τζον Γκρέι βάζει ως μότο στην τελευταία μελέτη του, Η ψυχή της μαριονέτας, την πρώτη πρόταση του βιβλίου: «Θέλω να πω τελικά: πρέπει να σκεφτείτε ότι είμαστε φτιαγμένοι από χώμα», δείγμα πως είναι ένα λογοτεχνικό έργο που εξακολουθεί να προκαλεί συζητήσεις: ένα αγωνιώδες, προφητικό μυθιστόρημα με οντολογικούς και μεταφυσικούς προβληματισμούς, γοητευτικό μες στην εκκεντρική ανοικειότητά του.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα ««Αίμα μηχανή» (εκδ. Γαβριηλίδη).
Τα τρία στίγματα του Πάλμερ Έλντριτς
Philip K. Dick
Μτφρ. Δημήτρης Αρβανίτης
Κέδρος 2016
Σελ. 296, τιμή εκδότη €13,50