Για το μυθιστόρημα της Emily St. John Mandel, «Σταθμός έντεκα» (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδ. Ίκαρος).
Του Νίκου Ξένιου
Η κοινωνία αφανίζεται εντός σαράντα οκτώ ωρών από μια επιδημία Γεωργιανής Γρίππης και οι ελάχιστοι επιζήσαντες εκτιμούν πως το ενενήντα εννιά κόμμα ενενήντα εννιά τοις εκατό των συνανθρώπων τους έχει πεθάνει. Το μυθιστόρημα Σταθμός Έντεκα της Έμιλυ Μαντέλ ξεκινά από το τελευταίο εικοσιτετράωρο του Παλιού Κόσμου και κάνει ένα χρονικό άλμα είκοσι χρόνια μετά (στο Έτος Είκοσι), για ν’ ακολουθήσει τους ήρωες στην περιπλάνησή τους στην περιοχή του Τορόντο. Ο κύριος χαρακτήρας του βιβλίου, η Κίρστεν, που όταν έπεσε η επιδημία ήταν οκτώ χρονών, είναι τώρα μέλος του θιάσου «Περιπλανώμενη Συμφωνία», ενώ έχει διαγράψει από τη μνήμη της τη φρίκη του Έτους Ένα, τότε που οι επιζήσαντες της κατακλυσμιαίας επιδημίας μαζεύονταν σε παλιούς μύλους για ν’ ακούσουν την Οργή του Θεού από το στόμα αυτόκλητων Προφητών. Ένα καλογραμμένο βιβλίο που όμως δεν μάς έκανε να ανατριχιάσουμε.
Εφιαλτικό το πεπρωμένο της ανθρωπότητας
Στο τέταρτο, αυτό, μυθιστόρημά της η καναδή συγγραφέας προφητεύει δυσοίωνα για τον πολιτισμό μας, επιφυλάσσοντας στην Τέχνη κεντρική θέση στα στοιχεία που θα επιβιώσουν της καταστροφής. Κάποια κατάλοιπα του παλιού κόσμου συνθέτουν ένα μικρό Μουσείο Μνήμης στο καταφύγιο ενός εγκαταλελειμμένου αεροδρομίου: οι επιζήσαντες νοσταλγούν τα σοκολατένια cookies και τα iphones μιας άλλης εποχής και οι νεώτεροι απ’ αυτούς δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη μεταφορική έννοια λέξεων του παρελθόντος, απλούστατα γιατί η γύρω τους πραγματικότητα δεν τους προσφέρει ούτε καν την κυριολεκτική έννοια.
Στο τέταρτο, αυτό, μυθιστόρημά της η καναδή συγγραφέας προφητεύει δυσοίωνα για τον πολιτισμό μας, επιφυλάσσοντας στην Τέχνη κεντρική θέση στα στοιχεία που θα επιβιώσουν της καταστροφής.
Ο ηθοποιός Άρθουρ Λιάντερ, που πέθανε από ανακοπή εκείνο το τελευταίο βράδυ του παλαιού κόσμου την ώρα που ερμήνευε Βασιλιά Ληρ επί σκηνής, έχει αφήσει ανεξίτηλα το ίχνος του στην καρδιά της τότε μικρής Κίρστεν. Η post-mortem συγκέντρωση στο μπαρ του θεάτρου για να γίνουν τα απαραίτητα κουτσομπολιά για τον τεθνεώτα αγνοούν την καλπάζουσα απειλή της Γεωργιανής Γρίππης. Με έντονη ειρωνεία και αποστομωτική ταχύτητα η συγγραφέας «ανοίγει τον τάφο» σε όλους τους παρευρισκόμενους. Οι διάλογοι και οι επιβλητικές εικόνες κάποιων κεφαλαίων αντλούνται από ένα κόμικ του παλαιού κόσμου που έχει τον τίτλο «Σταθμός Έντεκα» και είναι γραμμένο από μια πρώην σύζυγο του νεκρού ηθοποιού. Η συγγραφέας αξιοποιεί τα διασωθέντα αποσπάσματα του χαμένου κόμικ για να συνδέσει τα μέρη του βιβλίου της.
Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος εναλλάσσεται η αναδρομική αφήγηση της ζωής του ηθοποιού Άρθουρ Λιάντερ, με σκηνές από την πορεία του θιάσου «Περιπλανώμενη Συμφωνία» και της σχεδόν τριαντάχρονης, πια, Κίρστεν στα δύσβατα, μεταπυρηνικά τοπία του νέου κόσμου. Οι σκηνές δημιουργούν ένα συνεχές πήγαιν’έλα ανάμεσα στα δυο διαφορετικά χρονικά πλαίσια, διαγράφοντας τον χαρακτήρα της Κίρστεν κι εκείνον της Μιράντα, της συγγραφέως του «Σταθμού Έντεκα», ενός κόμικ που θα διαδραματίσει τον ρόλο τοτέμ για τον παλιό κόσμο, ενώ αντανακλά, ταυτόχρονα, τον νέο: με σαρκαστικό τρόπο το κείμενο ενός απλού κόμικ παρερμηνεύεται ως προφητικό και προσλαμβάνει μυστηριώδη, μαγικό χαρακτήρα. Ο «Σταθμός Έντεκα» (το κόμικ μέσα στο κείμενο) είναι ένα επινοημένο Φυλάκιο Διαστήματος και οι χαρακτήρες του είναι πλαστοί. Είναι, όμως, παράλληλα, ένας σαφής υπαινιγμός για τη δύναμη και τη γοητεία της Τέχνης.
Άγνωστο το ατομικό πεπρωμένο των ηρώων
Η συγγραφέας επινοεί ένα μπουλούκι ηθοποιών που περιφέρονται στον Νέο Κόσμο και παρουσιάζουν έργα του Σαίξπηρ. Οι άνθρωποι επιστρέφουν στη νομαδική ζωή, αναβιώνοντας τον Μεσαίωνα, γεμάτοι απορίες για τους δικούς τους, που χάθηκαν μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα, γεμάτοι πικρία για την επανέναρξη της κλεψύδρας του γήινου χρόνου από το μηδέν. Ο κάθε καλλιτέχνης της ομάδας συστήνεται με όνομα που παριστά το όργανο που παίζει. Ταυτότητα μηδέν, μόνον η ιδιότητα επιβιώνει. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του Σαίξπηρ, που δημιούργησε τις τραγωδίες του σ’ ένα αντίστοιχα ζοφερό σκηνικό επιδημικών ασθενειών, σκοταδισμού και περιπλάνησης. Το motto του περιπατητικού αυτού θιάσου, αντλημένο από το Star Trek, είναι: «Η επιβίωση δεν αρκεί». Ένα ακόμη μοτίβο που συγκινεί τους επιβιώσαντες είναι το σαρτρικό: «Η Κόλαση είναι οι Άλλοι».
Η συγγραφέας επινοεί ένα μπουλούκι ηθοποιών που περιφέρονται στον Νέο Κόσμο και παρουσιάζουν έργα του Σαίξπηρ. Οι άνθρωποι επιστρέφουν στη νομαδική ζωή, αναβιώνοντας τον Μεσαίωνα, γεμάτοι απορίες για τους δικούς τους, που χάθηκαν μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα, γεμάτοι πικρία για την επανέναρξη της κλεψύδρας του γήινου χρόνου από το μηδέν.
Ονειρική ατμόσφαιρα και απόδοση του πανικού στις σκηνές των πρώτων ημερών μετά την επιδημία, έντονη νοσταλγία που κορυφώνεται όσο προχωρά το βιβλίο, έμμεση κριτική στην παρασιτική διάδοση των κοινωνικών δικτύων και τον καταλυτικό ρόλο του CNN στη ζωή του μέσου δυτικού ανθρώπου. Παράλληλα, απόλυτη μοναξιά του εναπομείναντος, σε συνδυασμό με απώλεια μνήμης της ανθρωπότητας: σενάριο ξαναειδωμένο, τόσο από τη λογοτεχνία, όσο και από τον κινηματογράφο, δοσμένο, ωστόσο, με μια φρεσκάδα και ειλικρίνεια μοναδική. Νοσοκομεία που αρνούνται να βοηθήσουν όσους έχουν προσβληθεί, αεροπλάνα που απαγορεύεται να αποβιβάσουν τους ήδη προσβεβλημένους από τον ιό επιβάτες τους, έλλειψη τροφίμων, σκεπασμάτων, καταλυμάτων, μεταφορικών μέσων, ενέργειας και πληροφορίας, ένα χιονισμένο τοπίο και πολλή βία συνθέτουν το εκθηριούμενο, ηθικά σαθρό σκηνικό ατομικής επιβίωσης αυτής της «μετά τη γρίππη» Αμερικής.
Ένα κείμενο νεορρομαντικό
Είναι, πάνω απ' όλα, ένα ρομαντικό μυθιστόρημα, εφόσον τα μέλη αυτού του μπουλουκιού αναζητούν την προσωπική τους μοίρα σ’ ένα άξενο και διψασμένο περιβάλλον ερήμωσης (αυτό της περιοχής Great Lakes) με ευαγγέλιο τα έργα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Στην περιοχή St. Deborah by the Water ένας μισότρελλος -και φυσικά αυτόκλητος- προφήτης τα βάζει με τα μέλη της «Περιπλανώμενης Συμφωνίας». Οι ήρωες κινούνται σε έναν κόσμο λίγο-πολύ γνώριμο από τα ιστορικά μας διαβάσματα, έναν κόσμο χωρίς ρεύμα και τρεχούμενο νερό, χωρίς βενζίνη, που δεν είναι πρωτόγονος, ούτε και «σύγχρονος». Ωστόσο, οι ήρωές του παίρνουν το σχήμα, το δέμας, τα χρώματα, τα υλικά και την πλοκή χαρακτήρων κόμικ και, ως εκ τούτου, παραμένουν σκιώδεις, ίσως γιατί οι ενασχολήσεις τους δεν αρκούν για να τους βγάλουν από το κάπως «χάρτινο» περίβλημά τους: θα ’λεγα πως πρόκειται για χαρακτήρες στερεοτυπικούς, παρά το γεγονός ότι η συγγραφέας επιστρατεύει ένα σωρό καταγεγραμμένες λεπτομέρειες του κόσμου μας για να τους κάνει αληθοφανείς. Έπειτα, η αυτογνωσία στο βιβλίο αυτό παρουσιάζεται ως μια σχετικά εύκολη διεργασία, τοποθετημένη σε μια δύσκολη περίσταση. Είναι, αυτό, μια ενδιαφέρουσα αποκάλυψη για τον αναγνώστη, που μπορεί κάλλιστα να ταυτισθεί με την ατμόσφαιρα ενός εικονογραφημένου βιβλίου και να υποβληθεί σ’ αυτήν, χωρίς να στερηθεί τη λογοτεχνική απόλαυση και χωρίς να αναζητήσει την πραγματολογική τεκμηρίωση. Τον μάταιο κόσμο της αυτοπραγμάτωσης μέσα από την ύλη έχει διαδεχθεί ένας κόσμος απόλυτης ματαίωσης της ύλης και αναζήτησης μιας πνευματικότερης εκδοχής ζωής: η πρόταση της Μαντέλ είναι πολύ σαφής και αξιόλογη.
Τον μάταιο κόσμο της αυτοπραγμάτωσης μέσα από την ύλη έχει διαδεχθεί ένας κόσμος απόλυτης ματαίωσης της ύλης και αναζήτησης μιας πνευματικότερης εκδοχής ζωής: η πρόταση της Μαντέλ είναι πολύ σαφής και αξιόλογη.
Σωστή επιλογή λεξιλογίου και προσωπικός μόχθος της Βάσιας Τζανακάρη αποδίδει το κλίμα του μυθιστορήματος, διατηρώντας παράλληλα ομοιογένεια ύφους και τον λυρισμό του πρωτοτύπου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Σταθμός έντεκα
Emily St. John Mandel
Μτφρ. Βάσια Τζανακάρη
Ίκαρος 2016
Σελ. 452, τιμή εκδότη €16,50